Underground ή απλώς πρώιμο mainstream;
Όταν ένα μουσικό είδος μπορεί να ονομαστεί και να καταταχθεί, παραμένει underground; Για να απαντήσουμε, ανατρέχουμε σε 12 σκηνές και στους ανθρώπους που τις διαμόρφωσαν.
Τι θεωρείται underground;
Η underground μουσική συνδέεται με τη δημιουργική ανεξαρτησία και την εσκεμμένη απόσταση από τη μαζική κουλτούρα. Συνήθως κυκλοφορεί μέσω μικρών, ανεξάρτητων δισκογραφικών και πιθανώς να είναι αποτέλεσμα DIY πρακτικών. Το κοινό που την υποστηρίζει είναι πιο περιορισμένο, αλλά συχνά πιο αφοσιωμένο.
Δεν υπάρχει ένας αυστηρός ορισμός. Για κάποιους, το underground είναι τρόπος σκέψης. Για άλλους, είναι θέμα αισθητικής, ήχου ή θεματολογίας. Η απουσία εμπορικών συμβιβασμών είναι βασικό χαρακτηριστικό. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η μουσική είναι απαραίτητα πειραματική ή δύσκολη. Μπορεί να είναι απλή, αρκεί να μην ακολουθεί τους κανόνες της αγοράς.
Ένα είδος μπορεί να ξεκινήσει στο υπόγειο, αλλά να φτάσει ψηλά. Το ερώτημα είναι: μόλις αποκτήσει αναγνώριση, παραμένει underground; Η απάντηση δεν είναι ξεκάθαρη. Όταν τα μέσα και το κοινό δώσουν όνομα σε κάτι, παρακτικά το συσκευάζουν. Έτσι, παύει να λειτουργεί ως αντίδραση στο κυρίαρχο ρεύμα και γίνεται προϊόν.
Όμως, η αναγνώριση από μόνη της δεν σημαίνει απαραίτητα ενσωμάτωση. Ένα είδος μπορεί να αποκτήσει όνομα, να συγκεντρώσει κοινό και να διαδοθεί, χωρίς να χάσει το ριζοσπαστικό του πνεύμα ή την αντισυμβατική του φύση. Υπάρχουν καλλιτέχνες και σκηνές που παραμένουν πιστοί στις αρχές τους, ακόμη και όταν γίνονται αντικείμενο συζήτησης από τα μέσα ή αποκτούν πολιτισμική σημασία. Το όνομα δεν είναι πάντα εμπορευματοποίηση· μερικές φορές είναι τρόπος επιβίωσης σε έναν κόσμο όπου η αφωνία ισοδυναμεί με εξαφάνιση.
Art Rock – The Velvet Underground
Το art rock εμφανίστηκε ως απάντηση στην ανάγκη για πιο σύνθετη, εγκεφαλική και αισθητικά απαιτητική μουσική. Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1968, όμως οι ρίζες του βρίσκονται στην πολιτισμική αναταραχή των αρχών της δεκαετίας του ’60. Στη Νέα Υόρκη, το Factory του Andy Warhol έγινε εστία δημιουργικότητας, όπου η τέχνη, η μουσική και ο πειραματισμός συνυπήρχαν.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον γεννήθηκαν οι The Velvet Underground, με πυρήνα τον Lou Reed και τον John Cale, και αργότερα τη Nico. Το ντεμπούτο τους, “The Velvet Underground & Nico” (1967), αγνοήθηκε εμπορικά στην εποχή του, αλλά μετέπειτα αναγνωρίστηκε ως θεμέλιο του art rock. Το άλμπουμ συνδύασε απλούς, σχεδόν μινιμαλιστικούς ήχους με θεματολογία για ναρκωτικά, σεξουαλικότητα και υπαρξιακό άγχος. Η σχέση τους με τις εικαστικές τέχνες, η εμμονή με την αντίθεση μεταξύ ομορφιάς και παρακμής, και η σκόπιμα «ατελής» παραγωγή αποτέλεσαν σήμα κατατεθέν. Το art rock, όπως το όρισαν οι Velvet Underground, δεν ήταν είδος με κανόνες, αλλά πλατφόρμα για καλλιτεχνική ρήξη.
Post-Rock – Godspeed You! Black Emperor
Το post-rock δεν ήθελε να “σώσει” το rock· ήθελε να το αποδομήσει και να του δώσει άλλους χρονικούς και συναισθηματικούς άξονες. Οι Godspeed You! Black Emperor από τον Καναδά, ενεργοί από τα mid-’90s, είναι ίσως η πιο αυστηρή, πολιτική και επιδραστική εκδοχή του είδους. Το “F♯A♯∞” (1997) ήταν ένα μανιφέστο.
Μεγάλης διάρκειας κομμάτια, ηχογραφήσεις πεδίου, αφήγηση με megaphone και δομή που ακολουθούσε την ένταση και όχι τη μελωδία. Στις ζωντανές εμφανίσεις προβάλλονταν βουβές ταινίες 16mm με πολιτικό περιεχόμενο, ενώ το συγκρότημα απέφευγε την επικοινωνία με τον Τύπο. Το post-rock, μέσω των Godspeed, έγινε ελάχιστα φιλικό, σκόπιμα μεγαλειώδες και πάντοτε αντισυμβατικό. Μια μορφή μουσικής διαμαρτυρίας χωρίς λέξεις.
Witch House – Salem
Η witch house δεν ανήκει ούτε στο house ούτε στη witchcraft. Πρόκειται για ένα σκοτεινό, μεταμοντέρνο υβρίδιο που εμφανίστηκε στα τέλη των 2000s, μέσα από Tumblr, glitchy video art και φθαρμένα visual aesthetics VHS εποχής. Οι Salem, το τρίο από το Michigan, θεωρούνται η αρχή — και το αποκορύφωμα — του είδους.
Το “King Night” (2010) συνδύασε chopped and screwed hip-hop beats, φωνητικά πνιγμένα σε reverb και ιεροτελεστική, σχεδόν ενοχλητική ατμόσφαιρα. Η μουσική τους ακουγόταν σαν να την έπαιζε κάποιος σε αργή κίνηση, μέσα από μια σπασμένη τηλεόραση. Το οπτικό κομμάτι ήταν εξίσου σημαντικό: συμβολισμοί, παράξενες γραμματοσειρές, θρησκευτικά μοτίβα, με έμφαση στη φθορά και την αλλοίωση. Και μετά, οι Salem απλώς εξαφανίστηκαν. Και αυτό ενίσχυσε τον μύθο τους.
Trip Hop – Portishead
Το trip hop εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στο Bristol. Ήταν προϊόν μιας αυτοσχέδιας, πολυπολιτισμικής σκηνής, που ένωσε DJs, MCs και street καλλιτέχνες σε εγκαταλελειμμένους χώρους και υπόγεια πάρτι. Αντί για ένταση, επέλεξε αργούς ρυθμούς, σκοτεινή ατμόσφαιρα και εσωστρέφεια. Ήχοι από soul, hip-hop, dub και jazz μπλέχτηκαν σε ένα νέο υβρίδιο που δεν υπήρχε πριν. Οι Portishead αποτελούν τον πιο χαρακτηριστικό εκπρόσωπο του είδους. Το τρίο σχηματίστηκε το 1991 και το “Dummy” (1994) έγινε εμβληματικό. Η φωνή της Beth Gibbons, η αναλογική παραγωγή του Geoff Barrow και οι κινηματογραφικές κιθάρες του Adrian Utley διαμόρφωσαν έναν ήχο που έμοιαζε ταυτόχρονα ρετρό και καινοτόμος. Παρότι ο Barrow αποκήρυξε τον όρο “trip hop”, θεωρώντας τον επινόηση των media του Λονδίνου, η μουσική τους έγινε σημείο αναφοράς. Οι Portishead ήταν εκείνοι που έδωσαν σε μια σκηνή πρόσωπο, χωρίς να την εξημερώσουν.
Black Metal – Mayhem
Καμία άλλη σκηνή δεν συνδέθηκε τόσο βαθιά με το χάος, την πρόκληση και τον θάνατο όσο το νορβηγικό black metal των early ’90s. Οι Mayhem, ιδρυμένοι το 1984 από τον Euronymous, έγιναν το πιο αναγνωρίσιμο — και ταυτόχρονα διαβόητο — όνομα του είδους. Η πρώτη τους κυκλοφορία, “Deathcrush”, φάνηκε να απορρίπτει κάθε συμβατική μουσική έννοια. Ήταν ωμή, θορυβώδης και σχεδόν επιθετικά πρόχειρη.

Η αισθητική της σκηνής βασιζόταν στην άρνηση: της παράδοσης, της αγοράς, της ευκολίας. Όμως στους Mayhem, η άρνηση αυτή πήρε υπαρξιακές διαστάσεις. Η αυτοκτονία του τραγουδιστή Dead το 1991 και η δολοφονία του Euronymous από τον Varg Vikernes το 1993 έγιναν μύθος. Το “De Mysteriis Dom” Sathanas κυκλοφόρησε λίγο αργότερα, εν μέσω θρύλων και σκοτεινής ατμόσφαιρας. Για τους Mayhem, το underground ήταν σκοτεινή αναγκαιότητα. Το black metal, όπως το έζησαν εκείνοι, δεν ήθελε κοινό. Ήθελε σύγκρουση και ένα αίσθημα απειλής που ποτέ δεν μαλάκωσε.
No Wave – Gray
Σε αντίθεση με τα περισσότερα μουσικά κινήματα, το no wave δεν επιδίωξε ποτέ διάρκεια ή συνοχή. Ήταν κραυγή, όχι πρόταση. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη των τελών των ’70s, ως απάντηση στην εμπορευματοποίηση του new wave. Αντί για στιλ, προώθησε την απόρριψη: της μελωδίας, της αρμονίας, της συμβατικής δομής. Ήταν μουσική για κατεστραμμένα clubs, για εγκαταλελειμμένες γκαλερί, για ανθρώπους που έβλεπαν την τέχνη ως διάσπαση και όχι ως ολοκλήρωση.
Οι Gray, δημιουργία του Jean-Michel Basquiat και του Michael Holman, ενσάρκωσαν πλήρως αυτό το πνεύμα. Η μπάντα δεν άφησε πίσω της άλμπουμ· άφησε παρουσία. Συνδύαζε θόρυβο, αυτοσχεδιασμό και έντονη συνδιαλλαγή με τα εικαστικά. Το κομμάτι “Drum Mode” χρησιμοποιήθηκε στο “Downtown 81”, μια ταινία που καταγράφει την αστική παρακμή της εποχής με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Basquiat. Οι Gray δεν ανήκαν στη mainstream μουσική βιομηχανία — ούτε στην εναλλακτική. Ήταν πιο κοντά σε installation παρά σε μπάντα. Και το no wave, στο οποίο εντάσσονται, δεν ήταν είδος· ήταν απόρριψη κάθε είδους.
Dark Ambient – Raison d'être
Δεν βασίζεται στον ρυθμό, ούτε σε φωνές, ούτε σε στίχους. Το dark ambient είναι ατμόσφαιρα, αίσθηση, φόβος και περισυλλογή. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ενώ το industrial εξελισσόταν σε χορευτικό υβρίδιο, κάποιοι καλλιτέχνες στράφηκαν στο εσωτερικό. Δημιούργησαν μουσική χωρίς δομή, με drones, ήχους από σκραπαρισμένα μέταλλα, μυστικιστικά samples και ηχογραφημένες τελετουργίες.
Ο Peter Andersson, πίσω από το project Raison d’être, αποτέλεσε έναν από τους πρώτους που έδωσαν συνοχή και βάθος στο είδος. Ξεκίνησε το 1991, στη Σουηδία, και με κάθε του κυκλοφορία εξερευνούσε θέματα θρησκείας, θανάτου και υπαρξιακής απομόνωσης. Η μουσική του έμοιαζε περισσότερο με ηχητικό τοπίο κάποιας εγκαταλελειμμένης μονής παρά με κανονικό άλμπουμ. Οι συνθέσεις του χρησιμοποιούν Γρηγοριανούς ψαλμούς και industrial υφή, δημιουργώντας κάτι που δεν είναι ούτε σκοτεινή ambient ούτε απλό soundtrack τρόμου. Το dark ambient, όπως το διαμόρφωσε ο Raison d’être, δεν υπήρξε ποτέ προσβάσιμο. Και ακριβώς γι’ αυτό, έμεινε πιστό στο πνεύμα του underground — σιωπηλό, αλλά ασφυκτικά παρόν.
Dungeon Synth – Mortiis
Με αισθητική βγαλμένη από fantasy εξώφυλλα, cassette culture και ήχους από synthesizers, το dungeon synth γεννήθηκε στο περιθώριο του black metal. Στις αρχές των ’90s, ο Mortiis — πρώην μπασίστας των Emperor — απομακρύνθηκε από την ακραία κιθαριστική φόρμα και έφτιαξε έναν δικό του κόσμο από συνθετικά τοπία, φανταστικές αφηγήσεις και ηχητικά μονοπάτια που έμοιαζαν με soundtrack χωρίς ταινία.
Το ντεμπούτο του “Født til å Herske” (1994) έμοιαζε περισσότερο με ηχητική περιπλάνηση σε μεσαιωνικό εφιάλτη, παρά με άλμπουμ. Οι συνθέσεις ήταν αργές, μινιμαλιστικές, γεμάτες μελωδίες εμπνευσμένες από dark ambient και folk. Καμία πρόθεση ραδιοφωνικής επιτυχίας· μόνο εσωτερικότητα και σκοτεινή φαντασία. Αν και αρχικά παραγνωρισμένο, το dungeon synth απέκτησε σταδιακά cult status, επηρεάζοντας μια νέα γενιά μουσικών που ηχογραφούν στο σπίτι, εκδίδουν σε κασέτες και αναπτύσσουν κοινότητες μέσω Bandcamp και forums.
Garage Rock – Iggy & the Stooges
Μέσα στα υπόγεια της αμερικανικής επαρχίας των ’60s, εφηβικά συγκροτήματα έπαιζαν θορυβώδη ροκ με ελάχιστη τεχνική, αλλά απόλυτη ένταση. Έτσι γεννήθηκε το garage rock: πρόχειρο, φτηνό και ασυμβίβαστο. Μέχρι το 1968, η σκηνή είχε ήδη αρχίσει να εξασθενεί, όμως κάποιοι αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τη μελωδική στροφή του ρεύματος.
Οι The Stooges, με frontman τον εκρηκτικό Iggy Pop, έφεραν μια νέα βιαιότητα στον ήχο. Το ομώνυμο ντεμπούτο τους το 1969 αγνοήθηκε τότε, όμως σήμερα θεωρείται καταστατικό κείμενο του proto-punk. Τα τραγούδια ήταν απλά, επαναληπτικά και σχεδόν πρωτόγονα· όμως η ενέργεια τους ήταν ωμή και φυσική, σαν να προέκυψε από ένστικτο, όχι πρόβα.
Noise Rock – Sonic Youth
Το noise rock ήταν προϊόν σύγκρουσης ανάμεσα στον πειραματισμό και το σώμα, στην τέχνη και την οργή. Στη Νέα Υόρκη των early ’80s, όταν το punk είχε ήδη αποκτήσει μορφή και πολιτική ταυτότητα, κάποιοι καλλιτέχνες στράφηκαν στην αποδόμησή του. Οι Sonic Youth ήταν στην πρώτη γραμμή αυτού του ήχου που αρνούνταν τις νόρμες.

Με το “Confusion Is Sex” (1983), έφτιαξαν έναν κόσμο γεμάτο παράσιτα, σφυρίγματα, αλλοιωμένες κιθάρες και σκοτεινή αισθητική. Χρησιμοποιούσαν εναλλακτικά κουρδίσματα, αυτοσχεδιασμούς και επιμονή στη φθορά του ήχου. Παρότι οι πρώτες τους δουλειές πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες, η επιρροή τους αποδείχθηκε τεράστια. Καλλιτέχνες όπως ο Kurt Cobain μιλούσαν γι’ αυτούς με σεβασμό, ενώ το alternative ρεύμα των ’90s χρωστά πολλά στη διαστροφή που οι Sonic Youth έφεραν στη ροκ μουσική.
Crust Punk – Amebix
Βαριά, βρώμικη και απολύτως πολιτική, η crust punk σκηνή γεννήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο των early ’80s, ανάμεσα στις στάχτες του anarcho-punk και τον παροξυσμό του hardcore. Οι Amebix, ιδρυμένοι το 1978, θεωρούνται οι πρόδρομοι του ήχου: μείγμα από punk, μεταλλική παραμόρφωση και δυστοπική ατμόσφαιρα. Το “Arise!” (1985) ήταν κραυγή κατά του καπιταλισμού, του πολέμου και της κοινωνικής αποξένωσης. Ο ήχος τους παρέπεμπε σε οδομαχίες και εγκαταλειμμένα εργοστάσια. Χρησιμοποιούσαν μονολιθικά riffs, έντονα φωνητικά και θολή παραγωγή, αναδεικνύοντας την αγωνία της εποχής. Οι Amebix — και η σκηνή που δημιούργησαν — απέρριψαν την τεχνική δεξιότητα ως αστικό κατάλοιπο. Η crust punk δεν ήθελε να είναι κομψή. Ήθελε να φωνάξει μέχρι να σπάσει το μικρόφωνο. Κι αν δεν υπήρχε μικρόφωνο, ακόμα καλύτερα.
Avant-Garde – John Cage
Η πειραματική μουσική δεν ξεκινά από τον ήχο, αλλά από την ιδέα ότι ο ήχος δεν έχει όρια. Ο John Cage δεν ήθελε να συνθέσει απλώς διαφορετικά έργα· ήθελε να επαναπροσδιορίσει τη σχέση μας με τη σιωπή, τον θόρυβο και το τυχαίο από τη δεκαετία του ’40, πρότεινε συνθέσεις όπου οι εκτελεστές δεν ακολουθούσαν νότες, αλλά οδηγίες εμπνευσμένες από τον χώρο γύρω τους ή από αρχαίες φιλοσοφίες. Για να απομακρύνει την προσωπική του πρόθεση από τη διαδικασία, συχνά χρησιμοποιούσε το “I Ching”, ένα αρχαίο κινεζικό κείμενο μαντείας βασισμένο στην τυχαιότητα. Μέσω αυτού, άφηνε τις αποφάσεις της σύνθεσης — όπως ποιες νότες θα παιχτούν ή πότε θα υπάρξει παύση — σε έναν εξωτερικό μηχανισμό.
Το πιο γνωστό του έργο, το “4’33”” (1952), ζητά από τον μουσικό να μην παίξει τίποτα. Ο ήχος που ακούγεται είναι το περιβάλλον: βήματα, αναπνοές, αμηχανία. Η επιρροή του Cage έφτασε σε κάθε γωνιά της avant-garde. Επηρέασε συνθέτες, εικαστικούς, αλλά και ροκ μουσικούς όπως τον John Cale των Velvet Underground. Στο πρόσωπό του, η έννοια του underground γίνεται ιδεολογία: η τέχνη δεν πρέπει να υπακούει· πρέπει να ρωτά. Και η μουσική δεν χρειάζεται πάντα να παίζεται για να ακουστεί.