Εισαγωγή που συντάχθηκε μετά το πέρας γραψίματος του κειμένου. Το κείμενο αυτό ξεκίνησε ως «ακόμα ένα review». Το «μπόι που πέταξαν» οι Yovel με το “Forthcoming Humanity”, μου απαγορεύει (ναι, χωρίς εισαγωγικά) να το αντιμετωπίσω ως «ακόμα μία κυκλοφορία». Δεν ξέρω πολλούς που έστω να επιγχείρησαν να συνθέσουν ένα album πάνω στο έργο του Λειβαδίτη.
Τους Yovel δεν τους ξέρω προσωπικά, χαίρουν όμως της εκτίμησής μου για λόγους ανεξαρτήτους από τη μουσική. Aυτό όμως δεν μειώνει τη συνθετική τους ικανότητα, απλά τη φέρνει σε δεύτερη μοίρα στα μάτια μου. Θεωρώ ότι θέλει πολλά κιλά… κότσια να μιλήσεις για θέματα που αρκετοί τα «θυσιάζουν» στον βωμό της δημοφιλίας.
Οι Αθηναίοι blacksters, δύο χρόνια μετά το εντυπωσιακό τους ντεμπούτο Hɪðəˈtu επιστρέφουν με ένα πρωτόγνωρο εγχείρημα. Το οποίο για να προσεγγίσουμε σωστά, στην ολότητα του και με τον σεβασμό που του αρμόζει, θα κάνουμε πρώτα μία στάση στην Αθήνα του 1922.
Αιτία για αυτήν μας την παρένθεση είναι η γέννηση του Τάσου Λειβαδίτη. Ενός ποιητή που εσχάτως, λαθεμένα, συνδέεται αποκλειστικά με τον έρωτα. Ο Λειβαδίτης απέκτησε το προσωνύμιο «Ποιητής του Έρωτα και της Επανάστασης», αφού τα έργα του είχαν σε αρκετές περιπτώσεις – στις περισσότερες για την ακρίβεια – έντονα στρατευμένο χαρακτήρα. Επίσης, ο ίδιος ο ποιητής δεν έλειψε ποτέ από τα πεδία των μαχών ως φυσική παρουσία.
Δεν χρειάζεται να έχεις ακούσει τους Yovel, δεν χρειάζεται να ακούς καν black metal για να αγκαλιάσεις το εγχείρημα του Forthcoming Humanity
Για τον Τάσο Λειβαδίτη θα μπορούσαμε να χύσουμε τόνους μελάνης. Να αναλύσουμε το γιατί δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι ένας ποιητής με τόσο έντονη πολιτική δράση κατάφερε να περιγράψει τόσο εύστοχα τον έρωτα. Όμως σε αυτό το βήμα έχουμε βρεθεί για άλλο λόγο. Έχουμε βρεθεί για να δούμε πώς τον προσέγγισαν οι Yovel. Να δούμε τι κατάφεραν μέσα από τη δεύτερη δουλειά τους, η οποία επαναλαμβάνω είναι ένα τρομερά δύσκολο εγχείρημα.
Τέλος να αναφέρω πως με τον Τάσο Λειβαδίτη και το έργο του είχα έρθει σε επαφή πολύ πριν μας τον «συστήσουν» τα social media. Προσθέτως, ήμουν – και παραμένω – αρκετά απαιτητικός και επιφυλακτικός απέναντι σε τέτοιου είδους απόπειρες.
Το πρώτο που θα ακούσει κάποιος μουσικά στον δίσκο είναι ότι ο ήχος του συγκροτήματος έχει πλησιάσει περισσότερο σε μονοπάτια της σχολής Summoning (ίσως και Caladan Brood). Θεωρώ ότι πρόκειται για συνειδητή επιλογή, καθώς προσπαθούν να δώσουν έμφαση στους στίχους. Αυτό όμως το έχουν κάνει και άλλοι στο παρελθόν. Απλά το μόνο που είχαν καταφέρει ήταν να δημιουργήσουν δίσκους-μουσικά χαλιά. Το αποτέλεσμα αυτό, συχνά, είναι έως και απογοητευτικό.
Εδώ όμως δεν έχουμε με μία τέτοια περίπτωση. Ορθώς οι Yovel επέλεξαν να μετατρέψουν τον δίσκο τους Forthcoming Humanity σε ένα concept album. Αυτό τους δίνει τον «χώρο» να τονίσουν τους στίχους που θέλουν με απαγγελίες και άλλες φορές να το κάνουν μέσα από το «χρώμα» της μουσικής τους.
Ορθώς οι Yovel επέλεξαν να μετατρέψουν το Forthcoming Humanity σε ένα concept album
Πριν μιλήσουμε βήμα-βήμα για τον δίσκο, ας σταθούμε στο όνομα του, το οποίο δεν προέρχεται από κάποιο συγκεκριμένο ποίημα. Η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω, είναι ότι σε έναν βαθμό εμπνέεται από ένα από τα γνωστότερα έργα του ποιητή. Το «Αν θες να λέγεσαι άνθρωπος» και από τον ουμανιστικό προσανατολισμό του έργου του στο σύνολο του.
Είναι δύσκολο να εντυπωσιάζεσαι από τον τίτλο ενός album και εδώ μου συνέβη ακριβώς αυτό. Θα τους ήταν πολύ εύκολο να απομονώσουν ένα χωρίο από κάποιον στίχο του. Αντ’ αυτού – θέλοντας να αποτίνουν και φόρο τιμής στο έργο του, αλλά και στην τέχνη του – επιλέγουν να «πλάσουν» τον δικό τους τίτλο. Η επιλογή τους αυτή μας δείχνει και κάτι ακόμα. Οι Yovel δεν σκοπεύουν να είναι κομπάρσοι στον ίδιο τους δίσκο και αυτό είναι η μεγαλύτερη «καλλιτεχνική μαγκιά» της εν λόγω κυκλοφορίας.
Σε χαλεπούς πολιτικά καιρούς, οι Yovel επιλέγουν να ανοίξουν μία κουβέντα που η επίσημη «διανόηση» του τόπου δεν τολμά να αγγίξει. Προσωπικά, αυτό θεωρώ ότι γίνεται γιατί οι μνήμες είναι ακόμα νωπές και τα γεγονότα δεν είναι εύκολο να διαστρεβλωθούν. Η μπάντα όμως, οπλισμένη με την υπεροπλία που της δίνει η πλευρά που έχει επιλέξει, δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα να καταπιαστεί με τέτοια ζητήματα.
Debout les Morts: Η πρώτη πράξη του δίσκου ξεκινάει με αποστομωτική απαγγελία της Αντριάνας Ανδρέοβιτς. Εκφωνεί αποσπάσματα από το ποίημα Φυσάει Στα Σταυροδρόμια Του Κόσμου. Η μουσική που συνοδεύει τη φωνή της, ακουστική, λιτή και μελαγχολική δίνει έναν τόνο συντριπτικής θλίψης.
Είναι μία avant-garde black metal σύνθεση, άκρως εμπνευσμένη και artistic
Τα σημεία που έχουν επιλέξει παρουσιάζουν ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αφού όσο άρτια και αν είναι η καλλιτεχνική εκτέλεση – που είναι – το μήνυμα που θέλουν περάσουν είναι ακόμα σημαντικότερο.
Μόνο τυχαίο δε θεωρώ την επιλογή στίχων με λέξεις που έχουν το δικό τους ειδικό βάρος, όπως «δολοφόνοι», «γιε μου», «βοήθεια» μέσα από τις οποίες μπορούμε να κάνουμε τη σύνδεση παρελθόντος (μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για ποίημα που γράφτηκε το 1953), παρόντος (δολοφονία Παύλου) αλλά και μέλλοντος μέσω ενός στίχου. «Και τότε ξανάρχισε ο άνεμος κι ολάκερο το πλήθος σάλεψε κι άρχισε να προχωράει… Είμαστε εμείς που δεν έχουμε τίποτα και ερχόμαστε να πάρουμε τον κόσμο.» που αποτελεί μία – ανανεωμένη πλέον – παρακαταθήκη για το μέλλον.
Peace: Μένουμε στο ίδιο ποίημα και πλέον περνούμε, ηχητικά, σε πανέμορφο black metal. Ακούμε ξανά μία απαγγελία, αυτή τη φορά όμως η φωνή της Αντριάννας είναι οργισμένη, αποφασιστική και μία γαλήνη σαν αυτή που έρχεται πριν από το αστροπελέκι (ω ναι, το έκανα). Όμως έχουμε και brutal φωνητικά, τα οποία, αν δεν κάνω λάθος, επί της ουσίας αποδίδουν – σε ελεύθερη μετάφραση – το νόημα των στίχων στα Αγγλικά.
Μουσικά οι Yovel έχουν κατορθώσει να αποδώσουν τα αποσπάσματα που έχουν επιλέξει για το Forthcoming Humanity
Woe to the Vanquished: Στην αρχή ακούμε απόσπασμα από τον λόγο του προοδευτικού Αμερικανού Paul Robeson. Στην περίπτωση που το όνομα του δε σας λέει κάτι, μπορείτε να κάνετε μία αναζήτηση για ανθρώπους που έφυγαν από το New Jersey και πήγαν στην Ισπανία για να πολεμήσουν στο πλευρό των δημοκρατικών. Θα αποφύγω να κάνω αναδρομή στα γεγονότα και θα αρκεστώ σε μία ελλιπή ομολογουμένως σύνοψη. Θα αναφέρω μόνο ότι ο Robeson άνοιγε από το ’30 στις ΗΠΑ το θέμα των φυλετικών διακρίσεων – σας θυμίζει κάτι;
O τίτλος του κομματιού είναι η Αγγλική μετάφραση του Λατινικού “Vae Victis” και χρησιμοποιείται για τις συνέπειες του πολέμου. Διάβασα τους στίχους του τραγουδιού επανειλημμένα, όμως δεν καταφέρω να βρω κάποιο ποίημα από το οποίο να έχουν παρθεί. Θεωρώ – και κάπως αυθαίρετα μάλιστα – ότι αποτελούν προϊόν της έμπνευσης των ίδιων και τολμώ να πω ότι θα σας αφήσουν άναυδους. Το τραγούδι, ως καλλιτεχνικό δημιούργημα, είναι μία avant-garde black metal σύνθεση, άκρως εμπνευσμένη και artistic.
Oι Yovel επαναφέρουν στη μνήμη τη συνθήκη της Βάρκιζας και, αν με ρωτάτε, ο λόγος που το κάνουν είναι για να τονίσουν το ηθικό πλεονέκτημα
To Arms: Επιστρέφουμε στον ποιητή και σε αποσπάσματα από το έργο του «Συμφωνία αρ. 1». Αρχικά το γράφω τώρα για να μην το ξεχάσω «Τί riff είναι αυτό;». Η απαγγελία επιστρέφει, με αφηγηματικό τόνο. Κρύβει και έναν πόνο, τον οποίο τονίζει εύστοχα ένα μελαγχολικό ηλεκτρικό θέμα στην κιθάρα. Με τον ήχο σειρήνων πολέμου γίνεται η πάσα στους Yovel, όπου ένα drumming old school black metal και ένα ξύσιμο – Σκανδιναβικής θα έλεγα – απελπισίας αποτελούν τον προάγγελο ενός κομματιού γεμάτου συναισθήματα. Προς το finale δε, ένα υπέροχο riff (μα τι riff είναι αυτό) και τα άψογα ως προς την τοποθέτησή τους brutal φωνητικά, χτίζουν την καλύτερη ως τώρα μουσική στιγμή του δίσκου.
Epitaph: Εδώ οι Yovel επαναφέρουν στη μνήμη τη συνθήκη της Βάρκιζας και, αν με ρωτάτε, ο λόγος που το κάνουν είναι για να τονίσουν το ηθικό πλεονέκτημα. «Στίχοι γραμμένοι σε πακέτα από τσιγάρα» είναι το ποίημα που έχουν επιλέξει για αυτό το κομμάτι. Μουσικά, ακούμε μία στιβαρή συνύπαρξη ακραίου και μελωδικού ήχου. Ίσως ακούγεται απλό, όμως συμβαίνει τόσο στα φωνητικά, όσο και στα υπόλοιπα όργανα. Και δεν το κάνουν με τον εύκολο τρόπο, δηλαδή καθαρά φωνητικά πάνω σε ακουστικά αρπίσματα, αλλά τα συνδυάζουν όλα, πραγματικά όλα.
Συνοδεύουν ακριβώς όπως πρέπει τις απαγγελίες, δημιουργούν συναισθήματα και εικόνες
So our flags were born: Με αποσπάσματα από τη «Μάχη στην άκρη της νύχτας» μας υποδέχεται και εδώ έχουμε μία ωραία εκτελεσμένη μουσικά ιδέα. Ακούμε δύο διαφορετικών χροιών brutal φωνητικά, που αποκτούν ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν διαβάσουμε και τους στίχους που τραγουδούν.
Επειδή ήδη έχω ξεπεράσει τις 1200 λέξεις και ο Φοίβος που θα κάνει την επιμέλεια του κειμένου ξέρει που μένω, ας ορίσουμε μία σταθερά και ένα δεδομένο. Μουσικά οι Yovel έχουν κατορθώσει να αποδώσουν τα αποσπάσματα που έχουν επιλέξει. Καταφέρνουν να χρωματίζουν τις συνθέσεις με μπογιές που ταιριάζουν στο νόημα. Συνοδεύουν ακριβώς όπως πρέπει τις απαγγελίες, δημιουργούν συναισθήματα και εικόνες. Επίσης να προσθέσω το εξής, ένιωθα σχετικά ένοχος όποτε άκουγα Mgla (μεταξύ σοβαρού και αστείου), πλέον οι Yovel έρχονται να με βγάλουν από αυτήν την άβολη θέση. Νομίζω ότι περιέγραψα πλέον επαρκώς πόσο υψηλά έχω σε εκτίμηση τη μουσική του album.
New Planet Earth: Επιστρέφουμε στη «Συμφωνία αρ. 1» και αν δούμε λίγο από μακριά τη νοηματική συνοχή που χωρίζει τα δύο κομμάτια που πατούν στο ίδιο ποίημα, δεν μπορούμε παρά να τους βγάλουμε το καπέλο. Για ακόμα μία φορά. Επίσης, πρόκειται για το δεύτερο πιο αγαπημένο μου κομμάτι του δίσκου και όχι, το πρώτο δεν το έχω αναφέρει ακόμα.
Οι Yovel παίρνουν θέση στο πλευρό αυτών που μαχαιρώνονται και ποδοπατιούνται έξω από κοσμηματοπωλεία
Forthcoming Humanity: Φτάνουμε στην τελική ευθεία και ακούμε το ομώνυμο κομμάτι, το οποίο είναι και κατ’ εμέ η δυνατότερη στιγμή του δίσκου. Ίσως το γεγονός ότι δεν πατούν πάνω σε κάποιο ποίημα, αλλά εξ ολοκλήρου στις δυνάμεις τους, τους έδωσε την ελευθερία να εκφραστούν ακριβώς όπως ήθελαν.
Love: Και πώς κλείνεις έναν τέτοιο δίσκο αν είσαι ο δημιουργός; Και γιατί να κλείσει ένας τέτοιος δίσκος αν είσαι ακροατής; Αλήθεια αν μου έλεγαν με ένα ποίημα του να περιγράψω τον Λειβαδίτη, θα επέλεγα το «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας». Συνδυάζει και τον Έρωτα και την Επανάσταση, γιατί δε γίνεται αλλιώς, ο ρομαντισμός δεν είναι ούτε επιλεκτικός ούτε σαχλός, είναι ακριβώς αυτό που εξύμνησε στο σύνολο του έργου ο Τάσος Λειβαδίτης. Σας προκαλώ να ακούσετε το συγκεκριμένο τραγούδι χωρίς να ανατριχιάσετε. ΠΑΜΕ!
Οι Yovel έθεσαν τον πήχη για τους εαυτούς τους σε δυσθεώρητα επίπεδα. Και τον ξεπέρασαν.
Επί σειρά ετών μαίνεται η διαφωνία αν η τέχνη πρέπει να είναι στρατευμένη ή αν είναι εξ ορισμού της. Προσωπικά ανήκω στο δεύτερο κόμματι, αφού πιστεύω ακράδαντα πως όποτε επιλέγεις να μην πάρεις θέση, πάντα στο τέλος το έργο θα χρησιμοποιηθεί από κάποιον για τους δικούς του σκοπούς, εκτός αν πάρεις εξαρχής. Και οι Yovel πήραν, όπως έχουν ξανακάνει και όπως εικάζω ότι θα ξανακάνουν στο μέλλον. Πήραν θέση στο πλευρό αυτών που μαχαιρώνονται, ποδοπατιούνται έξω από κοσμηματοπωλεία, χάνουν τη ζωή τους από γόνατα οργάνων καταστολής, πήραν το μέρος των κατατρεγμένων και για αυτό αξίζουν σεβασμό. Αξίζουν όμως και θαυμασμό, γιατί είχαν και το θάρρος και το ταλέντο να το κάνουν.
Υγ: Και επειδή ξεκίνησε ως review ορίστε και ο βαθμός μου: 100/10