Υπάρχουν φορές που ο κινηματογράφος δράσης μοιάζει να εξαντλεί τα όριά του. Όταν η στυλιζαρισμένη βία μετατρέπεται σε αισθητική συνήθεια, και η αφήγηση λειτουργεί απλώς ως πρόσχημα για διαδοχικά set pieces. Ο Gareth Evans, όμως, δεν δουλεύει με τέτοιους όρους. Στο “Havoc”, παίρνει μια γνώριμη δομή – τον μοναχικό, κατεστραμμένο ντετέκτιβ που μπλέκει σε λαβύρινθο διαφθοράς – και την εντάσσει σε έναν κόσμο με αυστηρή εσωτερική λογική, τρομακτική συνέπεια και αδυσώπητο ρυθμό.
Το “Havoc” είναι ένα αδιάκοπο μπαράζ βίας.
Ο Tom Hardy υποδύεται τον Walker, έναν ντετέκτιβ που πνίγεται από τις ενοχές και τη σήψη γύρω του. Η ερμηνεία του, θεμελιωμένη περισσότερο στο σωματικό βάρος και λιγότερο στον διάλογο, είναι οργανική προέκταση των θεματικών της ταινίας. Δεν είναι ούτε αντι-ήρωας ούτε εξιλεωμένος τιμωρός. Είναι παγιδευμένος σε μια κοινωνία που μοιάζει να έχει χάσει κάθε ίχνος ηθικής πυξίδας. Ο Hardy χειρίζεται αυτό το υλικό με πειθαρχία. Αντί να εξαντλεί την ένταση με υπερβολές, τη συσσωρεύει σιωπηλά, μέχρι να εκραγεί στις κρίσιμες στιγμές.
Η σκηνοθεσία του Evans διατηρεί τον σωματικό ρεαλισμό που χαρακτήρισε το “Raid”, αλλά εδώ τον επενδύει με μια πιο στιβαρή αφηγηματική πρόθεση. Το “Havoc” πέρα από ένα αδιάκοπο μπαράζ βίας, είναι και μια ταινία που μελετά τι σημαίνει να λειτουργείς μέσα σε ένα σύστημα όπου όλοι είναι είτε ένοχοι είτε συνεργοί. Η σχέση του Walker με την κοινωνική και πολιτική εξουσία – ειδικά με τον χαρακτήρα του Forest Whitaker, έναν υποκριτικά ευπρεπή υποψήφιο δήμαρχο – είναι σκληρή αλλά ακριβής απεικόνιση της διαπλοκής εξουσίας και εγκλήματος.

Στο ίδιο πνεύμα κινείται και το μοντάζ, το οποίο σέβεται την έννοια της γεωγραφίας μέσα στη δράση. Δεν υπάρχει χάος για χάρη του θεάματος. Η κάθε σκηνή – όσο βίαιη και να είναι – έχει σαφή αφετηρία, διαδρομή και κατάληξη. Αυτό την καθιστά διπλά αποτελεσματική: η φρίκη δεν έρχεται από την ποσότητα αίματος αλλά από την αυστηρότητα με την οποία εκτελείται κάθε πράξη. Όλα μοιάζουν σαν να είναι θέμα καθήκοντος, όχι προσωπικής λύσσας.
Το σενάριο επιχειρεί να χωρέσει πάρα πολλούς χαρακτήρες και συνωμοσίες σε σχετικά περιορισμένο χρόνο.
Η θεματική του “Havoc” τοποθετείται ξεκάθαρα εντός της παράδοσης του heroic bloodshed – ενός είδους που άνθισε στο Χονγκ Κονγκ τη δεκαετία του ’80, με ήρωες που κινούνται στα όρια του καθήκοντος και της προδοσίας. Όμως, ο Evans αντί να μιμηθεί, εισάγει το είδος σε μια πιο ευρωπαϊκή οπτική. Τοποθετεί τη δράση σε ένα αμερικανικό αστικό τοπίο, του οποίου το όνομα δεν μαθαίνουμε ποτέ, που όμως χτίστηκε εξολοκλήρου σε στούντιο στην Ουαλία. Το αποτέλεσμα είναι ένας χώρος γνώριμος αλλά αφηρημένος, μελαγχολικός, σχεδόν εφιαλτικός, που δεν ανήκει πουθενά – σαν τον ίδιο τον πρωταγωνιστή.
Η σχέση του Hardy με τη νεαρή συνεργάτιδά του Ellie (Jessie Mei Li) προσφέρει ένα σπάνιο φως μέσα στο σκοτάδι της ταινίας. Η παρουσία της δεν λειτουργεί ως αντίβαρο ή εξιλαστήριο θύμα, αλλά ως ένας ανεξάρτητος χαρακτήρας που εξελίσσεται, μαθαίνει, και τελικά επιβιώνει μέσα από την ίδια τη φρίκη. Αυτός ο δυναμισμός δίνει στην ταινία ένα επίπεδο πολυπλοκότητας που ξεπερνά τον καθαρό μηχανισμό δράσης.Εντούτοις, το “Havoc” δεν είναι χωρίς αδυναμίες. Το σενάριο επιχειρεί να χωρέσει πάρα πολλούς χαρακτήρες και συνωμοσίες σε σχετικά περιορισμένο χρόνο.

Αν και οι περισσότεροι δεν απαιτούν ανάπτυξη, ορισμένα νήματα – όπως η σχέση του Walker με τον πολιτικό Beaumont – θα μπορούσαν να έχουν περισσότερο δραματικό βάθος. Επιπλέον, η υπερβολική χρήση CGI σε κάποιες σκηνές δράσης απομακρύνει την ταινία από τον χειροπιαστό ρεαλισμό που αποτελεί το σήμα κατατεθέν του Evans. Όμως αυτά είναι δευτερεύοντα μπροστά στην καθαρότητα της κινηματογραφικής γλώσσας που χρησιμοποιεί.
Ο Gareth Evans δημιουργεί ένα σύγχρονο έργο που έχει πλήρη επίγνωση της ιστορίας του είδους.
Μολονότι κάποιος θα μπορούσε να πει ότι το Havoc λειτουργεί περισσότερο ως homage, παρά ως κάτι εξελικτικό για το είδος και τον ίδιο τον Evans, είναι ταινία για ένα κοινό που δεν ενδιαφέρεται απλώς για το «ποιος θα νικήσει» αλλά για το αν αξίζει να παλέψεις εξαρχής. Είναι κινηματογράφος όπου η ηθική είναι ρευστή, η ελπίδα είναι χαμηλόφωνη, και η τιμή έχει κόστος. Ο Gareth Evans δημιουργεί ένα σύγχρονο έργο που έχει πλήρη επίγνωση της ιστορίας του είδους. Η χρήση μουσικής, ο τρόπος που φτιάχνει χώρους-παγίδες, η επιλογή πρωταγωνιστών που δεν είναι άτρωτοι αλλά κουβαλούν πληγές, όλα αυτά μαρτυρούν έναν σκηνοθέτη που δομεί από την αρχή.
Σε μια εποχή που ο κινηματογράφος δράσης παλεύει να ξεφύγει από τη φόρμουλα της πλαστικής υπερπαραγωγής, το “Havoc” προσφέρει μια εναλλακτική. Μια πιο σκοτεινή, πιο επίπονη, αλλά και σαφώς πιο έντιμη εκδοχή ενός είδους που δείχνει να αναπνέει ξανά.
Artist: Morrissey
Album: I Am Not a Dog on a Chain
Label: BMG
Release Date: 20/03/2020
Genre: Indie Rock
Movie: Havoc
Year: 2025
Duration: 107′
Genre(s): Action, Neo-Noir, Crime Thriller
Director(s): Gareth Evans
Tom Hardy, Jessie Mei Li, Forest Whitaker, Timothy Olyphant, Quelin Sepulveda, Yeo Yann Yann, Sunny Pang, Luis Guzmán
Havoc
Το "Havoc" είναι μια σφιχτά δομημένη ωδή στο αιματοβαμμένο αστικό χάος, που αξιοποιεί τη σωματικότητα του Tom Hardy και την εικονοκλαστική ματιά του Gareth Evans για να δώσει νέα ζωή στο ηρωικό έγκλημα.