Το 1987, οι R.E.M. κυκλοφόρησαν το “Document”, ένα άλμπουμ που άλλαξε την πορεία τους και έδειξε ότι μια «εναλλακτική» μπάντα μπορούσε να πετύχει και εμπορικά. Το κουαρτέτο από την Αθήνα της Georgia είχε περάσει τα πρώτα χρόνια του ’80 στα κολεγιακά ραδιόφωνα και στις σελίδες του μουσικού Τύπου. Με το πέμπτο τους άλμπουμ, όμως, έφτασε η στιγμή να αφήσουν αυτόν τον περιορισμένο χώρο και να απευθυνθούν σε πολύ ευρύτερο κοινό.
Η ψυχολογική κατάσταση της μπάντας πριν από την ηχογράφηση ήταν σύνθετη. Μετά από πεντέμισι χρόνια σχεδόν αδιάκοπων περιοδειών, η κούραση είχε αρχίσει να φαίνεται. Τα μέλη παραδέχονταν ανοιχτά ότι είχαν εξαντληθεί από τον απαιτητικό ρυθμό, ότι υπήρχαν στιγμές που αμφέβαλλαν για τη συνέχιση της πορείας τους και ότι τους απογοήτευαν τα μέτρια εμπορικά αποτελέσματα, παρά τις θετικές κριτικές. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η πίεση λειτούργησε ως κινητήριος δύναμη. Ακόμα και πριν από την κυκλοφορία του “Lifes Rich Pageant” το 1986, οι R.E.M. είχαν ήδη αρχίσει να γράφουν το υλικό που θα γινόταν το “Document”, με στόχο να μπουν στο στούντιο έχοντας όσο πιο δυνατό υλικό μπορούσαν.
Το πρώτο βήμα για τον ήχο του άλμπουμ έγινε με μια δοκιμαστική συνεργασία με τον παραγωγό Scott Litt. Στα τέλη του ‘86, οι R.E.M. ηχογράφησαν το “Romance” για το soundtrack της ταινίας “Made in Heaven”. Η δουλειά στο στούντιο πήγε τόσο καλά, που ο Litt επιλέχθηκε αμέσως για την παραγωγή ολόκληρου του άλμπουμ. Η εμπειρία του – από indie pop με τους The dB’s μέχρι παραγωγές σχεδιασμένες για τα charts – του έδωσε την ευελιξία και την πειθαρχία που ταίριαζαν στη μπάντα. Σε αντίθεση με όσους είχαν συνεργαστεί μαζί τους στο παρελθόν, ο Litt τους ώθησε να δουλέψουν περισσότερο πάνω στη δομή και τον ρόλο κάθε στοιχείου στο τελικό μίγμα. Έτσι ξεκίνησε μια συνεργασία που θα κρατούσε δέκα χρόνια.
Μεγάλο μέρος της διαδικασίας σύνθεσης βασίστηκε σε αυτό που η μπάντα αποκαλούσε «μέθοδος του χάους»: μακρές πρόβες και τζαμαρίσματα στον χώρο τους στην Αθήνα (της Georgia), μέχρι να προκύψουν ιδέες που άξιζε να αναπτυχθούν. Αυτή η τακτική οδήγησε σε πιο αιχμηρό υλικό, με την κιθάρα του Peter Buck να απομακρύνεται από τον γνώριμο ήχο της και να αποκτά πιο βαριούς, παραμορφωμένους τόνους. Οι R.E.M. αναζητούσαν έναν πιο επιβλητικό ήχο, και ο Buck ανταποκρίθηκε ενσωματώνοντας κοφτά ρυθμικά μοτίβα και ακόμη και μερικά σόλο, κάτι που μέχρι τότε ήταν σχετικά σπάνιο για αυτούς.

Το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα της δεκαετίας του 1980 άφησε έντονο το στίγμα του στο “Document”. Τα τραγούδια αναφέρονται στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στην Κεντρική Αμερική, στην επαναφορά τακτικών της εποχής του McCarthy και στο ολοένα μεγαλύτερο χάσμα ανάμεσα στους προνομιούχους και τους περιθωριοποιημένους. Αυτά τα θέματα ενσωματώνονται σε κομμάτια που συνδυάζουν τον άμεσο σχολιασμό με τη χαρακτηριστική αμφισημία της μπάντας. Η φωνή του Michael Stipe, που πλέον ακούγεται πιο καθαρά στη μίξη χάρη στον Litt, μεταφέρει αυτά τα μηνύματα με μεγαλύτερη σαφήνεια σε σχέση με τα προηγούμενα άλμπουμ.
Η ηχογράφηση στο Sound Emporium Studios στο Nashville διήρκεσε περισσότερο από κάθε προηγούμενη φορά, φτάνοντας συνολικά τις επτά εβδομάδες. Ο ντράμερ Bill Berry, που παλαιότερα ήταν αντίθετος με τη χρήση click tracks, τα χρησιμοποίησε περίπου στα μισά τραγούδια για να πετύχει έναν πιο σταθερό και μηχανικό ρυθμό όπου χρειαζόταν. Επιπλέον, συμφώνησε να κουρδίζει ξανά τα ντραμς του πριν από κάθε λήψη, μια νέα πρακτική που έδωσε μεγαλύτερη ακρίβεια στον ήχο του άλμπουμ.
Τα διάφορα features διεύρυναν ακόμη περισσότερο την ηχητική παλέτα του “Document”. Ο Steve Berlin των Los Lobos πρόσθεσε σαξόφωνο στο “Fireplace”, ενώ το lap steel και το dulcimer εμπλούτισαν το “King of Birds”. Στο μέσο του δίσκου βρίσκεται η μοναδική τους διασκευή, το “Strange” των Wire, μια συνειδητή αναφορά στις post-punk επιρροές που συνέβαλαν στη στροφή τους προς έναν διαφορετικό ήχο.
Επίσης, η σειρά των κομματιών ήταν προσεκτικά μελετημένη. Ο δίσκος ξεκινούσε με μια δυναμική εισαγωγή, συνέχιζε με υλικό έντονα πολιτικού χαρακτήρα και στη μέση άλλαζε πορεία με το “The One I Love”. Αν και πρόκειται για ένα σχετικά μίνμαλ κομμάτι, το τραγούδι έγινε η πρώτη μεγάλη επιτυχία τους στις ΗΠΑ, φτάνοντας στο Top 10. Ο Litt είχε επιμείνει ότι θα μπορούσε να κυκλοφορήσει ως single, και το ρίσκο τελικά απέδωσε. Η επιτυχία του συνέβαλε ώστε το “Document” να γίνει το πρώτο άλμπουμ των R.E.M. που πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η σημασία του άλμπουμ ξεπέρασε τα αμερικανικά σύνορα. Εκτός από τις ισχυρές πωλήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, το “Document” μπήκε στα charts σε πολλές χώρες και χάρισε στους R.E.M. χρυσές και πλατινένιες διακρίσεις εκτός συνόρων. Η περιοδεία “Work” που ακολούθησε λειτούργησε σαν την επισημοποίηση του ότι η μπάντα είχε ανέβει κατηγορία. Στην Ευρώπη, έπαιξαν σε sold-out χώρους μεγάλων πόλεων, με αποκορύφωμα μια εμφάνιση στο Hammersmith Odeon στο Λονδίνο. Στη Βόρεια Αμερική, πραγματοποίησαν πάνω από 40 συναυλίες, ανάμεσά τους και δύο βραδιές στο Radio City Music Hall της Νέας Υόρκης, εμφανίσεις που σφράγισαν την πορεία τους από την κολεγιακή σκηνή στις μεγάλες αίθουσες.
Η κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης αποτύπωσε ξεκάθαρα αυτή την αλλαγή. Το Rolling Stone τους έβαλε στο εξώφυλλο με τον τίτλο “America’s Best Rock’n’Roll Band”, ενώ άλλα έντυπα τόνισαν τον πιο σκληρό ήχο και τις πιο σφιχτές ενορχηστρώσεις του νέου υλικού. Σημαντικό είναι ότι η επιτυχία της μπάντας δεν προήλθε από αλλαγή ή υποχώρηση στις δημιουργικές τους μεθόδους. Η επιτυχία του “Document” τους έδωσε ισχυρή θέση στις διαπραγματεύσεις για το επόμενο δισκογραφικό συμβόλαιο με τη Warner Bros., όπου κατάφεραν να εξασφαλίσουν μια σπάνια ρήτρα που τους παρείχε πλήρη καλλιτεχνική ελευθερία.
Το “Document” είναι μία – ίσως η πιο – κομβική στιγμή στη διαδρομή των R.E.M., καθώς αποτέλεσε το άλμα τους από τα υπόγεια της αρχής του στις μεγάλες αρένες. Μετέφερε πολιτική ένταση και μία διάθεση για πειραματισμό σε ήχους που βρήκαν χώρο στο mainstream ραδιόφωνο χωρίς να χάσουν το χαρακτήρα τους. Και, το σημαντικότερο, έδειξε πως μια μπάντα που ξεκίνησε από την αμερικανική college-rock σκηνή μπορούσε να εξελιχθεί και να κερδίσει κοινό παντού, διατηρώντας το στίγμα που την έκανε να ξεχωρίζει. Για τους R.E.M., το “Document” ήταν η στιγμή που οι φιλοδοξίες τους και η ετοιμότητα της βιομηχανίας να τους δεχτεί συνυπάρξαν, θέτοντας τις βάσεις για την εμπορική και δημιουργική ακμή που θα ακολουθούσε.