Αν το 1994 ρωτούσες κάποιον τι περίμενε από τη heavy μουσική, κανείς δεν θα σου έλεγε ότι θέλει πέντε τύποι από το Bakersfield να εμφανιστούν ξαφνικά με επτάχορδες κιθάρες, φόρμες Adidas και μια παιδική ηλικία γεμάτη θέματα. Κι όμως, αυτό έγινε και τα αποτέλεσματά του φαίνονται μέχρι σήμερα. Το πρώτο άλμπουμ των Korn δεν μπήκε διακριτικά στον χώρο, εισέβαλε κανονικά. Άλλαξε τις ισορροπίες, ξανάγραψε τους κανόνες και έκανε τους παλιούς να μοιάζουν ξεπερασμένοι.
Η ιστορία των Korn ξεκινάει με έναν τρόπο που δύσκολα βγάζει νόημα αν το καλοσκεφτείς. Ο Jonathan Davis τότε δούλευε σε νεκροτομείο, ο Munky και ο Head είχαν αρχίσει να απογοητεύονται γιατί η μπάντα τους δεν πήγαινε πουθενά, και ο Fieldy ενδιαφερόταν περισσότερο να βγάζει περίεργους ήχους με το μπάσο, παρά να παίζει συμβατικά. Κανείς τους δεν είχε το παρελθόν που θα περίμενες από άτομα που αργότερα θα θεωρούνταν οι “νονοί” του nu metal. Τους πρώτους μήνες, όλοι μαζί έμεναν σε ένα νοικιασμένο σπίτι στο Huntington Beach, όπου οι μέρες περνούσαν με πρόβες και riffs και τα βράδια γέμιζαν με μπύρες και αυθόρμητες αποφάσεις. Τα κομμάτια τους γεννήθηκαν άλλοτε από τύχη, άλλοτε επειδή το πάλευαν μέχρι τελικής πτώσης.
Ο ήχος των Korn, που μπλέκει metal με hip-hop, industrial στοιχεία και εμπειρίες από τα παιδικά τους χρόνια, γεννήθηκε μέσα από τη βαρεμάρα, την απογοήτευση και μια αίσθηση ότι δεν έχουν πια να χάσουν κάτι. Κανείς τους δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο πλάνο ή στρατηγική. Ο Davis έχει πει ότι απλά έκαναν αυτό που τους έβγαινε φυσικά, και τότε αυτό σήμαινε να βάζουν μέσα στα τραγούδια ό,τι ένιωθαν, χωρίς να φιλτράρουν τίποτα.
Enter Ross Robinson, τον παραγωγό που είχε περισσότερο θάρρος παρά εμπειρία, και που δέχτηκε να δουλέψει με τους Korn για το πρώτο τους άλμπουμ στο Indigo Ranch στο Malibu. Το στούντιο έμοιαζε ήρεμο, αλλά ο Robinson λειτουργούσε τελείως αλλιώς. Δημιουργούσε ένταση, ξεσήκωνε ό,τι είχαν κρυμμένο μέσα τους τα μέλη της μπάντας και ηχογραφούσε τα πάντα, χωρίς να σταματάει για κανέναν λόγο. Δεν τον απασχολούσε να βγει κάτι τέλειο. Εκείνο που ήθελε ήταν να μείνει στο άλμπουμ ακριβώς ατό που συνέβαινε στο δωμάτιο, ό,τι κι αν ήταν αυτό.

Για να το κάνουμε ακόμα πιο σαφές, σε μια από τις πιο γνωστές στιγμές των ηχογραφήσεων, ο Davis λύγισε την ώρα που έγραφε τα φωνητικά για το τελευταίο κομμάτι, το “Daddy”. Ο Robinson άφησε την ηχογράφηση να τρέχει. Οι υπόλοιποι συνέχισαν να παίζουν, χωρίς να ξέρουν αν αυτό που γινόταν είχε θέση σε άλμπουμ ή αν ήταν κάτι που καλύτερα να μη βγει προς τα έξω. Έτσι, το κλάμα και οι φωνές στο τέλος του δίσκου ήταν κάτι τελείως αυθόρμητο. Αργότερα ο Davis παραδέχτηκε πως δεν ήξερε καν ότι αυτό ηχογραφούνταν και ότι «για πολλά χρόνια δεν μπορούσα καν να το ακούσω».
Αυτή η ειλικρίνεια έγινε η βάση για όλο το άλμπουμ. Εδώ δεν υπάρχουν αόριστες αναφορές, αλλά συγκεκριμένες ιστορίες: εκφοβισμός στο “Faget”, εθισμός στο “Helmet in the Bush”, σκέψεις γεμάτες παράνοια και αυτοσαμποτάζ. Όλα αυτά περνούν στον ακροατή όπως ακριβώς τα ένιωθαν, χωρίς κανένα φίλτρο και χωρίς να προσπαθούν να δώσουν κάποια λύση. Οι Korn αγνόησαν τελείως την κλασική λογική του rock που λέει να μη δείχνεις τα αδύναμα σημεία σου, εκτός αν μπορείς να τα ωραιοποιήσεις.
Παρόλα αυτά, οι Korn δεν έκαναν κάποιο εντυπωσιακό μπαμ. Οι πρώτες θέσεις στα charts τους ήταν χαμηλές, οι πωλήσεις λίγες και οι περισσότεροι δεν κατάλαβαν τι πήγαιναν να κάνουν. Ο τύπος είχε στραμμένη την προσοχή του στο τέλος της grunge και δεν παρατήρησαν, ή δεν ήθελαν να δουν, ότι κάτι καινούργιο ξεκινούσε. Η μουσική βιομηχανία το προσπέρασε, το ραδιόφωνο το ίδιο, και για αρκετό καιρό το άλμπουμ έβρισκε το κοινό του σιγά-σιγά. Τα live γέμιζαν, όχι με τυπικούς metalheads, αλλά με παιδιά που δεν έβλεπαν πουθενά αλλού τον εαυτό τους.
Η πρώτη αντίδραση στη μουσική σκηνή ήταν μπερδεμένη και γρήγορα ακολούθησε η αντιγραφή. Ο Fieldy έχει πει ότι όταν έπαιζαν αυτά τα κομμάτια, ακόμα και μπροστά σε λίγα άτομα, όλοι έμεναν με το στόμα ανοιχτό. Το έβλεπες στα πρόσωπα, ακόμη και στους ίδιους τους μουσικούς από άλλα συγκροτήματα. Αυτή η φάση δεν άργησε να γίνει καινούρια σκηνή. Οι επτάχορδες κιθάρες εμφανίστηκαν παντού, τα φαρδιά αθλητικά ρούχα πήραν τη θέση του δέρματος και μπάντες που κάποτε στηρίζονταν στα κιθαριστικά σόλο άρχισαν να δοκιμάζουν DJ ήχους και διαφορετικά μπάσα.

Το εξώφυλλο του “Korn” είχε κι αυτό τη δική του ιστορία. Η φωτογράφιση έγινε σε ένα πάρκο στο West Hollywood και δείχνει ένα μικρό κορίτσι σε μια κούνια, με μια σκιά πίσω της που θυμίζει χέρια με νύχια. Στο πίσω μέρος του δίσκου φαίνεται απλά η κούνια άδεια. Το κορίτσι που πόζαρε ήταν η ανιψιά ενός ανθρώπου από τη δισκογραφική, χωρίς να ξέρει στην ουσία τι γινόταν. Ο φωτογράφος Stephen Stickler είχε πει ότι έβαλαν το λογότυπο των Korn έτσι ώστε η σκιά του κοριτσιού να φαίνεται σαν να κρέμεται από εκεί. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν τόσο περίεργο και σκοτεινό, που η οικογένειά της δεν την άφηνε να δει το εξώφυλλο για χρόνια.
Κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, οι Korn έγιναν το κέντρο μιας νέας μουσικής σκηνής. Μέσα σε λίγα χρόνια, έπαιζαν σε τεράστια φεστιβάλ και το λεγόμενο “nu-metal”, όρος που κανένα μέλος της μπάντας δεν συμπαθούσε, βρέθηκε στην κορυφή. Εν συνεχεία ο δίσκος έγινε πλατινένιος, μετά διπλά πλατινένιος, και άλλαξε τον τρόπο που έβλεπαν όλοι την heavy μουσική. Ο Head έχει πει χαρακτηριστικά: «Ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να καταλάβω πώς καταφέραμε να αλλάξουμε το πρόσωπο του metal».
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Artist: Korn