Απ’ όσο θυμάμαι, το Midnight Express δεν πρέπει να έχει προβάλλει στο παρελθόν νέες, ακυκλοφόρητες στις αίθουσες ταινίες με την εξαίρεση του Δε Θέλω να Γίνω Δυσάρεστος… Συνεπώς η επιλογή του Άκη Καπράνου να «φύγει» από το παρελθόν και να ταξιδέψει στο παρόν (ή και στο μέλλον) μόνο ενδιαφέρον μπορεί να έχει. Κι αυτό γιατί να συγκαταλέγει μια ταινία όπως το Talk To Me στο roster της και μάλιστα σε ένα μήνα που περιλαμβάνει το Batman, το Tenebre και το Prince of Darkness δημιουργεί προσδοκίες.
Με τυφλή εμπιστοσύνη στο γούστο του Άκη, το sold out για μια ακόμα φορά πραγματοποιήθηκε. Το ντεμπούτο των Ελληνοαυστραλών αδερφών Φιλίππου έκανε την πρώτη του πανελλήνια προβολή. Και παρά τις φοβίες που μπορεί να προκαλεί τόσο η «μανιέρα» της Α24 που συζητιέται εδώ και κάποιον καιρό όσο και πως αυτή η ταινία είναι το φιλμικό πρωτόλειο δύο youtubers, γρήγορα φάνηκε γιατί επιλέχθηκε. Γιατί έχει αυτήν την ούγια που στο μέλλον θα την κατατάσσει ως ένα φιλμικό, χεράτο (φτηνό αστείο αλλά ναι) διαμάντι.
Πάνε δύο χρόνια από τότε που η έφηβη Mia έχασε τη μητέρα της. Η ζωή όμως συνεχίζεται και ως παρηγοριά της έχει την κολλητή της, Jade αλλά και τον μικρό αδερφό της δεύτερης, Riley, στον οποίο έχει αδυναμία. Σε μια μάζωξη με συμμαθητές της έρχεται σε επαφή με ένα περίεργο και περιέργως εθιστικό τελετουργικό επικοινωνίας με τους νεκρούς μέσω ενός βαλσαμωμένου χεριού. Κάπου όμως το μέτρο χάνεται και ο εφηβικός πειραματισμός με το μεταφυσικό θα μετατραπεί σε έναν εφιάλτη.
Θα ξεκαθαρίσω το εξής: με το που η ταινία ξεκινάει, το πρώτο πράγμα που λέει όποιος έχει επαφή με τον κινηματογραφικό τρόμο που περιλαμβάνει εφηβικό καστ το μόνο που μπορεί να πει είναι ένα «ωχ». Γιατί η ταινία ξεκινάει όπως κάθε σύγχρονη ταινία αυτού του ύφους. Και με βάση αυτό, οι φρικτές μνήμες από το κινηματογραφικό Βιετνάμ ταινιών τύπου Ouija ξυπνούν. Και πάνω που είσαι έτοιμος να τη μισήσεις, εκεί είναι που σου τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια σου. Γιατί, εν αντιθέσει με άλλους που χρησιμοποιούν μια τέτοια εναρκτήρια σεκάνς γιατί δεν έχουν τίποτα να πουν, οι Φιλίππου σου λένε με αυθάδεια «τι έγινε, ψαρώσαμε;»
Γιατί οι δύο δημιουργοί πέραν του ότι δε θέλουν να γίνουν οι ιθύνοντες μιας ακόμα ταινίας τρόμου, γνωρίζουν πάρα πολύ καλά την κατάντια του ιδιώματος. Και κάθε κλισέ που σε άλλες περιπτώσεις υπάρχει για να παίζουμε Μπίνγκο, εδώ στρέφεται κατά του στερεοτύπου που το περιβάλλει. Ναι, η ταινία είναι (έστω και δια της ατόπου απαγωγής) τρόμου. Αλλά υπάρχει κάτι πιο τρομακτικό από την απώλεια και τον πόνο της;
Και όπως κάθε καλή ταινία που ξέρει να χρησιμοποιεί τη φόρμα όχι με την πεπατημένη αλλά αντισυμβατικά (λέγε με Lake Mungo και Kairo), έτσι κι αυτή σπάει τα στεγανά της. Γίνεται ένας βαθύς, επίπονος προβληματισμός πάνω στο τι σημαίνει να μένεις πίσω. Είτε επειδή έχασες κάποιον είτε επειδή, έστω άθελά σου, προκάλεσες τον χαμό κάποιου. Και οι Φιλίππου σέβονται απόλυτα αυτήν τη συνθήκη όπως και τους χαρακτήρες της.
Δεν τους αντιλαμβάνονται ούτε ως ιδεατούς αλλά ούτε και σαν καρικατούρες στερεοτύπων. Αναδεικνύουν το εφηβικό άγχος τους και τις ανάγκες/φοβίες που προκύπτουν σε αυτές τις ηλικίες. Την άγνοια κινδύνου τους αλλά και την αγνή ανάγκη για διασκέδαση. Και με ανάλογο τρόπο προσεγγίζει και τους ενήλικες. Δεν είναι εκεί για να είναι ούτε καταπιεστικοί αλλά ούτε και «κουλ». Είναι άνθρωποι που προσπαθούν ατσούμπαλα να καταλάβουν τα παιδιά τους και να γεφυρώσουν τα χάσματα.
Και αυτή η βάση είναι τελικά που κάνει την ταινία να πετυχαίνει το σκοπό της. Πως οι χαρακτήρες δεν είναι άτομα που περιμένεις να τα δεις να πεθαίνουν με φρικτό τρόπο αλλά άτομα που προσπαθούν απλά να έρθουν σε αρμονία με όσα συμβαίνουν. Να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους, να συγχωρέσουν και να συγχωρεθούν.
Αλλά επειδή αναφέρομαι περισσότερο στη σημειολογία παρά στον ίδιο τον τρόμο, καλό θα ήταν να ξεκαθαριστεί εξαρχής πως ναι, είναι παρών. Όσοι όμως δεν αντιλαμβάνονται το συγκεκριμένο φιλμικό ιδίωμα ως εκφραστική μορφή βαθύτερων ανησυχιών και απορρίπτουν ταινίες επειδή «δεν τρόμαξαν καθόλου», καλό θα είναι να την αγνοήσουν. Γιατί σίγουρα, η ταινία ξεχειλίζει από αρρωστημένη ατμόσφαιρα, αλλά όχι με ευθύ τρόπο. Δεν την ενδιαφέρει να γίνει η τρομάρα που θα σου κόψει τον λόξυγγα αλλά να σου ταράξει την ψυχή με την uncanny valley οδό. Κάτι που αν και θυμίζει κάτι γνώριμο καταλήγει να μην είναι αυτό που έχει συνηθίσει και ως εκ τούτου να σε ταράξει.
Όχι πως δεν έχει σκηνές άμεσης, δαιμονικής σωματικής βίας. Απεναντίας, περιέχει δύο από τις πιο επίπονες σκηνές που είδα στον πρόσφατο κινηματογράφο σε βαθμό που τέσταραν τα όριά μου και δε λυπήθηκαν καθόλου να ανέβουν και το παραπάνω σκαλί. Αλλά όταν έρχεται η ώρα να γίνει εντελώς αλλόκοσμος ο τρόμος της, εκεί είναι που μόνο ματιές από την κλειδαρότρυπα αλά Event Horizon θα δώσει. Γιατί για να λειτουργήσει απόλυτα αυτή η ατμόσφαιρα, πρέπει να δεις μόνο το περίγραμμα και τα υπόλοιπα να τα συμπληρώσεις μόνος σου. Και αλίμονο κι αν δεν τη χρησιμοποιούν αυτή τη μέθοδο οι δημιουργοί στην ομολογουμένως πιο φρικαλέα στιγμή της ταινίας.
Το Νοέμβρη που η ταινία θα βγει στις αίθουσες, τιμήστε την. Είναι φτιαγμένη για τη μεγάλη οθόνη και για ηχοσυστήματα που μπορούν να κάνουν την κάθε μικρολεπτομέρεια να φαντάζει απειλητική. Μόνη προϋπόθεση, βέβαια, να ξέρετε τι είναι αυτό που έχει να προσφέρει. Γιατί αν δεν το αποδεχθείτε, θα την αδικήσετε. Και δεν της αξίζει.