Πρώτη ημέρα του καλοκαιριού — όχι ημερολογιακά, αλλά ουσιαστικά. Για όσους ξέρουν, το συναίσθημα αυτό ξεκινά κάθε Ιούνιο στην Πλατεία Νερού και το Release Athens. Εκεί που ο ιδρώτας αναμειγνύεται με την αδρεναλίνη, οι κιθάρες ηχούν δυνατά, και η μουσική ξαναγίνεται υπόθεση ζωής. Η φετινή συναυλιακή σεζόν στην Αθήνα ξεκίνησε με Avenged Sevenfold και Palaye Royale, σε μία συναυλία-απωθυμένο που άφησε έντονο το αποτύπωμά της. Οι πόρτες άνοιξαν στις 18:30, η θερμοκρασία έδειχνε 32 βαθμούς, αλλά η αντοχή είχε ήδη μπει σε λειτουργία. Οι ουρές σχηματίστηκαν νωρίς. Ο κόσμος κατέκλυσε τον χώρο με τσάντες, μπύρες και merch bags, γνωρίζοντας ότι όσα θα ακολουθούσαν, δύσκολα θα ξεχνιούνταν.
Palaye Royale
Η συναυλία ξεκίνησε λίγο μετά τις 19:00, όταν οι Palaye Royale ανέβηκαν στη σκηνή. Για πολλούς, ήταν η πρώτη επαφή με το συγκρότημα από το Las Vegas. Και η έκπληξη ήταν εμφανής. Προσωπικά δεν ήμουν ποτέ σίγουρή αν μου ταιριάζουν — ή μάλλον, έτσι πίστευα. Αυτό που ακολούθησε ήταν ξέσπασμα: glam rock, art punk και σωματική ένταση. Ο Remington Leith στο μικρόφωνο έμοιαζε να πυροδοτεί κάτι που κανείς δεν περίμενε.
Η σκηνική παρουσία των Palaye Royale δεν άφηνε περιθώρια για αδιαφορία. Ήταν εκρηκτικοί, θεατρικοί, σαν χαρακτήρες βγαλμένοι από έναν συνδυασμό ταινίας Tim Burton και punk περιοδικού των mid-70s. Ο Remington Leith κινούνταν ασταμάτητα, κοιτούσε μέσα στο πλήθος και το τράβαγε μαζί του. Μαζί με τους υπόλοιπους, σχημάτιζαν έναν πυρήνα ενέργειας που τροφοδοτούσε κάθε γωνιά της πλατείας. Στο “Little Bastards“, όλα άρχισαν να ξεφεύγουν.
Ύστερα ήρθαν τα “Addicted to the Weekend” και “Twisted“, και όλα άρχισαν να θυμίζουν παραληρηματικό glam rave. Στο “No Love in LA“, το κοινό είχε ήδη μπει στο παιχνίδι. Με κάθε κομμάτι, η ένταση μεγάλωνε. Ο Leith είχε εκείνη τη σπάνια ικανότητα: να μη σε νοιάζει τι λέει, αρκεί που το νιώθει. Και το νιώσαμε κι εμείς.

Στο “Mr. Doctor Man“, η ένταση κορυφώθηκε. Ο κόσμος ούρλιαζε το ρεφρέν: «Who’s your doctor? Doctor man!» Δεν υπήρχε γωνιά της πλατείας χωρίς κάποιον να χοροπηδά, να φωνάζει, να αφήνεται στο ρυθμό. Και τότε ήρθε η πιο σουρεαλιστική στιγμή της βραδιάς: κατά τη διάρκεια του “Broken“, ο Remington πήδηξε σε μια τεράστια φουσκωτή βάρκα και αφέθηκε στα χέρια του κοινού. Ναι, το έκανε. Σηκωμένος πάνω από εκατοντάδες κεφάλια, ο Remington γλιστρά μέσα στο πλήθος — ροκ σταρ σε φουσκωτό καουτσούκ. Και πριν προλάβεις να συνέλθεις, ο αδερφός του κατεβαίνει από τα πλήκτρα και βουτάει στον κόσμο. Καμία απόσταση, καμία ψεύτικη σκηνική πόζα — ήταν σαν να μας είχαν καλέσει σε μια παράσταση που παιζόταν ανάμεσά μας, όχι μπροστά μας.
Κάπου εκεί, όλα αλλάζουν. Ο Remington αφιερώνει το “Lonely” στη μητέρα του, που έφυγε πέρσι. Η φωνή του τρέμει, μα στέκει. Ακουμπά τους στίχους, τον ρυθμό, εμάς. Μας κοιτά και λέει πως το τραγούδι είναι για όσους έχασαν κάτι που δεν επιστρέφει. Για όσους έμειναν μισοί, αλλά αντέχουν. Και τότε, η σιωπή στην Πλατεία Νερού γίνεται πιο δυνατή από κάθε φωνή.
Παρά το πλήθος, για λίγα λεπτά επικράτησε απόλυτη σιωπή. Ο Remington αποχώρησε απρόσμενα από τη σκηνή. Το κοινό τον αναζήτησε με απορία, μέχρι που εμφανίστηκε ξανά, αυτή τη φορά στις VIP κερκίδες απέναντι. Η εικόνα συμπύκνωσε μια ευρύτερη αλήθεια: οι Palaye Royale κατάφεραν, έστω προσωρινά, να γίνουν το επίκεντρο. Να τραβήξουν την προσοχή από την προσμονή για τους Avenged Sevenfold. Η εμφάνισή τους συνδύασε θεατρικότητα, αυθορμητισμό και ουσιαστική επαφή με το κοινό. Δεν ήταν εύκολο, αλλά το πέτυχαν. Και προσωπικά, το καταγράφω: με έπεισαν.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Avenged Sevenfold
Μετά το σύντομο διάλειμμα — αρκετό μόνο για μια τουαλέτα και μια μπύρα — η αναμονή κορυφώθηκε. Οι Avenged Sevenfold επρόκειτο να εμφανιστούν για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Για πολλούς, αυτή ήταν η εκπλήρωση ενός χρόνιου αιτήματος που ακουγόταν ξανά και ξανά από το 2005: «Πότε θα έρθουν;». Η μπάντα που συνόδευσε τα εφηβικά χρόνια, τις μεταβάσεις στην ενήλικη ζωή και τις πρώτες υπαρξιακές αναζητήσεις, βρισκόταν επιτέλους μπροστά μας. Στις 21:15, τα φώτα χαμήλωσαν και ο M. Shadows ανέβηκε στη σκηνή. Η στιγμή σφράγισε μια πολυετή προσμονή· έντονη, προσωπική, σχεδόν απίστευτη.
Το set ξεκίνησε με κομμάτι από το νέο τους άλμπουμ, “Life Is But a Dream…“. Μπορεί να μην προκάλεσε τον ίδιο ενθουσιασμό με παλαιότερες δουλειές τους, όμως αυτό λίγη σημασία είχε. Ήταν απλώς η αρχή. Όταν ακούστηκε το “Afterlife“, η Πλατεία Νερού μεταμορφώθηκε. Φωνές, ασταμάτητη κίνηση και μια έκρηξη αναμνήσεων πλημμύρισαν τον χώρο. Ο κόσμος χόρευε, φώναζε, παραδινόταν. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που δεν περιγράφονται — μόνο βιώνονται.

Και τότε… “Hail to the King“. Η φωνή του κοινού σκίζει τον αέρα, η σκηνή δονείται, η ένταση κορυφώνεται. Δεν προκαλεί έκπληξη. Το ομώνυμο άλμπουμ του 2013 είχε φέρει τους Avenged Sevenfold πιο κοντά ένα πιο ευρύ κοινό, με πιο σκληρό ήχο και σαφείς αναφορές στην κλασική heavy metal σχολή. Καθώς η συναυλία κλιμακωνόταν, ήρθε η στιγμή για το “Buried Alive“. Ένα από τα πιο φορτισμένα συναισθηματικά κομμάτια του “Nightmare” – ενός δίσκου που σημάδεψε μια ολόκληρη φάση για το συγκρότημα και τους οπαδούς του.
Ήταν το πρώτο άλμπουμ τους χωρίς τον The Rev –που έφυγε τόσο ξαφνικά το 2009, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο κενό. Το “Nightmare” ηχογραφήθηκε με τη βοήθεια του Mike Portnoy (Dream Theater), σε μια από τις πιο φορτισμένες στιγμές της μουσικής. Το “Buried Alive” θυμίζει πομπή, τελετή, τελετουργικό αποχαιρετισμού. Ακολούθησε το “The Stage“, με τον M. Shadows να σταματά για λίγο το τραγούδι και να απευθύνεται στον κόσμο: «Η μουσική είναι εδώ για να μας ενώνει. Μην το ξεχνάτε ποτέ». Και δεν το ξεχάσαμε.

Κατά τη διάρκεια του “So Far Away”, η Πλατεία Νερού φωτίστηκε από εκατοντάδες αναπτήρες και κινητά. Το κοινό ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του M. Shadows, δημιουργώντας μια εικόνα θα μπορούσε να είναι η σύνοψη της βραδιάς. Η μπαλάντα-αφιέρωση στον The Rev λειτούργησε σαν συλλογική ανάμνηση, γεμάτη συγκίνηση και σιωπηλή συμμετοχή. Στο σόλο, ο Synyster Gates απέδειξε γιατί θεωρείται ένας από τους κορυφαίους κιθαρίστες της γενιάς του: με ακρίβεια και ένταση, απέσπασε την πλήρη προσοχή του κοινού, χωρίς καμία περιττή κίνηση.
Ακολούθησε το “Nobody“, από τον τελευταίο δίσκο Life Is But a Dream…, έγινε δεκτό με ενθουσιασμό. Το κοινό σήκωσε χέρια, τραγούδησε τους στίχους και επιβεβαίωσε ότι, παρά τις μοιρασμένες απόψεις, το νέο υλικό βρίσκει τον δρόμο του. Η ένταση κορυφώθηκε με το “Nightmare“. Ήταν η στιγμή που περίμεναν πολλοί. Η εκτέλεση ήταν άρτια και η αντίδραση του κόσμου, σχεδόν καθολική. Μερικά τραγούδια δεν τα ακούμε απλώς — τα ζούμε.

Και δεν είχε τελειώσει ακόμη. Το “Bat Country“, από το “City of Evil”, πήρε τη σκυτάλη — έναν δίσκο που έκλεισε 20 χρόνια ζωής μόλις μία ημέρα πριν. Το γιόρτασαν μαζί μας, με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο. Η ατμόσφαιρα ήταν καταιγιστική. Σειρά είχε το “Unholy Confessions“, που λειτούργησε σαν πυροκροτητής. Mosh pits ξεπήδησαν σε όλη την πλατεία, με τα σώματα να κινούνται ανεξέλεγκτα στον ρυθμό. Κάποιοι έχασαν παπούτσια, άλλοι «διαλύθηκαν» μέσα στο πλήθος. Ήταν το τίμημα — και η χαρά — του να συμμετέχεις. Πριν το φινάλε, το “Cosmic” προσγείωσε το κοινό σε κάτι τελείως διαφορετικό: ατμοσφαιρικό, απόκοσμο, σχεδόν ονειρικό. Ένα μικρό διάλειμμα μετά την «κτηνωδία». Ένα «πάρε ανάσα πριν το φινάλε». Και μετά ήρθε το φινάλε: “A Little Piece of Heaven“. Αν δεις Avenged Sevenfold live και δεν παίξουν αυτό, κάτι λείπει.
Το κοινό βρισκόταν σε απόλυτο παραλήρημα. Χιλιάδες άνθρωποι τραγουδούσαν για φόνο, νεκρανάσταση και μια σκοτεινά διαστρεβλωμένη εκδοχή της αγάπης. Αυτό είναι άλλωστε το στοιχείο που έκανε τους Avenged Sevenfold να ξεχωρίσουν: το μακάβριο, το θεατρικό, το απρόβλεπτο. Δεν είναι εύκολο να παραμείνεις ψύχραιμος ή αποστασιοποιημένος όταν έχεις μπροστά σου το συγκρότημα που συνδέθηκε με τις πιο μπερδεμένες, εφηβικές σου στιγμές — τότε που μπορεί να μη γνώριζες ακριβώς ποιος είσαι, αλλά η φωνή του M. Shadows λειτουργούσε σαν πυξίδα.
Δεν γνωρίζω αν θα επιστρέψουν στην Ελλάδα. Ξέρω όμως ότι ήρθαν. Και για δύο ώρες, μας πήραν μαζί τους. Κι αυτό, όσο κι αν ακούγεται απλό, είναι κάτι που δεν το ξεπλένει η καθημερινότητα. Γιατί υπάρχουν συναυλίες που τις κουβαλάς, για πάντα.