«And in the End, the love you take, is equal to the love you make.» Αυτός ο στίχος από το τελευταίο τραγούδι των Beatles στο “Abbey Road”, είναι ένα υπέροχα απλό και ταυτόχρονα γεμάτο νοήματα γνωμικό, που δυστυχώς δεν επρόκειτο να απεικονίσει την πραγματικότητα στο εσωτερικό των ίδιων των Σκαθαριών για τα επόμενα χρόνια. Γιατί, μπορεί ο τελευταίος δίσκος που συμμετείχαν και οι τέσσερις να ήταν το ζεστό και εμβληματικό “Abbey Road”, όμως το 1970, οι τρεις εναπομείναντες McCartney–Harrison–Ringo (o Lennon ήταν ήδη εκτός μπάντας) γύρισαν στο στούντιο για να καθαρίσουν το χάος του δίσκου που είχε ξεκινήσει το Γενάρη του ’69: του “Let It Be”.
Ίσως γνωστός για το ομότιτλο κομμάτι, ίσως για την ταινία που θα συνόδευε το άλμπουμ, αλλά στην πραγματικότητα για το ότι αποτέλεσε το θάνατο -σε ζωντανή σύνδεση μάλιστα- του γκρουπ. Μιας ιδέας που όπως πολλές εκείνα τα τελευταία χρόνια, ξεκίνησε από τον McCartney, αναμφίβολα η κινητήριος δύναμη της μπάντας μετά το θάνατο του μάνατζερ τους, Brian Epstein, το καλοκαίρι του 1967.
Το πλάνο, λοιπόν, θα έφερνε την κάμερα μέσα στο στούντιο, θα έδειχνε τη διαδικασία παραγωγής μουσικής σε όλον τον κόσμο. Tο συγκρότημα σε όλο του το δημιουργικό μεγαλείο. Ως συνήθως, ακόμα και για τους Beatles, οι προσδοκίες διέφεραν κατά πολύ μιας και στην πραγματικότητα, το γύρισμα φανέρωνε τη διαρκή κόπωση, μιζέρια και έλλειψη ομόνοιας στο συγκρότημα. Η ρήξη, που είχε αρχίσει με το θάνατο του Epstein και γιγαντώθηκε στις ηχογραφήσεις του περίφημου “White Album“, ήταν όπως είπε κι ο ίδιος ο Lennon “ένας αργός θάνατος”.
Ακόμα και η ύπαρξη του project ήταν ένας τρόπον τινά συμβιβασμός, μιας που ο McCartney ήλπιζε ακόμη στην επιστροφή της μπάντας στις ζωντανές εμφανίσεις, καθώς αυτές είχαν σταματήσει από το 1966, με τους άλλους τρεις (ειδικά τους Harrison-Lennon) να ασκούν βέτο στην επιστροφή στη “χώρα της Μπιτλμάνια”. Αφού βρέθηκε και ο σκηνοθέτης, ο Michael Lindsay – Hogg με τον οποίο είχαν κάνει τα promo των “Paperback Writer/Rain” και “Hey Jude/Revolution” το ‘66 και ‘68 αντίστοιχα, τα γυρίσματα ξεκίνησαν στις 2 Ιανουαρίου 1969.
O τίτλος του project: “Get Back“. Το αποτέλεσμα: Η μπάντα ένιωσε αμέσως αφιλόξενα στα κρύα Twickenham Studios και η δημιουργικότητα βρισκόταν στο ναδίρ. Καμία όρεξη, προσπάθεια για να ξαναβρεθεί η μαγεία που θα έσπαγε τη ρουτίνα. Η πραγματικότητα έδειχνε ότι η μπάντα είχε ήδη μπει σε τροχιά διάλυσης. Τα τεκταινόμενα στην εταιρεία τους, Apple, σίγουρα έκαναν την κατάσταση ακόμη πιο βαριά. Ήδη, από τον ίδιο μήνα, ο Lennon θεωρούσε πως η οικονομική αιμορραγία της εταιρείας θα τον χρεοκοπούσε, οπότε έφερε στο τραπέζι ένα όνομα για το οποίο θα γινόταν ένας ακόμη διχαστικός πόλεμος εν μέσω ηχογραφήσεων. Εκείνο του Allen Klein.
O Klein, ψιλοεπιτυχημένος Αμερικανός μάνατζερ στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, είχε προσεγγίσει το 1964 τον Brian Epstein με σκοπό να κλείσει τους Beatles στην RCA, εισπράττοντας όμως την άρνηση του μάνατζερ της μπάντας, που ήθελε να διατηρήσει τη σχέση εμπιστοσύνης με την ΕΜΙ. Ωστόσο, αν και με έντιμες προθέσεις, οι χειρισμοί του Epstein δεν ήταν πάντοτε σωστοί. Η μπάντα, αναλογικά με την επιτυχία της, είχε έντονη φορολογία και σχετικά περιορισμένο εισόδημα. Αυτό ήταν που οδήγησε και τους ίδιους στην ίδρυση της Apple το Μάιο του ‘68, χωρίς ωστόσο να υπάρχει πια κάποιος να οδηγήσει το καράβι.
Εν τέλει, ο Lennon, συναντήθηκε με τον Klein, τον οποίο έφερε ως τον οικονομικό Μεσσία στους υπόλοιπους. Δύο συμφώνησαν με το Lennon, ο McCartney όμως, είχε υπόψιν του το μελλοντικό πεθερό του, Lee Eastman, πατέρα της Linda Eastman. Αρχικά φάνηκε πως ο Klein με τον Eastman θα συνεργάζονταν, ο πρώτος ως μάνατζερ και ο δεύτερος ως δικηγόρος της μπάντας. Πολύ γρήγορα όμως, το σχέδιο έπεσε στο κενό και ο Klein αναδείχθηκε νικητής αυτής της ιδιότυπης μάχης. Ωστόσο, όλη αυτή η κόντρα ταρακούνησε κι άλλο τα ήδη ταλαιπωρημένα θεμέλια των Beatles.
Ο Klein ωστόσο, έσφιξε τα λουριά στην Apple, έφερε τους δικούς του ανθρώπους. Έκλεισε την περίφημη Apple Electronics του -Έλληνα- Αλέξη Μαρδά ο οποίος είχε τάξει φύκια για μεταξωτές κορδέλες στο συγκρότημα και θα έφτιαχνε ένα πολύ προηγμένο για την εποχή στούντιο, κάτι που φυσικά δεν έγινε. Παράλληλα, αγωνίστηκε για να ξεμπλέξει το χάος με τα δικαιώματα των τραγουδιών που τότε ανήκαν στη Northern Songs Ltd και τον ιδρυτή της, Dick James, ο οποίος για να προλάβει την αντιπρόταση του Klein πούλησε τα δικαιώματα στην ATV, ξεκινώντας ένα μεγάλο κεφάλαιο που, χάριν συντομίας, θα πούμε πως είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά αντιπαραδείγματα διαχείρισης πνευματικής ιδιοκτησίας στην ιστορία της μουσικής.
Το πλάνο συνάντησε αρκετά εμπόδια εξαρχής, ωστόσο το συγκρότημα θα έπρεπε να αποφασίσει πού θα γινόταν αυτό το περίφημο live που θα σφράγιζε την ταινία και το δίσκο. Tο μεγάλο event, το σημείο που θεωρητικά θα μετέτρεπε την ξενέρα σε γιορτή. Υπήρχαν πολλές ιδέες, όμως πάντα κάποιος ασκούσε βέτο. Από το Roundhouse του Λονδίνου, μέχρι κάποιο ελληνικό αμφιθέατρο, ακόμα και κρουαζιερόπλοιο (κάτι που σιχαίνονταν και οι τέσσερις).
Τελικά το πιο απλό έγινε και το πιο εμβληματικό. Oι Beatles θα έδιναν την τελευταία τους παράσταση σε μια ταράτσα. Και συγκεκριμένα στην ταράτσα των γραφείων της Apple, το μέρος που μετακόμισαν αφού έφυγαν από την κακή ενέργεια του Twickenham. Το ποτήρι ξεχείλισε στο Twickenham, όταν σε μια ακόμη διαφωνία ανάμεσα σε Harrison και McCartney για ένα σόλο κιθάρας κι ένα τσακωμό ανάμεσα σε Harrison και Lennon, ο Harrison μάζεψε την κιθάρα του κι έφυγε από το γκρουπ.
O Lennon, πάντα έτοιμος να προβοκάρει, πρότεινε να πάρουν τον Eric Clapton στη θέση του (είχε παίξει ως γκεστ στο While my Guitar Gently Weeps του White Album το ‘68), αλλά εν τέλει τα πράγματα κάπως εξομαλύνθηκαν. Ο Harrison ζήτησε να μη γίνει το live, να αλλάξουν στούντιο σαν αλλαγή κλίματος και βέβαια ο Harrison έφερε μαζί του τον εξαιρετικό Billy Preston στα πλήκτρα, τον οποίο γνώριζαν όλοι από τις μέρες του Αμβούργου. Και πράγματι, το κλίμα φάνηκε να εξομαλύνεται αρκετά μετά από όλα αυτά (για λίγο καιρό).
Το πρωί της 30ης Ιανουαρίου 1969, ο αέρας του Λονδίνου θα γέμιζε με τις κιθάρες των Beatles. Οι τέσσερίς τους, ο Preston και μερικοί φίλοι και γνωστοί ανέβηκαν στην ταράτσα και τράβηξαν την προσοχή των γύρω περιοχών, διακόπτωντας τη ρουτίνα εκείνου του πρωινού για περίπου 40 λεπτά, μέχρι που η αστυνομία ανέβηκε να τους “τραβήξει το αυτί” για την ένταση του ήχου.
Info ⓘ
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Τα τραγούδια που ακούστηκαν ήταν τα:
1. Get Back (take one)
2. Get Back (take two)
3. Don’t Let Me Down (take one)
4. I’ve Got a Feeling (take one)
5. One After 909
6. Dig a Pony
7. I’ve Got a Feeling (take two)
8. Don’t Let Me Down (take two)
9. Get Back (take three, διακοπή από αστυνομία)
Η ιστορική πια ατάκα του Lennon στο κλείσιμο αυτής της “χύμα συναυλίας” βάζει μια ωραία, χιουμοριστική πινελιά στο κλείσιμο του γκρουπ: “Ελπίζω να περάσαμε την οντισιόν“. Το project θα έμενε στον αέρα μετά και την 31η Ιανουαρίου 1969, αφού πρώτα περνούσε από δύο μεγάλους παραγωγούς (αλλά όχι τον “πνευματικό” τους παραγωγό, George Martin).
Πρώτα ανέλαβε το έργο ο Glyn Johns, σπουδαίος για τις στουντιακές καινοτομίες του στα ‘60ς, αλλά και για τις δουλειές του με Who, Stones, Zeppelin, Johnny Hallyday κλπ. Το αποτέλεσμα ήταν να μείνει στο ράφι και να πλανάται σα “μαύρο σύννεφο” όπως έλεγε ο Lennon εκείνη την εποχή, μέχρις ότου, όπως και στην περίπτωση του Klein, να φέρει κάποιον δικό του φίλο, τον Phil Spector. Και μια δεύτερη, αγεφύρωτη, διαφωνία θα ξεκινούσε.
Το άλμπουμ που παρουσίασε ο Spector, παραβίασε αρκετά πράγματα που δε συνήθιζαν οι Beatles ως τότε. O McCartney ειδικά, έγινε έξαλλος με το πώς φέρθηκε ο παραγωγός στα τραγούδια του, ειδικά το Long and Winding Road, στο οποίο προστέθηκαν γυναικείες φωνές και ορχηστρικό μέρος. Ως εκ τούτου, ο McCartney έστειλε ένα γράμμα στον Klein, απαγορεύοντας οποιαδήποτε παρέμβαση σε μελλοντικό του έργο από τον Spector, κάτι που αγνόησαν τόσο ο Klein, όσο και ο Spector. Παρόμοια αντιμετώπιση είχε και από τους Glyn Johns και George Martin, αφενός για τη μη χρησιμοποίηση της δικής τους δουλειάς, αλλά και για τις παρεμβολές/κοψίματα του Spector.
Μετά την επέμβαση Spector, πολλά έφυγαν από το παράθυρο, το live έγινε εμφάνιση για λίγους κι εκλεκτούς σε ταράτσα, η ταινία αντί να δείξει τη δημιουργική διαδικασία έδειξε πώς λειτουργεί το διαζύγιο και ο δίσκος ενώ περιλαμβάνει μερικά πολύ αγαπημένα τραγούδια όπως τα Across the Universe, I Me Mine, Let It Be, Get Back, τελικά έγινε ένα συνονθύλευμα, που οριακά πέρασε τα στάνταρ των Beatles. Κι ενώ σίγουρα δεν είναι το καμάρι της δισκογραφίας, είναι ο πληγωμένος εγωισμός μιας μπάντας που έδωσε τα πάντα και πιθανότατα δεν είχε άλλο.
Η τελευταία προσπάθεια θα γινόταν με το Abbey Road, έναν δίσκο που ο Lennon χαρακτήρισε μια απέλπιδα απόπειρα για να διασωθεί ο “μύθος” και να μη φανεί η μπάντα με “τα παντελόνια κάτω” όπως στο “Let It Be”. Κι ενώ το Abbey Road ήταν πράγματι μια θριαμβευτική νότα και φάνηκε να κλείνει με πιο γλυκό τρόπο το κεφάλαιο της μεγαλύτερης μπάντας της δεκαετίας, η τελευταία φορά που οι Beatles βρέθηκαν στο στούντιο, ήταν για τα κλεισίματα του “Let It Be” στις 3 και 4 Ιανουαρίου 1970.
Τον Απρίλη του ίδιου έτους, ο McCartney ανακοινώνει στις εφημερίδες ότι Beatles τέλος, ενώ ο Lennon πρακτικά έχει ήδη αποχωρήσει από το 1969 χωρίς τυμπανοκρουσίες. Η ταινία βγαίνει στις αίθουσες, αλλά κανένας Beatle δεν παρευρίσκεται στην πρεμιέρα. Ωστόσο, καταφέρνει να αποσπάσει το Όσκαρ καλύτερης μουσικής το 1970, ενώ για τα υπόλοιπα, θα περιμένουμε τον ερχόμενο Σεπτέμβρη και το επετειακό ντοκιμαντέρ του Peter Jackson, που βούτηξε για τα καλά στο φιλμικό υλικό του Hogg κι απ’ ό, τι ακούγεται θα δείξει κάτι διαφορετικό από τη συνηθισμένη ψυχρή μετριότητα των session που μας άφησε η ταινία. Κι έτσι, το τελευταίο άλμπουμ με το μαύρο εξώφυλλο και τις τέσσερις χωριστές φωτογραφίες θυμίζοντας σωστό κηδειόχαρτο, σηματοδοτεί το τέλος του μύθου, το τέλος μιας καριέρας που φαντάζει σαν δέκα με μια απλή φράση: “Let It Be”.