Coulrophobia (ουσ.): Η φοβία που σχετίζεται με τους κλόουν. Η συγκεκριμένη λέξη, με προέλευση από τις ΗΠΑ, περιγράφει αυτή την άβολη αίσθηση ή φόβο που συχνά προκαλούν οι κλόουν. Τη συναντάμε ολοένα και συχνότερα, αν και παραμένει ανεπίσημη ως πάθηση. Η coulrophobia έγινε ευρύτερα γνωστή στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 ή στις αρχές των ‘90s. Πολλοί εικάζουν πως η υπόθεση του John Wayne Gacy και το “IT” του Stephen King συνέβαλαν σημαντικά στη διάδοσή της. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για φαινόμενο με αμφίβολες ρίζες, παρατηρούμε ότι το “Terrifier 2” προκαλεί λιποθυμίες και εμετούς σε θεατές των ΗΠΑ τις τελευταίες εβδομάδες. Εντυπωσιακό παραμένει ότι οι εισπράξεις της ταινίας αγγίζουν τα 6,3 εκατομμύρια δολάρια μέχρι στιγμής, με εξαιρετικά χαμηλό budget.
Πάμε μερικές δεκαετίες πιο πίσω. Στις ΗΠΑ, η δεκαετία του ‘80 διαμόρφωσε το σύγχρονο σινεμά τρόμου, ειδικά το παρακλάδι των slasher. Τα κλασικά πλέον είδωλα των Michael Myers, Leatherface, Freddy Krueger και Jason Voorhees κυριαρχούσαν στην pop κουλτούρα, ενώ αρκετά άλλα αξιόλογα ονόματα στέκονταν δίπλα τους. Στη συνέχεια, η δεκαετία του ‘90 οδήγησε αυτά τα σύμβολα τρόμου σε εκμετάλλευση, καθώς για κάθε χαρακτήρα βγήκαν τουλάχιστον πέντε ταινίες. Ο Wes Craven με τα αυτοαναφορικά “Scream” άλλαξε τα δεδομένα και πρόσφερε νέα δυναμική στο είδος, παρότι και αυτή η σειρά κατέληξε σε έναν κύκλο συνεχών σίκουελ. Τα σίκουελ διατήρησαν ως έναν βαθμό το μετα-στοιχείο που χαρακτήρισε το αρχικό “Scream”.
Κατόπιν, η δεκαετία των ‘00s οδήγησε το σινεμά τρόμου σε πιο κλασικές πεπατημένες, χωρίς σημαντικές ανανεώσεις. Τα φιλμ του Rob Zombie, αλλά κυρίως το πρώτο “Saw”, λειτούργησαν ως παραδείγματα ακραίας βίας και τρόμου. Έτσι, σταδιακά οδηγηθήκαμε σε μια παγκόσμια “Τζειμς Γουανίτιδα”, με όλες τις ταινίες του James Wan, ο οποίος συμμετείχε στις σειρές “Saw”, “Insidious” και “Conjuring”. Φτάνουμε πλέον στις δεκαετίες ‘10 και ‘20, όπου η τάση στρέφεται προς την επανασύσταση κλασικών φιγούρων τρόμου. Αποκορύφωμα αποτελεί η τριλογία Halloween του David Gordon Green, μια προσπάθεια που βασίστηκε στη νοσταλγία, ενώ παράλληλα επιχείρησε να εισαγάγει νέες ιδέες, συχνά αποξενώνοντας μέρος των φαν (βλ. Halloween Ends). Μέσα σε αυτό το σκηνικό, αναδύεται ένας νέος, φρικαλέος σινε-δολοφόνος: ο Art the Clown και το “Terrifier” του Damien Leone.

Τα “Terrifier” του Damien Leone αποτελούν μια σειρά ταινιών με έντονη βία, όπου πρωταγωνιστεί ένας κλόουν-μίμος, σαδιστικά βίαιος και φαινομενικά απέθαντος. Ο χαρακτήρας εμφανίστηκε πρώτα σε μικρού μήκους ταινίες του σκηνοθέτη, στη συνέχεια στη σπονδυλωτή ταινία τρόμου “All Hallows Eve” το 2013 και ακολούθησε το πρώτο “Terrifier” το 2017. Η ταινία ήταν χαμηλού προϋπολογισμού, με τον Leone να αναλαμβάνει το μέικαπ και τα ειδικά εφέ, αλλά και τη συγγραφή και σκηνοθεσία. Αυτή η προσέγγιση έφερε μια σύγχρονη εκδοχή του κλασικού grindhouse σινεμά. Η χαμηλή παραγωγή επιβάρυνε τελικά το συνολικό αποτέλεσμα, όμως η βουβή και δυναμική ερμηνεία του David Howard Thornton, που θύμιζε μίμο από την Κόλαση, άφηνε υποσχέσεις για έναν νέο κινηματογραφικό δολοφόνο. Η ωμή σκληρότητα των σκηνών προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στους θεατές.
Η φράση «σχολιάστηκε από θεατές» σημαίνει πως το σίκουελ ήταν απλώς θέμα χρόνου. Η πανδημία δυσκόλεψε την παραγωγή, ωστόσο έδωσε στον Leone τη δυνατότητα να δουλέψει χωρίς πίεση, ώστε να φτιάξει ένα slasher με ξεκάθαρους στόχους. Από τη μία, ήθελε να ξαναφέρει τη διασκέδαση στο είδος. Από την άλλη, επιδίωξε να ανεβάσει την ένταση σε μια εποχή όπου μοιάζει να έχουμε δει τα πάντα. Αυτή είναι και η βασική ιδιαιτερότητα του “Terrifier 2”, που λογίζεται ως το πιο φιλόδοξο slasher εδώ και πολλά χρόνια. Η ταινία στέκεται κάπου ανάμεσα στο μικρό, σκοτεινό κενό της ντοπαμίνης που προσφέρει ένα καλό φιλμ τρόμου και στο καθρέφτισμα της απόλαυσης βίας. Η εμπειρία γίνεται ακόμη πιο έντονη υπό την ασφάλεια της αίθουσας ή του σπιτιού, καθώς γαργαλάει το διπλό ένστικτο της συμπάθειας προς τα άτυχα θύματα και της αδρεναλίνης που δημιουργεί η ένταση.
Ακόμα πιο εντυπωσιακό παραμένει το γεγονός πως το φιλμ έκανε καμπάνια και συγκέντρωσε 250.000 δολάρια. Σε αντίθεση με το πρώτο “Terrifier”, εδώ το budget δεν φαίνεται σχεδόν καθόλου στην οθόνη. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ταινίας τρόμου που με ελάχιστα χρήματα πετυχαίνει το μέγιστο αποτέλεσμα, αποδεικνύοντας μια συχνά υποτιμημένη δημιουργική αρετή. Ο Leone, για ακόμη μία φορά, αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία, το σενάριο, το μακιγιάζ και τα ειδικά εφέ, που βασίζονται κυρίως σε πρακτικές τεχνικές και όχι σε ψηφιακά εφέ.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα φιλμ με τεράστια διάρκεια για τα δεδομένα του είδους: 2 ώρες και 18 λεπτά. Σε όρους slasher, η διάρκεια θυμίζει σχεδόν επική ταινία. Αν και σε ορισμένα σημεία θα ταίριαζαν μερικές μικρές περικοπές, η ταινία κυλάει αρκετά καλά. Τα χτυπήματα του Art εμφανίζονται διάσπαρτα μέσα στις σεκάνς. Το φιλμ γίνεται υπερβολικά γραφικό, ωστόσο γνωρίζει πότε να το κάνει, δοκιμάζοντας παράλληλα τις αντοχές του θεατή.

Προφανώς δεν χρειάζεται να ειπωθεί, ωστόσο αξίζει να το γράψουμε. Η ταινία δεν απευθύνεται σε casual θεατές τρόμου. Αυτό δεν οφείλεται σε κάποια ελιτίστικη διάθεση, αλλά στη σκληρότητά της. Αν θεωρείτε ότι δεν αντέχετε την υπερβολική βία, καλό είναι να μην δοκιμάσετε τα όριά σας με το “Terrifier 2”. Ίσως οι φήμες για λιποθυμίες ή αναγούλες στις αίθουσες των ΗΠΑ να σας φαίνονται σαν μαρκετίστικο κόλπο για να ενισχυθεί η φήμη της ταινίας. Όμως, κάτι τέτοιο δεν ισχύει και σας το διαβεβαιώνουμε.
Για την υπόθεση του φιλμ δεν έχουμε πολλά να πούμε, καθώς, ως γνήσιο slasher, δεν το απαιτεί ιδιαίτερα. Η ιστορία συνεχίζεται αμέσως μετά το τέλος του πρώτου “Terrifier”, όπου ο Art the Clown παραμένει ζωντανός και συνεχίζει ακάθεκτος το μακελειό του, ανήμερα του Halloween. Σε αντίθεση με το πρώτο φιλμ, εδώ διακρίνουμε μια πιο κωμική διάθεση. Ο Thornton δίνει εξαιρετική ερμηνεία και καθιερώνεται ως σύγχρονη, κλασική φιγούρα τρόμου. Υπάρχει επίσης η αίσθηση πως επιχειρείται να δοθεί κάποιο υπόβαθρο στην ιστορία, χωρίς ωστόσο να αποκαλύπτονται πολλά στοιχεία (αυτό θα συμβεί στο τρίτο μέρος) – και σωστά, κατά τη γνώμη μου, καθώς το άγνωστο συχνά τρομάζει περισσότερο από κάθε εξήγηση.
Γενικά, η μεγάλη ιδιαιτερότητα του “Terrifier 2” εντοπίζεται στην ικανότητα του Leone να κινείται ανάμεσα στην κωμική διάσταση του τρόμου. Ωστόσο, τη σωστή στιγμή, φρενάρει απότομα και παρουσιάζει την ακρότητά του, δημιουργώντας ένα ηθελημένα γραφικό και ακραίο θέαμα.
Συμπαθέστατη εμφανίζεται η πρωταγωνίστρια Lauren LaVera στον ρόλο της Sienna, μιας έφηβης που, μαζί με τη μητέρα και τον μικρό της αδερφό, γίνεται στόχος του Art the Clown. Υπονοείται πως υπάρχει κάποιο είδος οικογενειακής σύνδεσης με τον δολοφόνο-κλόουν ή έστω με τον πατέρα της, που δεν εμφανίζεται ποτέ στην ταινία. Μαθαίνουμε ότι ο πατέρας αυτοκτόνησε λόγω ασθένειας, όμως είχε σκίτσαρει τον κλόουν λίγο πριν το τέλος του.
Παράλληλα, η ταινία επιχειρεί να ανανεώσει κάπως άτσαλα – αλλά ενδιαφέροντα – τον ρόλο του final girl. Συνήθως, βλέπουμε έναν άφθαρτο δολοφόνο που σκοτώνεται και επιστρέφει συνεχώς ως σύμβολο του Κακού. Εδώ παρατηρούμε κάτι ανάλογο από την πλευρά του Καλού, με τον χαρακτήρα της Sienna να αποκτά αυτή τη διάσταση. Η ταινία το παρουσιάζει σχηματικά και με έντονη αίσθηση βιντεοπαιχνιδιού, ωστόσο λειτουργεί μέσα στη συνολική παράνοια του εγχειρήματος. Καθώς γράφω για την παράνοια του όλου εγχειρήματος, συνειδητοποιώ ότι αυτή η λέξη ταιριάζει απόλυτα στο “Terrifier” ως project. Ίσως αυτό να εξηγεί την επιτυχία του.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Movie: Terrifier 2
Duration: 138′
Year: 2022
Genre(s): Horror, Slasher, Splatter
Director: Damien Leone
Lauren Lavera, David Howard Thornton, Elliott Fullam
Terrifier 2
Το “Terrifier 2” επαναφέρει την αίσθηση πραγματικού τρόμου στο είδος, συνδυάζοντας ακραία βία, σκοτεινό χιούμορ και εμβληματικές ερμηνείες. Δεν απευθύνεται σε casual θεατές, αλλά σε όσους αναζητούν κάτι ξεχωριστό και ακραίο στο σύγχρονο horror. Ένα φιλμ που αφήνει το στίγμα του.