Το να κάνω το ντεμπούτο μου στο DEPART, με τον Παύλο Παυλίδη, είναι μία συγκυρία που -στο ρομαντικό μου μυαλό που όλο ψάχνει συνδέσεις- δεν μπορεί να μην εκτιμηθεί. Ας γίνει λοιπόν, αυτός ο μελαγχολικός στιχουργός με την αντιφατικά δυναμική μουσική του, η μούσα μου για ό,τι ακολουθήσει.
Καλλιτέχνης που μεσουράνησε στα ‘80s και ‘90s, φέρνει ακόμα και τώρα στις δημιουργίες του αυτήν την ονειροπόλα ματιά των παιδιών με τις τζιν σαλοπέτες και τα στερεοφωνικά. Απαραίτητο ντεκόρ κάθε εφηβικού δωματίου. Ο Παύλος Παυλίδης, στα εξήντα του πια, αποτυπώνει με στίχους και μουσική τη φαντασία μιας νιότης που λείπει. Ακόμα και σε όσους δεν τη ζήσαμε από πρώτο χέρι.
«Μωρό στη Φωτιά» κι εκείνος, το σπίρτο έχει ήδη ανάψει από το ’87. Κάθε στίχος μιλά για παραίτηση και κάθε νότα αντιμιλά με την ένταση του ροκ. Αυτή η ισορροπία μεταξύ απογοήτευσης και οργής, αυτό το πινγκ-πονγκ από τη μοναξιά προς την εξωστρέφεια και πάλι πίσω, σκιαγραφούν το προφίλ του Έλληνα καλλιτέχνη.
Στα Ξύλινα Σπαθιά, αναδεικνύεται πια καθαρά και αυτόνομα η στιβαρή καλλιτεχνική μορφή του Παύλου Παυλίδη, ως τραγουδιστή, κιθαρίστα και στιχουργού. Το συγκρότημα ταρακούνησε την ελληνική ροκ, εισάγοντας ήχο ξεσηκωτικό αλλά όχι αποπροσανατολισμένο. Ανεβαστικό αλλά όχι ανάλαφρο. Η μουσική που γράφει ο Παύλος Παυλίδης διατηρεί τη συγκρότηση της έκφρασης αλλά αποκτά ταυτότητα διαφορετική. Οι αυτοσχεδιασμοί και τα ξέφρενα σόλο στις συναυλίες της εποχής είναι χαρακτηριστικές αυτού του ατίθασου, άγριου συγκροτήματος που ένωσε τη γενιά των ‘90s κάτω από τον ιδρώτα του χορού, τις ανησυχίες που εξατμίζονταν με τον καπνό του στριφτού τσιγάρου και τις διεσταλμένες κόρες μέσα στο σκοτάδι της σκηνής.
Η μπάντα διαλύεται το 2003, και έκτοτε ο Παύλος Παυλίδης ακολουθεί τον δικό του δρόμο δημιουργίας
Τα εμβληματικά anthems του συγκροτήματος, “O Βασιλιάς της Σκόνης” και το “Λιωμένο Παγωτό” έχουν γράψει ιστορία, με τον ηλεκτρισμό της μουσικής και με τον πόνο – αλλά όχι την παραίτηση – στον στίχο. Μιλούν για την άβυσσο της εξάρτησης και την αποξένωση. Για τον κόσμο που όλο αλλάζει και μας παρασέρνει στις δίνες του. Άλλα υπέροχα τραγούδια της εποχής εκείνης, είναι επίσης η “Αδρεναλίνη”, για την άρνηση του συμβιβασμού και η “Σιωπή”, για τη νοσταλγία και την απώλεια. Οι στίχοι αποπνέουν έναν σουρεαλισμό, μια σκοτεινιά, μία αίσθηση πως κοιτάζουν πέρα από της κουρτίνες της καθημερινότητας, στον προσωπικό, ανυπεράσπιστο λαβύρινθο κάθε ασυμβίβαστης ψυχής.
Η μπάντα διαλύθηκε το 2003, και έκτοτε ο Παύλος ακολούθησε τον δικό του δρόμο δημιουργίας. Παράλληλα κάποια στιγμή συνεργάστηκε και με τους B-Movies. Το στυλ του, μουσικό και στιχουργικό, αλλάζει.
Από το 2006 μέχρι το 2021, έχουν κυκλοφορήσει τα άλμπουμ του “Άλλη μια Μέρα”, “Αφού Λοιπόν Ξεχάστηκα”, “Αυτό το Πλοίο που όλο Φτάνει”, “Ιστορίες που Ίσως Έχουν Συμβεί”, “Στον Διπλανό Ουρανό”, “Μια Πυρκαγιά σ’ ένα Σπιρτόκουτο” και “Μαύρο Κουτί”.
Η μουσική του, εδώ, βαδίζει σε ρυθμούς πιο αργούς, και συνοδεύεται από μία εξίσου βελούδινη χροιά. Η φωνή του Παύλου Παυλίδη δίνει την αίσθηση μιας νωχέλειας και οι νότες ακολουθούν, σαν υπνωτισμένες, αυτή τη νέα κατεύθυνση.
Οι δημιουργίες στη σόλο καριέρα του, δίνουν την αίσθηση μιας κατασταλαγμένης προσωπικότητας. Μιας ήρεμης δύναμης, θα λέγαμε. Δίνουν, ακόμα, την αίσθηση μιας στατικότητας, με την πιο θετική και υπερβατική έννοια. Ο Παύλος Παυλίδης παρατηρεί, μένει ακίνητος, σε έναν κόσμο που ταξιδεύει και στροβιλίζεται γύρω του. Πλοία χωρίς λιμάνι, το ημίφως του δειλινού και οι σκιές του, θολές μορφές, ο χρόνος και οι αναμνήσεις που γλιστρούν σαν άμμος μέσα απ’ τα δάχτυλα.
Οι ήρωες των στίχων δε βρίσκονται πια σε μία έξαλλη απόγνωση, αλλά έχουν εξελιχθεί εσωτερικά
Τα τραγούδια του γίνονται βαθιά και ποιητικά, ισορροπούν ανάμεσα στη μελαγχολία και τη γαλήνη. Αποκτούν μία διάσταση του ονείρου, γεμίζουν με εικόνες της θάλασσας και του ουρανού. Οι ήρωες των στίχων δε βρίσκονται πια σε μία έξαλλη απόγνωση, αλλά έχουν εξελιχθεί εσωτερικά. Ίσως να έχουν κουραστεί και λίγο από τη μανία των αναζητήσεων. Έχουν αποδεχτεί με ωριμότητα το πεπρωμένο του ανικανοποίητου και ξεχύνονται σε μία παρατήρηση και μία εξερεύνηση του κόσμου, των εμπειριών και των νοημάτων.
Για να σας βάλω λίγο στο κλίμα, ας κάνω μία μικρή αναφορά σε κάποια δικά μου αγαπημένα, από όλο το εύρος της δισκογραφίας του.
Το “Άλλη μια Μέρα” (από τον ομώνυμο δίσκο του 2006), για τον φαύλο κύκλο ελπίδας και διάψευσης σε μία καθημερινότητα που μας κατατρώει. Ο “Μόχα” (“Αφού Λοιπόν Ξεχάστηκα”, 2007), ο τρελός ναύτης με τη σοφία της θάλασσας και των ταξιδιών στην πλάτη του, που η στεριά ποτέ δεν τον κρατά και η περιπέτεια έγινε η μοίρα του, από επιλογή ή από ανάγκη ούτε ο ίδιος δε γνωρίζει. Η “Λευκή Καταιγίδα” (“Αυτό το Πλοίο που Όλο Φτάνει”, 2010), για το μετάνιωμα μιας χαμένης αγάπης που ήταν ικανή ν’ αλλάξει τον κόσμο μας – και ίσως ακόμα τον αλλάζει, με την απουσία της.
Και ξαφνικά, ο ήχος επανέρχεται πιο δυναμικός, πιο ξέφρενος και πάλι ηλεκτρονικός ενώ η φωνή του μιλάει με ένταση και όχι πια με τη γαλήνη που ξέραμε
“O Χρόνος” (“Στον Διπλανό Ουρανό”, 2015) γίνεται ένα ανέμελο παιδί, που παίζει με την αιωνιότητα όπως θα έπαιζε με μία μπάλα και βγάζει γλώσσα στον Θάνατο, αφού οι μικρές ζωές των ανθρώπων είναι γι’ αυτόν μία ταινία που όταν έρθουν οι τίτλοι τέλους, θ’ αλλάξει απλώς κανάλι. “Η Πυρκαγιά σ’ ένα Σπιρτόκουτο” (ομώνυμο άλμπουμ του 2016), ένα τραγούδι σε σουρεάλ αποχρώσεις, με την παραζάλη εικόνων μιας παραλίγο ψυχεδέλειας, για το χάος του πλήθους, τα αλλόκοτα παιχνίδια των σκιών και το μάταιο κυνήγι μιας απώλειας. Και τέλος, έχω βρεθεί “Στο Μάτι του Κυκλώνα” (2021), όπου επικρατεί η πλήρης ακινησία, η απόλυτη ηρεμία, η επιθυμία να βρούμε το λιμάνι μας και να βυθιστούμε στη γαλήνη των πραγμάτων, όσο λυσσασμένα κι αν αλλάζει ο κόσμος γύρω μας.
Ο Παύλος Παυλίδης δε μας αφήνει παραπονεμένους για πολύ. Έχει ήδη κυκλοφορήσει το νέο του άλμπουμ, “Μπρανκαλεόνε”, από τον Απρίλιο του 2024. Και είναι ένα άλμπουμ που αλλάζει πολλά.
Το “Μπρανκαλεόνε”, άξαφνα τόσα χρόνια μετά, αποδεσμεύεται από τις έως τώρα μουσικές φόρμες του Παυλίδη. Θυμίζει έντονα κάτι από την εποχή των Ξύλινων Σπαθιών, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά. Ο ήχος επανέρχεται πιο δυναμικός, πιο ξέφρενος και πάλι ηλεκτρονικός ενώ η φωνή μιλάει με ένταση και όχι πια με τη γαλήνη που ξέραμε. Οι στίχοι ακολουθούν στο ίδιο μοτίβο, κάπως πιο αναστατωμένοι ξανά, πιο σίγουροι ακόμα και για την αβεβαιότητά τους. Πιο περήφανοι για το χάος τους. Και κατρακυλούν πιο γρήγοροι, ορμητικοί, χωρίς να τους αρκούν πια η ηρεμία και η στασιμότητα.
Έχουμε μία ελπίδα ότι η τέχνη πάντα θα βρίσκει τρόπο να φωτίζει ακόμα και τα πιο σκοτεινά υπόγεια
Ξεκινώντας με το “Μπρανκαλεόνε”, το άλμπουμ μας εισάγει στο σύμπαν ενός περιπλανώμενου και αναποφάσιστου, που όμως, δεν πτοείται από την αναποφασιστικότητα και τους δισταγμούς του. Αντίθετα, τα κάνει όπλα και κίνητρα για να ξεκινήσει το ταξίδι του, δίνοντας σε όλους εμάς την ελπίδα πως, ακόμα κι όταν νιώθουμε χαμένοι, πάντα θα βρούμε μέσα μας τη δύναμη να προχωρήσουμε. Άλλωστε, δεν έχει σημασία πού πηγαίνεις, αρκεί να πηγαίνεις κάπου. Αρκεί να μη σου τρώει ο φόβος όλες σου τις ευκαιρίες. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται το “Δεν Ξέρω”, όπου ο ήρωας αναγνωρίζει το χάος του αλλά αντί να τον τρομάζει, το κοιτάζει κατάματα· ο Νίτσε θα ήταν περήφανος.
Το τραγούδι με τον ειρωνικό τίτλο “Σόσιαλ” μιλά για την απομόνωση που προκύπτει από την επιφανειακή επικοινωνία των ανθρώπων σήμερα. Οι λέξεις παρερμηνεύονται, οι σκέψεις εμποδίζονται και όλα ομογενοποιούνται χωρίς ταυτότητα, ενώ κάθε μέρα είναι μία προσποίηση, μία μονότονη οφθαλμαπάτη που επαναλαμβάνεται.
Πολύ ενδιαφέρον είναι ότι, λίγο μετά στο άλμπουμ, έρχεται το “Ερχόμαστε από τον Ορίζοντα”, σαν τολμηρή απάντηση: «η ποίηση δε θα εξαφανιστεί». Με την αναφορά σε καλλιτέχνες – σύμβολα της αθανασίας της τέχνης, ενώ παράλληλα βλέπουμε έναν κόσμο εντελώς αγνώριστο, έχουμε μία ελπίδα ότι η τέχνη πάντα θα βρίσκει τρόπο να φωτίζει ακόμα και τα πιο σκοτεινά υπόγεια, πάντα θα επιβιώνει, ακριβώς επειδή είναι συνώνυμη με την ουσία του ανθρώπου.
Η ποικιλία στο έργο του Παύλου Παυλίδη επιτρέπει σε μεγάλο κοινό να ακολουθήσει τις μουσικές του δημιουργίες
Το “Κορίτσι με το Κόκκινο Παλτό” είναι αντιπροσωπευτικό των εικόνων που περιγράφει ο γεμάτος φαντασία Παύλος Παυλίδης. Το κορίτσι που συναντά ο αφηγητής σε κάποιον δρόμο, ζωντανεύει τα πάντα γύρω του με το έντονο χρώμα που φορά, κεντρίζει το βλέμμα του και τα πάντα φαίνονται στο αληθινό τους φως… ένα τραγούδι για το πώς ακόμα και οι πιο φευγαλέες, μικρές στιγμές – αν έχουμε μάτια να τις δούμε – μπορούν να είναι έντονες, να μας μεταμορφώσουν και να επηρεάσουν την πορεία μας. Κάτι ανάλογο νιώθουμε και με τον “Γκωγκέν”, όπου ο ήρωας απογοητεύεται αρχικά από την τρέλα και την κακία του κόσμου, αλλά, βρίσκει ένα μικρό καταφύγιο μέσα στις δικές του σκέψεις και ξαφνικά αυτό είναι αρκετό για να τον σώσει.
Το άλμπουμ κλείνει με τους “Δαίμονες”, όπου ο αφηγητής εκφράζει μία αίσθηση προδοσίας, νιώθοντας πως όσα βρίσκονται γύρω του τον βλάπτουν και τον εγκαταλείπουν. Αυτό συμφωνεί με την παρακμή των σχέσεων για την οποία μιλάει ο Παυλίδης σε όλο το άλμπουμ. Στο τέλος του τραγουδιού, όμως, έχουμε μία ανατροπή: ο αφηγητής ονειρεύεται κάτι καλύτερο, βρίσκει καταφύγιο στη φαντασία του, όπως και πριν. Ίσως αυτή είναι η προτροπή του καλλιτέχνη σε όλους μας: όσο δύσκολα κι αν είναι τα πράγματα, έχουμε πάντα τον εαυτό μας. Μας το χρωστάμε, να μείνουμε ακέραιοι.
Το “Μπρανκαλεόνε” είναι ένα ξύπνημα, μία περιπέτεια. Ο Μπρανκαλεόνε της ταινίας L’ armata Brancaleone, ένας πολεμιστής του μεσαίωνα, θα μπορούσε να τραγουδά τα τραγούδια του Παυλίδη, καθώς ξεκινάει αρματωμένος για τις αποστολές του. Ένας ήρωας λοιπόν, έτοιμος να ξεχυθεί σε νέες δοκιμασίες, ατρόμητος κόντρα στα εμπόδια του κόσμου, είναι και ο νέος αφηγητής του άλμπουμ, αφήνοντας πίσω τη γαλήνη για την ένταση, τη χαλάρωση για την αδρεναλίνη, το κρυφτό για το κυνήγι.
Οι ψυχές μας είναι ένας αχταρμάς αντιφάσεων, και δεν είμαστε υποχρεωμένοι να βγάλουμε άκρη
Η ποικιλία στο έργο του Παύλου Παυλίδη επιτρέπει σε μεγάλο κοινό να ακολουθήσει τις μουσικές του δημιουργίες. Όμως, και ο ίδιος άνθρωπος, ποτέ δεν είναι εντελώς ο ίδιος. Η ποικιλία του Παυλίδη σου δείχνει πως μπορείς ν΄ αγαπάς την ονειροπόληση και την περιπέτεια εξίσου. Όσο αντιφατικό κι αν είναι αυτό, είναι αληθινό. Οι ψυχές μας είναι ένας αχταρμάς αντιφάσεων, και δεν είμαστε υποχρεωμένοι να βγάλουμε άκρη. Δε χρειάζεται να ξέρουμε πού πάμε ή ποιοι είμαστε ακριβώς, αρκεί να μη σταματήσουμε ποτέ την αναζήτηση, είτε με την αρμονία των εικόνων της φαντασίας και της σκέψης είτε με την αδρεναλίνη της πράξης και της δράσης· αρκεί να μη βολευτούμε. Δε χρειάζεται να έχουμε βρει τον δρόμο μας, αρκεί τουλάχιστον να έχουμε βγει στον δρόμο.