Ο κινηματογράφος των χωρών που ανήκαν στο Ανατολικό Μπλοκ εξακολουθεί να μας απασχολεί και μέσα από τις προσεγγίσεις του να καταδεικνύει το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι. Πιο συγκεκριμένα στην Πολωνία, την προηγούμενη δεκαετία αναδείχθηκε ένας μοναδικός auteur. Ο λόγος για τον Pawel Pawlikowski ο οποίος μάγεψε το κοινό τόσο με την Ida όσο και με το Cold War. Την ίδια δεκαετία ως σκηνοθετικό όνομα στην κινηματογραφική ιστορία της ίδιας χώρας προστίθεται ο Jan P. Matuszynski. Σκηνοθέτης της πολωνικής πρότασης για τα Όσκαρ, Τα Ίχνη της Βίας.
Μετά από το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του με το Cold Dive και αφού με το The Last Family καταπιάστηκε με τη ζωή της οικογένειας του «ζωγράφου των εφιαλτών», Zdzislaw Beksinski.
Ο Matuszynski βουτά στο παρελθόν της χώρας του και ιδιαίτερα σε ένα περιστατικό το οποίο είχε απασχολήσει την κοινή γνώμη το 1983. Με Τα Ίχνη της Βίας επιχειρεί να κάνει γνωστό αυτό το περιστατικό στο κοινό. Καταφέρνει, όμως, να αποφύγει αρκετούς από τους σκοπέλους που ελλοχεύουν σε τέτοιου είδους απόπειρες;
Ο 18χρονος Grzegorz Przemyk συλλαμβάνεται από την πολιτοφυλακή και οδηγείται στο τμήμα όπου ξυλοκοπείται άγρια. Μερικές μέρες αργότερα υποκύπτει στα τραύματά του. Μόνος μάρτυρας του περιστατικού, ο φίλος του, Jurek ο οποίος συνελήφθη μαζί του.
Από τη μια ο ρυθμός χωλαίνει επικίνδυνα μετά το πέρας της πρώτης ώρας για να αρχίσει σταδιακά να φαίνεται η έλλειψη σκηνοθετικής φειδούς και η ανασφάλεια στη διήγηση
Το περιστατικό μαθαίνεται τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Αυτό εκκινεί μια σειρά από γεγονότα που θα φέρουν στο προσκήνιο τη διαφθορά του πολιτικού στερεώματος. Γεγονότα που θα μετατρέψουν τον Jurek και τους κοντινούς του σε εχθρούς τού καθεστώτος.
Ο Matuszynski ξεκινά την ταινία με έναν τρόπο που δείχνει τη διάθεσή του να μιλήσει με μια σκηνοθετική γλώσσα περίτεχνη αλλά ταυτόχρονα ωμή. Μέσα από κινούμενα μονοπλάνα τοποθετεί τον θεατή στο κέντρο των γεγονότων. Τον κάνει σχεδόν να συμμετέχει στην καθημερινότητα, τη σύλληψη και τον ξυλοδαρμό του νεαρού Przemyk. Και είναι γεγονός πως αυτή η έναρξη προδιαθέτει με τον καλύτερο τρόπο τον θεατή για ένα φιλμ τολμηρό αλλά και άμεσο. Όπως γεγονός είναι πως σε αρκετά από τα κεντρικά σημεία της πλοκής, όπως στην κηδεία του νεαρού, ο σκηνοθέτης δείχνει τις πραγματικές του αρετές.
Σταδιακά, όμως, η ταινία αρχίζει να ξεφουσκώνει. Θέλοντας να αποκτήσει μια χροιά θρίλερ και να δείξει τις προεκτάσεις αυτού του γεγονότος. Αυτό την αναγκάζει να επωμιστεί πολύ περισσότερες ευθύνες από αυτές που χρειάζονται για να ειπωθεί η συγκεκριμένη ιστορία.
Από τη μια ο ρυθμός χωλαίνει επικίνδυνα μετά το πέρας της πρώτης ώρας. Σταδιακά να φαίνεται η έλλειψη σκηνοθετικής φειδούς και η ανασφάλεια στη διήγηση. Από την άλλη, φαίνεται ότι δεν μπορεί να κατασταλάξει σε κάποιο ενιαίο ύφος. Ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα σε μια αγωνία η οποία δεν κλιμακώνεται. Εντάσεις οι οποίες δεν έχουν διάρκεια και ενίοτε αντίκτυπο, αφαιρώντας αρκετά από τα στοιχεία που καθιστούν την πλοκή συνεκτική.
Η εμμονή του δημιουργού να καταδείξει τη σήψη του καθεστώτος σε όλα τα επίπεδα, αποδιοργανώνει τη σκηνοθεσία του σε σημείο που κάθε μέτρο χάνεται. Οι «κακοί» της ιστορίας μοιάζουν τόσο μονοδιάστατοι και βλακωδώς «σατανικοί» που η όποια κριτική θα ήθελε ενδεχομένως να ασκήσει, μοιάζει γραφική.
H ιστορία που διηγείται καταλήγει να φαίνεται μη πιστευτή
Αφαιρώντας την ανθρώπινη υπόσταση από τα υποκείμενα που εξετάζει και ανάγοντάς τα σε καρτουνίστικες παρωδίες σε μια υποτιθέμενα ρεαλιστική ταινία, αρκετά από τα αφηγηματικά επιχειρήματα χάνονται. Και ως εκ τούτου η ιστορία που διηγείται καταλήγει να φαίνεται μη πιστευτή, ακόμα και αν αρκετά από τα περιστατικά τα οποία φαντάζουν γελοία συνέβησαν όντως.
Εν τέλει, αυτό είναι και το βασικότερο πρόβλημα της ταινίας. Δημιουργεί εμφανή δίπολα και προσπαθεί να εντάξει υπερβολικά πολλούς χαρακτήρες και παράλληλες αφηγήσεις, καταλήγοντας να μην εστιάζει επαρκώς σε σημεία που ενδεχομένως θα έπρεπε να έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα. Η ταινία ξεκινά αναφέροντας πως κάποιοι από τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις έχουν επινοηθεί. Aυτό όμως συμβαίνει ενώ είναι βασισμένη σε πραγματικές μαρτυρίες και γεγονότα. Μία τέτοια επιλογή μας δείχνει πως ο ίδιος ο δημιουργός δεν ήξερε τι ακριβώς να κάνει με το πρωτογενές υλικό του.
Τα ίδια τα σύνορα μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας θολώνουν και η όποια υποτιθέμενη αντικειμενικότητα πετάγεται από το παράθυρο. Και μαζί με αυτή και ένα φιλμ που για δυόμιση ώρες προσπαθεί να πείσει πως κάθε λεπτομέρεια που βλέπουμε επί της οθόνης είναι εξίσου σημαντική.
Ο Matuszynski εμφανέστατα προσπαθεί να δηλώσει πως απεχθάνεται τον κομμουνισμό. Ωστόσο, δεν καταφέρνει να δώσει αρκετά πειστικά επιχειρήματα γιατί η ρητορική του φαίνεται επιδερμική και έτσι αποτυγχάνει να κρατήσει το ενδιαφέρον. Και για να γυριστεί μια ταινία δυόμιση ωρών, πρέπει αν μη τι άλλο να τηρηθούν κάποιοι κανόνες που θα επιτρέψουν την ομαλή παρακολούθησή της.