Και μου το είχε πει ο θείος μου: Όταν πας έξω, θα αφήσεις τα ροκ και θα πιάσεις τα ελληνικά. Και είχε δίκιο. Είναι κάτι μαγικό η νοσταλγία και η δίψα να ακούσεις μελωδίες που, με κάποιον τρόπο, σε έχουν σημαδέψει. Ήσυχα και αθόρυβα, χωρίς να το καταλάβεις, το βλέμμα σου αυτόματα πηγαίνει στη λίρα και στο νταούλι. Άμα στο άκουσμά τους χαμογελάσεις, ξέρεις ότι μετά από περίπου 30 δεύτερα θα βουρκώσεις. Όχι από λύπη, αλλά από χαρά που επιτέλους συντονίστηκε η καρδιά σου σε χτύπους που ξέρει να αποκρυπτογραφεί.
Στην πρωτεύουσα της γκάιντας και της καταχνιάς, στη χώρα των απότομων λόφων και της χαμηλής βλάστησης λοιπόν, αποφάσισε να προσγειωθεί η μουσική του Ορφέα. Να αφήσει τα ύψη του Ολύμπου και να μας συναντήσει σε ένα μικρό μα ζεστό venue στο Εδιμβούργο. Οι πολυαγαπημένοι Thrax Punks έσυραν έναν ατέλειωτο χορό στη Σκωτία, και όχι μόνο, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής περιοδείας τους.
Όταν προσκάλεσα τους ξένους φίλους μου στη συναυλία, τους περιέγραψα τον ήχο των Θραξ Πανκc ως punk folk με Celtic/Balkan, σε μια προσπάθεια να μην χρησιμοποιήσω τον όρο «πανκοπανηγυροψυχεδέλεια». Όσο περίεργο και αν βρήκαν τον σχολιασμό μου, κανένας δεν διαφώνησε. Και είναι ακριβώς τέτοια συγκροτήματα, που με κάνουν να πιστεύω ότι η μουσική είναι εδώ στον μικρό μας πλανήτη για να μας ενώνει και να μας θυμίζει ότι τελικά, οι εμπειρίες μας δεν διαφέρουν και τόσο όσο νομίζουμε.
Και μετά από αυτόν τον μακρόσυρτο πρόλογο, στα της συναυλίας. Το Voodoo Rooms είναι ένας πολυχώρος με σκαλιστά ψηλοτάβανα δωμάτια και βαριά σκούρα καφέ έπιπλα. Θα έλεγε κανείς ότι η ατμόσφαιρα δεν σε προϊδέαζε για γκάιντα και πεντατονική πολυφωνία. Όμως είναι αυτές οι αντιθέσεις που θέλουμε στη ζωή, για να την απολαύσουμε περισσότερο.
Οι Θραξ Πανκc συνηθίζουν να παίρνουν παραδοσιακά τραγούδια και μετά να τους “change their lights”
Σε ένα μικρό χώρο, οι Έλληνες της Σκωτίας συγκεντρώθηκαν γεμάτοι όρεξη μαζί φυσικά με κάποιους κιμπάρηδες ξένους, τους οποίους όμως θα τους θεωρούμε Έλληνες πλέον. Γύρω στις 9 η τριάδα ανέβηκε στη σκηνή υπό τις ιαχές του κόσμου. Κάποιοι τους είχαν απολαύσει στα καλοκαιρινά φεστιβάλ, άλλοι τους ακολουθούσαν στο ευρωπαϊκό τους ταξίδι. Εγώ από την άλλη τους έβλεπα ζωντανά για πρώτη φορά και ξεπέρασαν τις προσδοκίες μου.
Οι Θραξ Πανκc αποτελούν μία σταθερή ομάδα, με βασικό χαρακτηριστικό τους το ρυθμικό νταούλι (Γιώργος Σταυρίδης) και την εκκωφαντική θρακιώτικη γκάιντα (Βαΐτσης Χαρακοπίδης). Σε αυτά τα παραδοσιακά στοιχεία προστίθενται μια ακραία κιθάρα (Πάνος Γκίνης), ένα μωσαϊκό από λούπες και κάποιες στιγμές από θρακιώτικη λίρα, καβάλι και ζουρνά. Όπως πολύ εύγλωττα ανέφερε και ο Γιώργος Σταυρίδης, συνηθίζουν να παίρνουν παραδοσιακά τραγούδια και μετά να τους “change their lights”.
Κρατώντας τα μικτά μέτρα (7/8, 5/8 κλπ.), οι Θραξ πειραματίζονται με τα ηχοχρώματα και τις πολλαπλές υφές που μπορούν να χτίσουν πάνω σε μία μονότονη, ωμή, παραδοσιακή μελωδία. Από την πλευρά του κοινού, μπορείς να μπεις μαζί τους στο τραγούδι και, γιατί όχι, και στο χορό.
Στο αγαπημένο μου ίσως κομμάτι “Αυγερινός”, παρατήρησα πόσο δεμένοι είναι οι Θραξ Πανκc
Το setlist τους αποτελούνταν από τα πιο γνωστά κομμάτια τους, όπως “Κοίτα Με“, “Αγία Μαρίνη“, “Βασιλικούδα“. Στα highlights θα βάλω αρχικά τη “Σπυριδούλα“. Ένα λυπητερό τραγούδι, τόσο που δεν ήξερα αν θα ήθελα να το ακούσω και live. Δεν υπάρχει φορά που να μην έχω ανατριχιάσει και δακρύσει με την ιστορία της μικρής Σπυριδούλας. Αξίζει να την ψάξετε και εσείς. Ελπίζω, όμως, πάντα στο να ταράξουμε τα νερά κάποια στιγμή, να έρθουν τα πάνω κάτω, για ό,τι έχει απομείνει από τη Δικαιοσύνη.
Από τη σκληρή αλλά αναγκαία αλήθεια, οι Θραξ θα μας σηκώσουν και θα μας χαρίσουν το crescendo της συναυλίας. Ένας ξέφρενος χορός ξέσπασε στο “Μαργούδι“, ενώ το punk κεφάλαιο της συναυλίας μόλις άρχιζε. Στο αγαπημένο μου ίσως κομμάτι “Αυγερινός“, παρατήρησα πόσο δεμένοι είναι οι τρεις τους. Πραγματικά, κινούνταν στο χώρο σαν να τους ένωνε κάποιο μουσικό νήμα. Παράλληλα, κάποια instrumental κομμάτια στο ενδιάμεσο μου έκλεψαν την καρδιά. Για παράδειγμα, η μουσική επένδυση στις «Βάκχες» που φλέρταρε με τη metal, ήταν μια αποκάλυψη. Ιδιαίτερα η χρήση του δοξαριού από τον Πάνο Γκίνη στην ηλεκτρική.
Με το κέφι να παραμένει αμείωτο, τα τελευταία κομμάτια μας απελευθέρωσαν και δώσαμε ό, τι είχαμε και δεν είχαμε (και ας πονάει λίγο η μέση μου χαλάλι). Αν με ρωτάς, δεν είχε επίλογο η συναυλία, αλλά περισσότερο μια υπόσχεση ότι αργά ή γρήγορα θα ξανασυναντηθούμε.