Έχω έναν προβληματισμό που η αλήθεια είναι ότι πάντα υπάρχει στο υποσυνείδητό μου. Τον διώχνω, τον αγνοώ, τον υποτιμώ. Αρνούμαι να τον συζητήσω, λες και δεν αξίζει τον κόπο. Κι όμως, κάποια στιγμή πάντα επιστρέφει, κι αυτή τη φορά αποφάσισα να τον αντιμετωπίσω. Είναι κάτι που προκύπτει όταν βλέπω ταινίες, όταν μιλάμε για χαρακτήρες, όταν κάποιος σχολιάζει έναν ρόλο. Τότε παρατηρώ πως, σε πείσμα των σεναρίων, σε πείσμα της ηθικής, εκείνος που τελικά μένει στη μνήμη είναι ο “κακός”.
Όταν ο “κακός” παύει να είναι γελοιογραφία, παύει και να είναι απόλυτα απορριπτέος
Δεν εννοώ μόνο τον Joker ή τον Darth Vader, που έχουν γίνει σχεδόν ποπ εικονίδια. Μιλάω και για χαρακτήρες όπως ο Killmonger στο “Black Panther” ή ο Magneto στους “X-Men”. Πρόσωπα που δεν εμφανίζονται με σκοτεινές κουκούλες και σατανικά χαμόγελα, αλλά με βιώματα, θυμό και οργή. Με αιτίες. Πρόσωπα που δεν μισείς· τους καταλαβαίνεις. Κι αυτό είναι που με φέρνει σε αμηχανία. Γιατί νιώθω ότι τους χειροκροτώ κιόλας. Ότι με συγκινούν περισσότερο από τον T’Challa ή τον Charles Xavier. Κι έτσι, έρχεται το ερώτημα: τι σημαίνει αυτό για εμένα;
Στον σύγχρονο κινηματογράφο, το κακό δεν είναι πλέον επίπεδο. Έχει βάθος, ψυχολογία, ιστορία. Δεν εμφανίζεται ως αφορμή για να αναδειχθεί η αρετή του καλού, αλλά ως αναγκαία αντίστιξη. Αυτό όμως μετατοπίζει και την οπτική μας. Όταν ο “κακός” παύει να είναι γελοιογραφία, παύει και να είναι απόλυτα απορριπτέος. Αντιθέτως, αρχίζει να μας γοητεύει. Αρχίζει να μας μοιάζει. Στο πρόσωπό του βρίσκουμε σημάδια που αναγνωρίζουμε: τραύματα, απογοητεύσεις, ήττες. Και τότε αρχίζουμε να του δίνουμε χώρο για να τον καταλάβουμε.

Αυτό δεν συνέβαινε πάντα. Ο “κακός” στην παλαιότερη μυθοπλασία – από τη λογοτεχνία του 19ου αιώνα μέχρι τον κλασικό κινηματογράφο – λειτουργούσε ως καρικατούρα. Ήταν σύμβολο της απειλής, όχι της ταύτισης. Από τον Captain Hook ως την Cruella ή τον παραδοσιακό Lucifer, ο villain υπήρχε για να αναδείξει την αθωότητα του ήρωα. Η μετατόπιση αυτής της σχέσης τις τελευταίες δεκαετίες λέει πολλά και για τις δικές μας ηθικές ανάγκες.
Πολλοί από τους “κακούς” έχουν πίσω τους μια ιστορία κοινωνικής αδικίας, αποκλεισμού ή τραυματικής εμπειρίας.
Η αφήγηση τούς δίνει όλα τα εργαλεία για να μας πείσουν. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο villain έχει τη δραματουργική υπεροχή. Είναι εκείνος που φέρνει την ένταση, την αμφιβολία, τη ρήξη. Ο “καλός” είναι σταθερός, συχνά προβλέψιμος. Κινείται βάσει ηθικής και καθήκοντος. Ο “κακός” όμως είναι αστάθμητος, επικίνδυνος, συναισθηματικός. Εκεί βρίσκεται η κινηματογραφική ένταση. Και αυτό τραβάει το βλέμμα μας.
Ταυτιζόμαστε όμως μαζί τους επειδή είναι πιο καλογραμμένοι; Ή επειδή αντικατοπτρίζουν βαθύτερα ερωτήματα μέσα μας; Πολλοί από τους “κακούς” έχουν πίσω τους μια ιστορία κοινωνικής αδικίας, αποκλεισμού ή τραυματικής εμπειρίας. Ο Killmonger μεγάλωσε χωρίς πατρίδα. Ο Magneto έζησε την κτηνωδία του ναζισμού. Ο Joker του Ledger είναι προϊόν μιας κοινωνίας που τον περιθωριοποιεί. Δεν δικαιολογούμε τις πράξεις τους, αλλά νιώθουμε ότι τις κατανοούμε. Και ίσως αυτό αρκεί.

Σε αυτό το σημείο όμως αρχίζει και ο πιο βαθύς προβληματισμός. Αν οι χαρακτήρες που ταυτιζόμαστε είναι εκείνοι που καταστρέφουν, όχι εκείνοι που φτιάχνουν, τότε τι είδους συναισθηματική ανακούφιση ζητάμε; Θέλουμε έναν ήρωα που επιδιορθώνει τον κόσμο ή κάποιον που τον καίει, επειδή έτσι νιώθουμε κι εμείς ότι θα ξεσπάσουμε; Κι εδώ είναι που μου ήρθε στο μυαλό κάτι απλό αλλά εύστοχο. Το είχα ακούσει σε μια σειρά ντοκιμαντέρ για το wrestling. Και όσο αστείο και να σας φαίνεται, δεν υπάρχει πιο κατάλληλος χώρος από το wrestling, που να γνωρίζει καλύτερα την ηρωοποίηση του κακού.
Το “σκοτάδι” μάς βοηθά να δούμε τα ψεγάδια του εαυτού μας χωρίς να νιώσουμε ντροπή.
Ο Triple H είχε πει πως το πιο δύσκολο πράγμα που μπορεί να κάνει κάποιος είναι να είναι καλός. Ο “κακός” μπορεί να πει ό,τι θέλει και να το κάνει αλήθεια του. Ο “καλός”, αντίθετα, πρέπει να είναι αυθεντικός. Πρέπει να είναι ο εαυτός του, να έχει σταθερότητα, να κινείται με συγκεκριμένα μοτίβα. Και να μην ξεφεύγει από αυτά, γιατί χάνει το προσωπείο. Αναρωτιέμαι: μήπως αυτό μας φοβίζει; Μήπως το καλό, έτσι όπως το περιγράφει, απαιτεί μια ειλικρίνεια που μας τρομάζει; Κι επειδή αυτό μας ξεγυμνώνει, βρίσκουμε παρηγοριά στο σκοτάδι;
Ίσως εκεί βρίσκεται και η ουσία. Το “σκοτάδι” μάς βοηθά να δούμε τα ψεγάδια του εαυτού μας χωρίς να νιώσουμε ντροπή. Μας λέει: “είσαι έτσι, αλλά δεν είσαι μόνος”. Και ίσως αυτό να το αναζητούμε περισσότερο από μια φωνή που λέει “γίνε καλύτερος”. Γιατί η δεύτερη μάς αγχώνει, μας βαραίνει, μας φέρνει αντιμέτωπους με κάτι που ίσως δεν μπορούμε να φτάσουμε. Γι’ αυτό και αρχίζουμε να βλέπουμε ψεγάδια και στους “καλούς” μας· για να νιώσουμε ότι είναι άνθρωποι σαν κι εμάς. Ότι δεν είναι άπιαστοι.

Σε μια εποχή που η ταυτότητα συνδέεται όλο και περισσότερο με το “ποιος είμαι” και όχι με το “ποιος θέλω να γίνω”, η αυθεντικότητα αποκτά σχεδόν ηθική ισχύ. Ο villain που εκφράζει τον πόνο του μοιάζει ειλικρινής. Και αυτό, στις μέρες μας, συχνά αξίζει περισσότερο από τη δικαιοσύνη, τη σοφία ή την αυτοσυγκράτηση. Η τραυματική εμπειρία δεν είναι πλέον κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί· γίνεται θεμέλιο της αφήγησης. Αυτό δεν είναι απλώς αισθητική επιλογή. Είναι πολιτισμικό σύμπτωμα. Οι ιστορίες μας γίνονται πιο σκοτεινές γιατί οι εσωτερικές μας αντοχές φθείρονται
Θα υπάρξει χώρος στο μέλλον για ήρωες που δεν απολογούνται;
Δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να γράφουμε βαθιούς “κακούς” χαρακτήρες. Ούτε ότι το κακό πρέπει να είναι πάντα μονοδιάστατο. Όμως η τάση να αγαπάμε εκείνους που καταρρίπτουν αντί να χτίζουν, να χειροκροτούμε το χάος αντί για τη σύνθεση, λέει κάτι για εμάς. Όχι απλώς ως θεατές, αλλά ως κοινωνία. Το ερώτημα παραμένει: αν χειροκροτάμε τον κακό της ιστορίας τι ελπίζουμε να δούμε τελικά; Δικαιοσύνη ή απλώς αναγνώριση του πόνου μας; Θέλουμε αλλαγή ή επιβεβαίωση; Κι όταν σβήσουν τα φώτα της αίθουσας, ποιον παίρνουμε μαζί μας;
Και στο τέλος, αναρωτιέμαι: θα υπάρξει χώρος στο μέλλον για ήρωες που δεν απολογούνται; Για πρότυπα που δεν χρειάζεται να “σπάσουν” για να μας συγκινήσουν. Ή μήπως η φωνή του σκοταδιού θα είναι πλέον η μόνη που αναγνωρίζουμε ως δική μας; Ίσως τελικά να μη φοβόμαστε το σκοτάδι. Μπορεί απλώς να έχουμε κουραστεί από το φως.