Οι The Ruins of Beverast είναι το όραμα του Alexander von Meilenwald, ενός δημιουργού που μετατρέπει το σκοτάδι σε ένα ηχητικό τοπίο, ακραίο, τελετουργικό, αλλά και βαθιά προσωπικό. Με αφορμή την επιστροφή του στην Ελλάδα, μιλήσαμε μαζί του για τη μοναχική φύση της δημιουργίας, την εξέλιξη της σύνθεσης, την ανάγκη για μελωδία μέσα στο χάος, και τη σχέση του με το παρελθόν και το τώρα.
Το ντεμπούτο σας “Unlock the Shrine” ήταν μια δυναμική δήλωση προθέσεων: ωμό, τελετουργικό, αλλά και βαθιά ατμοσφαιρικό. Κοιτώντας πίσω, πώς βλέπεις αυτό το άλμπουμ σε σχέση με ό,τι ακολούθησε;
Alexander von Meilenwald: Αγαπώ αυτό το άλμπουμ, όπως και κάθε άλλο που ακολούθησε. Είναι προφανές ότι το ντεμπούτο είναι πάντα ένα ιδιαίτερο προσωπικό ορόσημο, και στην περίπτωση του “Unlock the Shrine” ήταν η πρώτη φορά που προσπάθησα να συνθέσω ένα ολόκληρο άλμπουμ μόνος μου. Ήμουν απίστευτα ενθουσιασμένος και γεμάτος ενέργεια. Νομίζω, εκ των υστέρων, ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους συνέβη αυτό, ήταν και γιατί επιτέλους μπορούσα να γράψω το είδος της μουσικής που πάντα ήθελα, αλλά δεν μπορούσα να το κάνω στο προηγούμενο συγκρότημά μου. Αρχικά, το άλμπουμ δεν προοριζόταν καν για κανονική κυκλοφορία, το ηχογράφησα σαν ντέμο. Ήταν ο Sven, ένας στενός μου φίλος, που με ενθάρρυνε να το κυκλοφορήσουμε μόνοι μας, και έτσι γεννήθηκε όχι μόνο το “Unlock the Shrine”, αλλά και η Ván Records.

Με κάθε κυκλοφορία, οι The Ruins of Beverast γίνονται όλο και πιο πολυεπίπεδοι και καθηλωτικοί. Αντιμετωπίζεις κάθε άλμπουμ σαν νέα ηχητική εξερεύνηση ή ως συνέχεια μιας εξελισσόμενης ηχητικής μορφής έκφρασης;
Πολύ ειλικρινά θα σου πω πως αυτό συμβαίνει μάλλον κατά λάθος. Δεν προσπαθώ να βρω ένα σημείο εκκίνησης για να χτίσω πάνω του. Ξεκινάω κάθε άλμπουμ μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, και κατά κάποιον τρόπο, τελικά μετατρέπεται σε άλμπουμ των The Ruins of Beverast, ενώ με κάποιο τρόπο έχει παρόμοιο εκφραστικό άξονα με τα προηγούμενα. Πρώτα γίνεται η συλλογή υλικού: στιχουργικές ιδέες, μουσικά αποσπάσματα, samples, φωνητικές γραμμές κλπ και μετά από εκεί απλά αφήνομαι στην φυσική ροή του. Δεν κάνω ποτέ κάποιο πλάνο για το αν το άλμπουμ θα είναι πιο γρήγορο ή πιο αργό, πιο περίπλοκο ή πιο απλό από το προηγούμενο. Αν αυτό τελικά συμβαίνει, μάλλον είναι είτε λόγω καλύτερων συνθετικών ή εκτελεστικών δεξιοτήτων, είτε λόγω καλύτερων τεχνικών δυνατοτήτων. Ίσως είναι απλώς μια φυσική εξέλιξη.
Από το “Rain Upon the Impure” μέχρι το “Blood Vaults”, το στυλ παραγωγής σου έγινε καθαρότερο και πιο διαυγές. Ήταν αυτό μια συνειδητή αλλαγή για να υπηρετήσει καλύτερα την αυξανόμενη συνθετική πολυπλοκότητα του υλικού;
Όχι, απλώς μάθαινα μέσα από τις προηγούμενες ηχογραφήσεις. Άρχισα να κατανοώ τις τεχνικές πληρέστερα. Από το “Exuvia” και μετά είχα τη δυνατότητα να ηχογραφώ σε κανονικό στούντιο, καθώς ο Michael Zech έγινε μέλος της live μπάντας μας. Αν δεν ήταν αυτός, πιθανόν να μην επέλεγα ποτέ να δουλέψω σε στούντιο. Δεν μου αρέσει ιδιαίτερα ο τρόπος δουλειάς εκεί, ενώ η πολυφωνία δημιουργεί συχνά εντάσεις. Αλλά με τον Michael έχουμε γίνει φίλοι και μοιραζόμαστε παρόμοια μουσική οπτική, οπότε η συνεργασία στο στούντιο είναι και παραγωγική και ρέει ομαλά.
Ο ήχος της κιθάρας και η ατμόσφαιρα των τυμπάνων είναι ζωτικής σημασίας στη μουσική σου. Κατά τι ποσοστό πιστεύεις πως αυτό οφείλεται στην παραγωγή και την μίξη και κατά τι ποσοστό στην διαδικασία της σύνθεσης;
Ηχογραφώ ντέμο για κάθε τραγούδι, και αυτά ουσιαστικά καθορίζουν τον τόνο για όλα όσα ακολουθούν, φυσικά σε συνδυασμό με το χαμηλό κούρδισμα της κιθάρας και συγκεκριμένα εφέ που προτιμώ για τις lead και καθαρές κιθάρες. Στο στούντιο, τα keyboards και τα samples παραμένουν αρκετά ίδια με το ντέμο. Προσθέτουμε extra layers στις lead κιθάρες, πειραματιζόμαστε με κρουστά και καθαρά φωνητικά, ενώ ο Michael διαθέτει πολλές τεχνικές δυνατότητες που μας δίνουν ακόμη περισσότερες διόδους έκφρασης. Νομίζω ωστόσο πως το μεγαλύτερο μέρος της ατμόσφαιρας, καθορίζεται κιόλας από το στάδιο της αρχικής σύνθεσης.
Πολλά από τα τραγούδια σου ξεπερνούν τις συμβατικές διάρκειες. Ποια είναι η φιλοσοφία σου γύρω από τη δομή ενός κομματιού και πώς ξέρεις πότε ένα κομμάτι έχει ολοκληρωθεί;
Alexander von Meilenwald: Συχνά συγκρίνουν την μουσική μας με μία ταινία. Κάθε τραγούδι των TROB έχει τη δική του δραματουργία, πλοκή και ατμόσφαιρας. Αυτή η δραματουργία πρέπει να ολοκληρωθεί, και ποτέ δεν τη μετρώ με βάση τη διάρκεια. Απλώς ακούω ξανά και ξανά και κρίνω αν η ιστορία λέγεται με τον σωστό ρυθμό και την σωστή έκταση, και αν κάθε στοιχείο έχει τον χώρο που χρειάζεται. Μπορεί αυτό να οδηγήσει σε τραγούδια 15 λεπτών, αλλά δεν με φοβίζει. Το να περιορίσεις ένα τραγούδι χρονικά μπορεί να το καταστρέψει, κατά τη γνώμη μου.

Υπάρχουν στιγμές λεπτεπίλεπτων μελωδιών μέσα στο χάος. Βλέπεις την ομορφιά ως αναγκαίο στοιχείο της ακραίας μουσικής ή ως αντιθετικό στοιχείο της βαρβαρότητάς της;
Οι μελωδίες και οι πιο ήρεμες στιγμές είναι απαραίτητες. Στέκουν σαν βράχοι πάνω στους οποίους χτυπούν τα κύματα της άγριας θάλασσας, κάπως έτσι το νιώθω. Η βαρβαρότητα και η αγριότητα κουράζουν γρήγορα, και η προσοχή του ακροατή είναι εύκολο να χαθεί. Όσο κι αν μου αρέσει να ακούω Black Witchery και Conqueror, θέλω στη δική μου μουσική να υπάρχει μεγάλη διαφορά δυναμικών. Αυτό είναι που της δίνει χαρακτήρα. Τα blastbeats και τα tremolo riffs είναι στάνταρ στο metal, αλλά οι στιγμές που αντίκεινται σε αυτό, είναι οι πραγματικοί φάροι των τραγουδιών.
Τα φωνητικά στους The Ruins of Beverast κυμαίνονται από τραχιά growls μέχρι γλυκές μελωδίες. Πώς αποφασίζεις ποια φωνή χρειάζεται κάθε τραγούδι ή κάθε σημείο;
Υπάρχει πληθώρα παραγόντων που το καθορίζουν. Πρώτα απ’ όλα είναι θέμα ενορχήστρωσης. Αν ένα μέρος είναι ήδη γεμάτο από layers ή γενικά “φορτωμένο”, δεν θα προσθέσω ένα ακόμα μελωδικό φωνητικό γιατί συνήθως το αποδυναμώνει. Επιπλέον, οι στίχοι επηρεάζουν άμεσα την ερμηνεία. Υπάρχουν λέξεις ή φράσεις που δεν μπορούν να αποδοθούν με καθαρά φωνητικά και το αντίστροφο φυσικά! Επίσης, τα φωνήεντα, οι συλλαβές και το μέτρο παίζουν ρόλο, γιατί δεν αποδίδεται κάθε στίχος σωστά με καθαρά φωνητικά. Είναι εύκολο να ακουστεί πολύ άδειος. Κατά τη σύνθεση, εμφανίζονται φυσικά κι άλλοι παράγοντες που καθορίζουν το είδος φωνητικών. Είναι ένα περίπλοκο ζήτημα και χαίρομαι που το συζητάμε.
Ανατρέχεις ποτέ σε παλαιότερο υλικό όταν γράφεις νέα κομμάτια, είτε για έμπνευση είτε για θεματική συνέχεια;
Στην πραγματικότητα, όχι. Δεν αντιλαμβάνομαι το καλλιτεχνικό μου όραμα ως μια διαρκή αποστολή αυτοβελτίωσης. Κάθε μουσική περίοδος της ζωής μου έχει το δικό της πρόσωπο, κίνητρο και χαρακτήρα, και απεχθάνομαι να τις συγκρίνω μεταξύ τους ως προς την ποιότητα ή την εξέλιξη. Δεν είναι καλύτερες ή χειρότερες, απλώς διαφορετικές. Όταν το αποδέχτηκα αυτό, ένιωσα άνετα να ξεκινώ κάθε νέο μουσικό εγχείρημα από το απόλυτο σκοτάδι, χωρίς σταθερά σημεία αναφοράς. Έτσι, κάθε άλμπουμ και κάθε τραγούδι αποκτά το δικό του χρώμα και χαρακτήρα, και με βοηθάει να μην επαναλαμβάνομαι.
Το όριο ανάμεσα στα metal και μη-metal στοιχεία στον ήχο σου γίνεται ολοένα και πιο ασαφές. Υπάρχουν καλλιτέχνες εκτός metal που έχουν επηρεάσει σημαντικά την πρόσφατη προσέγγισή σου στον ήχο;
Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Ακούω πάρα πολλές μη-metal μπάντες, αλλά δεν ξέρω αν και πώς με έχουν επηρεάσει στη σύνθεση. Πιθανώς ναι, αλλά δεν μπορώ να πω με ακρίβεια πού και πόσο. Από τα διαχρονικά αγαπημένα μου είναι οι Killing Joke, Depeche Mode, Sisters of Mercy και φυσικά οι Dead Can Dance. Αν υπάρχει όντως μια αυξανόμενη πειραματική διάθεση στη μουσική των TROB, πιθανόν προέρχεται από το αυξημένο ενδιαφέρον μου για synthesizers και διαφορετικές προσεγγίσεις στην ενορχήστρωση. Αλλά και πάλι, δεν μπορώ να το αποδώσω συγκεκριμένα σε κάποιο συγκρότημα.
Βλέποντας την εξέλιξή σου μέχρι τώρα, ποια στιγμή θεωρείς πιο καθοριστική για την ταυτότητα των The Ruins of Beverast;
Η διαδικασία δημιουργίας του “Unlock the Shrine”, θα έλεγα. Η απόφαση να κάνω αυτό το άλμπουμ και η γέννησή του ήταν ένα τεράστιο ρήγμα στη μουσική και προσωπική μου ζωή. Αποφάσισα να κάνω μουσική εντελώς μοναχικά, να συνθέσω ένα full length album μόνος μου και αυτό ήταν ένα τεράστιο βήμα για μένα. Μετά τη διάλυση των Nagelfar, σκεφτόμουν διάφορες επιλογές και μου πήρε αρκετό καιρό μέχρι να νιώσω σίγουρος ότι μπορώ να το κάνω αυτόνομα. Υπήρξε και μια δεύτερη καθοριστική στιγμή: η δημιουργία της live μπάντας. Στις συναυλίες, τα τραγούδια των TROB ξαναζούν και αποκτούν μια νέα ενσάρκωση, κάτι που σίγουρα σηματοδοτεί μια μετατόπιση στην ταυτότητα του σχήματος. Αγαπώ την live εκδοχή μας!
Οι The Ruins of Beverast εμφανίζονται ζωντανά την Δευτέρα 12 Μαϊου στο Principal Club Theater στην Θεσσαλονίκη, και την Τρίτη 13 Μαϊου στο Fuzz Live Music Club στην Αθήνα, μαζί με τους 1349, Vitriol και Sarcator.
Εισιτήρια προπωλούνται μέσω της more.com και του δικτύου καταστημάτων της.