Υπάρχουν συγκροτήματα που απλά ηχογραφούν τραγούδια και άλλα που πρωτοπορούν αφήνοντας ανεξίτηλο το σημάδι τους σε ένα ολόκληρο είδος μουσικής. Οι Jethro Tull ανήκουν αναμφίβολα στη δεύτερη κατηγορία.
Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’60 όταν ο Ian Anderson, ένας εκ των ιδρυτών και frontman της μπάντας, εμφανίστηκε με ένα φλάουτο στο χέρι και την πρόθεση να το εντάξει στον ηλεκτρικό ήχο. Με progressive δομές, θεατρικούς στίχους, ανάμιξη folk και blues, και με μια σκηνική παρουσία που θύμιζε περισσότερο performance παρά μια απλή συναυλία, οι Jethro Tull είχαν έρθει για να δηλώσουν πως δεν θα είναι ποτέ «μία ακόμα μπάντα».
Μπορεί να μην έφτασαν ποτέ το επίπεδο της υπέρμετρης δημοφιλίας, που γνώριζαν και γνωρίζουν ακόμα, άλλα συγκροτήματα εκείνης της εποχής (βλέπε Beatles, Rolling Stones κλπ.), οι Jethro Tull μοιάζουν όμως να ανήκουν σε μια ειδική κάστα συγκροτημάτων που απευθύνονται στους «μύστες» της μουσικής. Σε αυτούς που το ψάχνουν λίγο παραπάνω και διαδίδουν από στόμα σε στόμα τις δημιουργίες σαν επτασφράγιστο μυστικό. Σαν κάτι που έχουν το προνόμιο μόνο λίγοι να το ακούσουν ακόμα και αν αυτοί οι λίγοι είναι κάμποσα εκατομμύρια.

Κάπως έτσι ένιωσα κι εγώ όταν πριν από 20 περίπου χρόνια, όντας φοιτητής ακόμα, μια φίλη που ξεχνάω το όνομά της μου έστειλε έναν σύνδεσμο με το κομμάτι “Locomotive Breath”. Ήταν τότε η απαρχή του ψηφιακού ήχου. Η αγορά των δίσκων, και δη του βινυλίου βυθιζόταν, καθώς τα Mp3 και το ολοκαίνουριο τότε YouTube μεσουρανούσαν. Ουδέν κακό αμιγές καλού όμως, καθώς εγώ διψούσα για μουσική. Έψαχνα, ρωτούσα δεξιά και αριστερά, κοιτούσα να εκμεταλλευτώ κάθε πηγή από όπου και αν προερχόταν, για να μάθω και κυρίως να ακούσω όσα περισσότερα μπορούσα. Οπότε κάθισα μπροστά από τον υπολογιστή αναπαυτικά και πάτησα το play.
Στην αρχή με κέρδισε η μελωδική εισαγωγή του πιάνου, που σε προϊδέαζε για μια επερχόμενη κορύφωση. Φτάνοντας σε αυτήν, o ήχος της ηλεκτρικής κιθάρας παίρνει τα ηνία και κάπου εκεί πιστεύεις πως έχεις απολαύσει όσα ήταν να σου δώσει το κομμάτι αυτό. Έσφαλα όμως και χαίρομαι για αυτό. Λίγο μετά την μέση του κομματιού το φλάουτο κάνει την εμφάνιση του! Ένα όργανο που ο εγκέφαλος σου το έχει συνδέσει με πιο κλασικές ή ίσως και βουκολικές δημιουργίες, εναρμονίζεται πλήρως στο ρυθμό και γίνεται ένα αιχμηρό και ανατρεπτικό στοιχείο μιας ροκ σύνθεσης. Εκείνη η στιγμή, με έκανε να διαπιστώσω πως οι Jethro Tull είχαν ανακαλύψει έναν τρόπο να επαναπροσδιορίσουν τους κανόνες αν όχι να τους αλλάξουν.
Έκτοτε έψαξα να προμηθευτώ αρκετά από τα άλμπουμ τους σε διάφορες μορφές για να έχω μια ολοκληρωμένη άποψη για τη μουσική τους. Από το ντεμπούτο τους “This Was”, το πλούσιο σε riffs “Benefit”, έως το “Thick Αs Α Βrick” του ενός τραγουδιού διάρκειας 43 λεπτών και 46 δευτερολέπτων! Αγαπημένο μου, και συνάμα πιο επιτυχημένο παγκοσμίως, παραμένει το “Aqualung” που περιέχει και τo κομμάτι που με μύησε στις μελωδίες τους. Οι πωλήσεις του ξεπέρασαν τα επτά εκατομμύρια αντίτυπα, σκαρφαλώνοντας στην πρώτη δεκάδα των charts και στις δύο όχθες του Ατλαντικού όπου και παρέμεινε για αρκετές εβδομάδες. Πρόκειται για ένα άλμπουμ κόσμημα από πολλές απόψεις, μιας και το εξώφυλλό του κοσμεί μία από τις διασημότερες δημιουργίες του Burton Silverman, αποτυπώνοντας το πορτραίτο ενός άστεγου άνδρα. Μια ιδέα που βασίστηκε σε πραγματικό στιγμιότυπο που αποθανάτισε η σύζυγος του Anderson και ταιριάζει σαν γάντι με τους χαρακτήρες που αναφέρονται μέσα στον δίσκο.

Φτάνοντας όμως στο 2025, εύλογα γεννιέται το ερώτημα τι έχουν να προσφέρουν αυτοί οι γερόλυκοι ώστε να πειστούν νεότερες γενιές να τους ακούσουν. Αξίζει να πληρώσει κάποιος εισιτήριο να τους δει live; Παραμένουν άραγε επίκαιροι; Στα δικά μου μάτια(και αυτιά) η απάντηση είναι προφανής. Σε μια εποχή που η μουσική βιομηχανία μοιάζει να έχει φτάσει σε κορεσμό και πολλοί δημιουργοί αναγκάζονται να αναμιγνύουν είδη για να πρωτοστατήσουν στην κούρσα προς την κορυφή, οι Jethro Tull φαντάζουν πιο σύγχρονοι από ποτέ! Η ικανότητα τους να ενσωματώνουν ethnic στοιχεία, folk, blues, jazz, και να τα παντρεύουν με την ηλεκτρική ενέργεια του ροκ, τους καθιστά πρόδρομους της σημερινής τάσης που προστάζει για συνεχή αναζήτηση μέσα από την παράδοση.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να παραβλέψουμε και τον ρόλο του Ian Andersson στην σκηνική παρουσία της μπάντας. Με το χαρακτηριστικό του στυλ, το ένα πόδι λυγισμένο καθώς φυσάει το φλάουτο και την αφηγηματική χροιά της φωνής του, παραμένει ένας από τους πιο χαρισματικούς και αναγνωρίσιμους performer της progressive ροκ σκηνής που συμβάλει στην δημιουργία μιας ολοκληρωμένης οπτικοακουστικής εμπειρίας
Στις 20 Σεπτεμβρίου, το ελληνικό κοινό θα έχει την ευκαιρία να ακούσει ξανά αυτούς τους ζωντανούς θρύλους στο Θέατρο Λυκαβηττού. Σε έναν χώρο που από μόνος τους κουβαλάει μνήμες και ιστορία, το συγκρότημα επιστρέφει για να μας θυμίσει πως η μουσική τους παραμένει φρέσκια και εξακολουθεί να εμπνέει ακόμα και αν κουβαλάει περισσότερο από μισό αιώνα δημιουργίας!