Ως γεννημένος το 1986, όταν άρχισα να ακούω πιο βαρύ ήχο, τα συγκροτήματα που με ενθουσίαζαν – όπως οι Iron Maiden, οι Black Sabbath και οι Metallica – ήταν ήδη καταξιωμένα και τα ένιωθα, αναπόφευκτα, κάπως απόμακρα. Προφανώς, ακόμη κι αν είχα γεννηθεί δέκα χρόνια νωρίτερα, οι πιθανότητες να ήμουν φίλος με τον Steve Harris θα ήταν και πάλι μηδενικές. Εκείνο όμως που κάνει τη διαφορά είναι όταν γνωρίζεις μια μπάντα από τα πρώτα της βήματα και τη βλέπεις να μεγαλώνει – τότε νιώθεις πραγματικά μέρος αυτής της πορείας. Ίσως αυτό που λέω να μην ισχύει για όλους, αλλά κάπως έτσι το αντιλαμβάνομαι εγώ. Γι’ αυτό και η «ανακάλυψη» του “Glory to the Brave”, του ντεμπούτου των HammerFall, υπήρξε για μένα μια εμπειρία ξεχωριστής σημασίας.
Οι HammerFall δεν δημιουργήθηκαν με φιλοδοξίες για παγκόσμια καριέρα. Η μπάντα ξεκίνησε ως ένα δημιουργικό μέσο έκφρασης για μουσικούς που ήδη δραστηριοποιούνταν στη metal σκηνή της Σουηδίας. Ο Oscar Dronjak, έχοντας αποχωρήσει από τους Ceremonial Oath, ξεκίνησε το πρότζεκτ με τον γνωστό και μη εξαιρεταίο Jesper Strömblad (μετέπειτα μέλος των In Flames και νυν των The Halo Effect) στα τύμπανα. Αρχικά, το συγκρότημα επικεντρώθηκε σε διασκευές και σε μερικά πρωτότυπα τραγούδια, με τον Mikael Stanne, που είχε ήδη αποκτήσει αναγνώριση ως frontman των Dark Tranquillity, να είναι ο πρώτος τραγουδιστής των HammerFall. Τη σύνθεση συμπλήρωναν ο Johan Larsson (επίσης των In Flames τότε) στο μπάσο και ο Niklas Sundin (των Dark Tranquillity) στην άλλη κιθάρα.
Όπως βλέπουμε, τα πρώτα μέλη των HammerFall, εκτός του Oscar Dronjak, είχαν όλες υποχρεώσεις με συγκροτήματα που εκείνη την περίοδο μεγάλωναν ραγδαία. Για να θέσουμε πλήρως το πλαίσιο, οι Dark Tranquillity το 1995 κυκλοφόρησαν το “The Gallery” και το 1996 οι In Flames το “The Jester Race”. Πρόκειται για δύο δίσκους που άνοιξαν τον δρόμο σε κάθε μπάντα για την πορεία της προς την κορυφή. Αυτό το γεγονός περιόρισε σημαντικά τον διαθέσιμο χρόνο των μελών για ένα side project, όπως ήταν αρχικά οι HammerFall. Αυτή η «σύγκρουση» δεν άργησε να οδηγήσει σε αλλαγές στη σύνθεση της μπάντας.
Ο Joacim Cans πριν τους HammerFall
Περίπου την ίδια περίοδο, ο Joacim Cans είχε ήδη διανύσει μια πορεία γεμάτη ανατροπές. Γεννημένος στη Mora της Σουηδίας, ο Cans ασχολήθηκε αρχικά με τον αθλητισμό και ειδικά με την κολύμβηση σε υψηλό επίπεδο, στοχεύοντας ακόμη και στους Ολυμπιακούς. Ωστόσο, όταν οι ελπίδες του για διεθνή διάκριση δεν ευοδώθηκαν, στράφηκε στη μουσική και σύντομα μετακόμισε στο Γκέτεμποργκ.

Στη νέα του πόλη δοκίμασε την τύχη του σε διάφορα σχήματα, αρχικά ως κιθαρίστας και προσωρινά τραγουδιστής. Όταν τελικά αποφάσισε να παρατήσει τη μουσική, εργάστηκε για ένα διάστημα σε ζαχαροπλαστείο που είχε ανοίξει η αδελφή του. Η επιστροφή του στη μουσική ήρθε όταν τον κάλεσαν να συμμετάσχει σε ένα τοπικό διαγωνισμό ως τραγουδιστής. Η μπάντα στην οποία συμμετείχε τότε εξελίχθηκε αργότερα στους Highlander και στη συνέχεια στους Lost Horizon. Παράλληλα, συμμετείχε ως τραγουδιστής στους Mrs Hippie, με τους οποίους ηχογράφησε και ένα άλμπουμ.
Το 1992 αποφάσισε να επενδύσει περισσότερο στη μουσική του παιδεία και γράφτηκε στο Musicians Institute του Λος Άντζελες. Έπειτα από έναν χρόνο σπουδών επέστρεψε στη Σουηδία, δραστηριοποιήθηκε ξανά με τους Highlander και διάφορα άλλα σχήματα, μέχρι που αποφάσισε για δεύτερη φορά να απομακρυνθεί προσωρινά από τη μουσική.
Η γέννηση των HammerFall όπως τους ξέρουμε
Παράλληλα, οι HammerFall αποφασίζουν να συμμετάσχουν στον τοπικό διαγωνισμό Rockslaget και φτάνουν μέχρι τον ημιτελικό με τραγούδια όπως τα “Steel Meets Steel”, “Unchained” και μια διασκευή του “Breaking the Law” των Judas Priest, όπου όμως προκύπτει ένα σημαντικό πρόβλημα: ο Mikael Stanne δεν μπορεί να συμμετάσχει λόγω υποχρεώσεων με τους Dark Tranquillity. Ο Jesper Strömblad τότε απευθύνεται στον Joacim Cans, ο οποίος δέχεται να επιστρέψει στη μουσική – έστω και μόνο για «δύο-τρία κομμάτια». Παρά τον ελάχιστο χρόνο πρόβας, ο Cans αναλαμβάνει τα φωνητικά και η χημεία στη σκηνή είναι ακαριαία, εντυπωσιάζοντας τόσο τη μπάντα όσο και το κοινό. Μετά από αυτή τη μοναδική εμφάνιση, γίνεται σαφές ότι οι HammerFall έχουν βρει τη φωνή τους και έτσι ο Cans προσκαλείται να ενταχθεί μόνιμα – ένα γεγονός που καθόρισε οριστικά τον ήχο και την ταυτότητα του συγκροτήματος.
Παρότι οι HammerFall δεν κατάφεραν να προκριθούν στον τελικό του Rockslaget, ηχογράφησαν ένα live demo δύο κομματιών και το έστειλαν στη δισκογραφική Vic Records. Η θετική ανταπόκριση οδήγησε σε συμβόλαιο, και το συγκρότημα αφιέρωσε το επόμενο διάστημα στη σύνθεση και την τελειοποίηση του πρώτου του άλμπουμ, “Glory to the Brave”. Η ίδια η ηχογράφηση του άλμπουμ αντανακλούσε τη μεταβατική φάση που περνούσαν τότε οι HammerFall: αν και ο Strömblad αναφερόταν ως ντράμερ, το μεγαλύτερο μέρος των ηχογραφήσεων ανέλαβε ο Patrik Räfling, ενώ η σύνθεση στο στούντιο συνδύαζε βασικά μέλη και guest μουσικούς, καθένας με τις δικές του επιρροές. Αυτή η ρευστή προσέγγιση, αντί να αποδυναμώσει τον ήχο τους, οδήγησε τελικά σε ένα άλμπουμ γεμάτο ενέργεια.
Η ηχογράφηση του “Glory to the Brave” στο Studio Fredman ήταν κάθε άλλο παρά ρουτίνα. Τα προγράμματα των sessions άλλαζαν συχνά και οι αρμοδιότητες αλληλεπικαλύπτονταν, με τον παραγωγό Fredrik Nordström (επίσης τότε παραγωγός των In Flames και Dark Tranquillity) να ενθαρρύνει αυτή την ευελιξία που έδωσε το κάτι ξεχωριστό στο τελικό αποτέλεσμα. Δεν ήταν σπάνιο διαφορετικοί μουσικοί να συμμετέχουν κατά περίπτωση, ενώ αλλαγές της τελευταίας στιγμής οδηγούσαν σε αυθόρμητες βελτιώσεις στις κιθαριστικές αρμονίες ή τα drum fills. Αντί για χάος, αυτή η διαδικασία προσέφερε μια ζωντανή αίσθηση, με τον Nordström να προτιμά την αποτύπωση της στιγμής και να αφήνει τις ατέλειες και την ένταση να διαμορφώσουν τον ήχο. Πολλοί θεωρούν αυτή την ακατέργαστη αίσθηση έναν από τους βασικούς λόγους της διαχρονικότητας του άλμπουμ.
Λίγο μετά την υπογραφή με τη Vic Records, το υλικό των HammerFall προσέλκυσε το ενδιαφέρον της Nuclear Blast. Αυτή η εξέλιξη άνοιξε τον δρόμο για ευρύτερη διανομή του “Glory to the Brave”, με αποτέλεσμα το άλμπουμ να σημειώσει αναπάντεχα υψηλές πωλήσεις σε χώρες όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία. Θα έλεγα και η Ελλάδα, αλλά το δείγμα μου θα ήταν ότι το είχαμε εγώ και ο Νίκος, οπότε δύσκολα το λες αντικειμενικό. Παράλληλα, κομμάτια όπως τα “The Dragon Lies Bleeding” και “Hammerfall” έγιναν γρήγορα fan favorites, συμβάλλοντας στην καθιέρωση της μπάντας.

Στο εξώφυλλο του “Glory to the Brave” εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο Hector, η εμβληματική μασκότ των HammerFall, που σχεδιάστηκε για να συμβολίζει την ταυτότητα της μπάντας: τολμηρή, κλασική, και χωρίς φόβο για τα «κλισέ» του είδους. Το artwork, φτιαγμένο με σαφείς αναφορές σε επικά θέματα, έγινε γρήγορα σημείο αναφοράς στη metal κοινότητα. Οι οπαδοί αγκάλιασαν τον Hector όχι μόνο ως εξώφυλλο, αλλά και ως επαναλαμβανόμενη παρουσία σε οπτικά στοιχεία. Με τον καιρό, ο Hector εξελίχθηκε σε πλήρη μασκότ, εμφανιζόμενος σε μπλουζάκια και μουσικά βίντεο, με την εικόνα του να ανανεώνεται τακτικά ώστε να αντικατοπτρίζει τα εκάστοτε θέματα των HammerFall.
Το “Glory to the Brave” δεν έμεινε στην ιστορία επειδή αναβίωσε ένα ξεχασμένο είδος ή επειδή στηρίχθηκε στη νοσταλγία, αλλά γιατί απέδειξε ότι η αυθεντικότητα έχουν πάντα θέση στο heavy metal. Οι HammerFall δεν προσπάθησαν να γίνουν ήρωες του παρελθόντος, απλώς έπαιξαν όπως ένιωθαν, αφήνοντας το κοινό να αποφασίσει τι σημαίνει “κλασικό” στη σύγχρονη εποχή. Μέσα από απλά riffs και σχετικά απλές θεματικές, έγιναν – σχεδόν κόντρα στις εποχές – το σημείο αναφοράς για μια νέα γενιά που έψαχνε ήρωες όχι στα παραμύθια, αλλά σε μια σκηνή γεμάτη πραγματικούς ανθρώπους.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Artist: HammerFall