Αν οι μπάντες χτίζονταν από σκηνοθέτες αντί για μουσικούς, οι Palaye Royale θα ήταν το έργο ζωής των Tim Burton και David Lynch. Όχι επειδή αντιγράφουν την αισθητική τους, αλλά επειδή την απορροφούν σχεδόν ενστικτωδώς. Κάθε live εμφάνισή τους θυμίζει ημιτελή σκηνή από κάποιο φανταστικό φιλμ τους, γεμάτη ένταση, θέατρο και παραίσθηση Οι Palaye Royale δεν εμφανίζονται ως απλό συγκρότημα πάνω στη σκηνή. Αυτό που παρουσιάζουν θυμίζει τελετουργική performance, ικανή να μεταμορφώσει τον χώρο σε κάτι αλλόκοσμο. Οι Palaye Royale αντιμετωπίζουν τη μουσική σαν εργαλείο αφήγησης. Στήνουν σκηνικά, χτίζουν χαρακτήρες και διαμορφώνουν ολόκληρα σύμπαντα πάνω στη σκηνή.
Όμως, πίσω από τους Palaye Royale δεν βρίσκονται οι δύο highly eccentric και artistic σκηνοθέτες. Βρίσκονται τρία αδέρφια — Remington Leith, Sebastian Danzig και Emerson Barrett — που ξεκίνησαν ζώντας μέσα σε αυτοκίνητο και παίζοντας όπου έβρισκαν χώρο, και ας έφτασαν σήμερα να γεμίζουν το Brixton Academy. Η αρχή τους δεν περιλάμβανε δισκογραφική στήριξη ούτε κάποιο μεγαλόπνοο σχέδιο προώθησης. Υπήρχε μόνο η εμμονή τους να ζήσουν τον κόσμο που είχαν φανταστεί. Και από την αρχή ήξεραν πως η μπάντα τους θα ήταν η ίδια η ιστορία που ήθελαν να βιώσουν.
Αυτό που είχαν στο μυαλό τους, βρήκε τελικά μορφή πάνω στη σκηνή. Οι Palaye Royale συνδυάζουν glam punk με θεατρική αισθητική και σκοτεινές εικόνες που παραπέμπουν σε gothic παραίσθηση. Η σκηνική τους παρουσία τείνει περισσότερο σε παράσταση, παρά σε συναυλία. Μπορείς να ακούσεις τα “Boom Boom Room” και “The Bastards” χωρίς να νιώσεις ότι ξεφυλλίζεις ένα graphic novel που ζωντανεύει μπροστά σου; Άλλωστε, το ίδιο το συγκρότημα περιγράφει τον εαυτό του ως art project, κάτι που αποτυπώνεται σε κάθε του κίνηση.
Όταν όλος αυτός ο κόσμος που είχαν φτιάξει σταμάτησε απότομα λόγω του lockdown, οι Palaye Royale δεν λύγισαν. Νοίκιασαν ένα παλιό, φημολογούμενα στοιχειωμένο σπίτι στο Hollywood και γύρισαν στις ρίζες του ήχου τους. Πέρασαν ώρες με πιάνο, Mellotron, θολές αναμνήσεις και λυρικές εμμονές. Ο Remington βρέθηκε μια νύχτα να κρύβεται κάτω από το κρεβάτι, μετά από μια συνάντηση με μια γυναίκα με λευκό φόρεμα, που μπήκε στο μπάνιο. Η σκηνή αυτή θα μπορούσε να είχε σκηνοθετηθεί από τους Tim Burton ή David Lynch — και αυτό από μόνο του λέει πολλά.

Ο δίσκος “Fever Dream” γεννήθηκε εκεί, μέσα σε μια αλλόκοτη ευδαιμονία απομόνωσης. Όχι σαν καταφύγιο, αλλά σαν καινούργιο storyboard. Χωρίς πίεση, χωρίς ρολόι, χωρίς τοξικότητα — ή τουλάχιστον με ειλικρινή προσπάθεια να την αποβάλουν. Το στούντιο έμοιαζε με Lynchian νυχτερινό εργαστήριο, όπου η δημιουργία ξεκινούσε στις 10 το βράδυ και τελείωνε τα ξημερώματα. Εκεί μπήκαν φωνές, φίλοι, πειραματισμοί και χαοτικά loops. Και μια παραδοχή: “There were no limits — we went as crazy as we could with it.”
Οπτικά, οι Palaye Royale μοιάζουν με βικτωριανή πασαρέλα περασμένη από ένα φίλτρο παρωδίας. Και όμως, διάολε, σε αυτούς δουλεύει. Έχουν εμφανιστεί σε επιδείξεις μόδας, art pop-up εκθέσεις και χώρους που μοιάζουν περισσότερο με εγκαταστάσεις τέχνης παρά με μουσικές σκηνές. Ο Sebastian ζει αποκλειστικά για το συγκρότημα, αφού δηλώνει πως δεν έχει άλλα χόμπι. Ο Remington το αντιμετωπίζει πιο θεατρικά — του αρέσει να τρομάζει ηλικιωμένους στις συναυλίες. Κι ο Emerson το φιλοσοφεί περισσότερο, βλέποντας στους Palaye Royale μια διαρκή εξερεύνηση του εαυτού μέσα από το χάος. Αν αυτό δεν περιγράφει ένα art-performance-collective, τότε τι άλλο θα μπορούσε;
Η αισθητική τους είναι αναπόσπαστο μέρος του ποιοι είναι. Ο παραλληλισμός με τον Tim Burton έρχεται σχεδόν αυτόματα. Στο video για το “Ma Chérie” με τον Kellin Quinn, εμφανίζονται σκηνές από το “Corpse Bride” χωρίς ίχνος ειρωνείας. Το κομμάτι μοιάζει να γράφτηκε για τα end credits της ταινίας. Ολόκληρος ο κόσμος τους – από τις στολές και τα μακιγιάζ έως τα graphic novels και τις συνεργασίες τους – θυμίζει σινεμά χωρίς τίτλους τέλους. Οι Palaye Royale μοιάζουν να κατοικούν σε ένα σύμπαν που ίσως να είχε φανταστεί – ή και να ήθελε να ζήσει – ο ίδιος ο Tim Burton.
Από την άλλη, ο τρόπος που αφηγούνται αυτά που ζουν και φτιάχνουν είναι γεμάτος αντιθέσεις. Υπάρχει ένταση, παραίσθηση, και στιγμές που δεν ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις ή να τρομάξεις. Η σκηνική τους παρουσία μοιάζει με κάτι ανάμεσα σε εφιάλτη του David Lynch και glam rock όπερα με στιλ Tim Burton. Είναι το είδος της μπάντας που μπορεί να ανοίξει συναυλία των Korn και ταυτόχρονα να αναφέρεται στον Shepard Fairey ή στον Warhol. Να εμφανίζεται σε φεστιβάλ δίπλα στους A7X και να ετοιμάζει ταυτόχρονα manga με τους εαυτούς της για ήρωες.
Αυτή η ένταση ανάμεσα σε αντιθέσεις — το ροκ και η επιτηδευμένη θεατρικότητα, το χιούμορ και η ειλικρίνεια, το χάος και η στόχευση — δεν σταματά στη σκηνή. Μεταφέρεται στο κοινό. Η φανατική τους βάση — οι Soldiers of the Royal Council — συμμετέχει ενεργά σε μια κοινή εμπειρία. Μέσα από δράσεις στα social media, συναντήσεις και προσωπική επαφή, οι Palaye Royale χτίζουν κάτι που μοιάζει περισσότερο με οικοδόμημα παρά με καριέρα. Θέλουν να δημιουργήσουν χώρους, συλλογικότητες, στέκια· ένα ολόκληρο σύστημα που ζει και αναπνέει. Κι αυτό τους φέρνει πιο κοντά σε ένα ρεύμα παρά σε αυτό που λέμε “επιτυχία”. Ίσως τελικά να μη χρειάζεται να φτιάξουν μπάντα οι Tim Burton και David Lynch. Υπάρχει ήδη — και λέγεται Palaye Royale.