“Δεν ήθελα να είμαι σταρ. Ήθελα να είμαι αληθινός.”
Ο Val Kilmer δεν είναι πια εδώ. Ο άνθρωπος που μεταμορφωνόταν σε κάθε ρόλο σαν να μην υπήρξε ποτέ ο ίδιος, άφησε πίσω του ένα σώμα από εικόνες, λέξεις και βλέμματα. Πέθανε ο ηθοποιός· έμεινε το φάντασμά του. Πώς χωράνε τόσες ζωές σε ένα μόνο πρόσωπο; Ο Val Kilmer υπήρξε Jim Morrison, Batman, Iceman, Doc Holliday. Όχι ως μεταμφιέσεις, αλλά ως προσωρινές ταυτότητες που απορροφούσε ολόκληρος. Κάθε ρόλος, μια μεταμόρφωση. Κάθε εμφάνιση, μια διαγραφή του ίδιου του εαυτού του.
Ρόλοι με τόσο έντονη ταυτότητα που κινδύνευαν να τον καταπιούν. Εκείνος δεν τους πολέμησε. Τους επέτρεψε να τον διαλύσουν. Και ξαναγεννιόταν κάθε φορά, πίσω από νέα πρόσωπα. Η φιλοδοξία του δεν ήταν να αναγνωρίζεται. Ήταν να χάνεται. Η φήμη του τον πρόλαβε. Όχι για την τέχνη του, αλλά για τη φήμη του ως “δύσκολου” στο σετ. Ήταν τελειομανής. Ήθελε να ξέρει γιατί λέει κάθε ατάκα. Δεν αρκούταν σε έναν σκηνοθέτη που ζητούσε απλώς ένα βλέμμα ή μια παύση.
Ζητούσε αλήθεια. Γι’ αυτό και όταν ήρθε η ώρα να υποδυθεί τον Jim Morrison, δεν έκανε αντιγραφή. Έγινε ο Morrison. Δίχασε κοινό και κριτικούς, ακριβώς επειδή έμοιαζε επικίνδυνα πολύ με το είδωλο. Στο “Tombstone”, μετέτρεψε έναν δευτερεύοντα ρόλο σε εμβληματική μορφή. Και στο “Top Gun”, ο Val Kilmer ενσάρκωσε τον απόλυτο alpha male — σκληρός, ψυχρός, με ατσάλινο βλέμμα — ο μόνος που μπορούσε να σταθεί απέναντι στον Maverick του Tom Cruise.

Όμως εκεί που ο Kilmer αποκάλυψε τα πάντα, ήταν στο “Val”. Το ντοκιμαντέρ που δημιούργησε ο ίδιος από αμέτρητα πλάνα της ζωής του, δεν είναι εξομολόγηση. Είναι αποδοχή. Χωρίς μελοδραματισμό. Χωρίς πόζα. Ένας άνδρας που έχασε τη φωνή του, αφήνει τις εικόνες να μιλήσουν. Δεν υπάρχει δάκρυ. Υπάρχει μια ήσυχη συμφιλίωση με το φθαρτό. Είναι ένα έργο ζωής.
“Δεν θεωρώ τη ζωή μου κλισέ, αλλά είμαι κλισέ εκκεντρικός.”
Μας δείχνει έναν ηθοποιό που δεν έπαιζε ρόλους, αλλά προέβαλε πλευρές του εαυτού του. Ήθελε πάντα να γίνει καλλιτέχνης και όχι διάσημος. Πίστευε ότι η τέχνη δεν είναι διασκέδαση, αλλά πόνος, ακρίβεια και ευθύνη. Και αυτός ο πόνος, που περνούσε μέσα από κάθε ρόλο, έγινε τελικά το αποτύπωμά του. Ο Val Kilmer δεν υπήρξε ποτέ του ηθοποιός που να έμεινε μέσα στη “φούσκα” του comfort zone του. Δεν έκρυψε αδυναμίες, δεν προστάτεψε την εικόνα του. Προτιμούσε να δοκιμάζεται. Ακόμη κι όταν ντυνόταν υπερήρωας, δεν το έκανε για να φανεί δυνατός, αλλά για να δείξει πόσο εύθραυστη είναι η ιδέα της δύναμης.
Ως Batman στο “Batman Forever”, δέχθηκε να αναλάβει έναν ρόλο-μύθο χωρίς να επιδιώξει να ξεπεράσει τους προκατόχους. Δεν φώναζε· υπήρχε. Έκανε τον Bruce Wayne εσωστρεφή, σχεδόν αόρατο. Και αυτό ενόχλησε. Δεν ταίριαζε με το καρτουνίστικο περιβάλλον της ταινίας. Κι όμως, αυτή ακριβώς η αμηχανία ήταν ο τρόπος του να δείξει τον άνθρωπο πίσω από τη στολή.

Αντίθετα, στο “The Doors”, βυθίστηκε στον Jim Morrison με τρόπο επικίνδυνο. Έφτασε στα όρια της μίμησης, αλλά τελικά δεν τον αντέγραψε. Τον αφομοίωσε. Έζησε με τη φωνή, το βλέμμα και τα ξεσπάσματά του. Ήταν από τις σπάνιες φορές που ο ηθοποιός έκανε κοινό και σκηνοθέτη να ξεχάσουν ότι βλέπουν κάποιον άλλον. Εκείνη τη στιγμή, ο Kilmer δεν υποδυόταν. Ήταν.
“Νομίζω ότι ο θάνατος είναι απλώς μια μετάβαση σε μια άλλη κατάσταση συνείδησης.”
Στο “Tombstone”, ως Doc Holliday, πήρε έναν ρόλο σχεδόν κλισέ και τον μετέτρεψε σε πυρήνα της ταινίας. Μάταιος, ειρωνικός, αυτοκαταστροφικός και με μια λεπτή τραγικότητα που έκρυβε στο βλέμμα του. Έκλεβε κάθε σκηνή, χωρίς ποτέ να το προσπαθεί. Σαν να είχε καταλάβει ότι η αληθινή δύναμη κρύβεται σε εκείνον που έχει ήδη αποδεχτεί το τέλος του. Στο “Heat”, η παρουσία του δίπλα στον Pacino και τον De Niro δεν τον επισκίασε. Έδωσε έναν χαρακτήρα “ήσυχα” επικίνδυνο. Στο “The Saint”, πειραματίστηκε με μεταμφιέσεις, κάνοντας το χαμαιλεοντικό του ταλέντο πιο εμφανές από ποτέ.
Δεν είχε ανάγκη το προσκήνιο. Έμοιαζε πάντα έτοιμος να χαθεί πίσω από κάτι. Ίσως γιατί ποτέ δεν πίστεψε στον μύθο του Χόλιγουντ. Πίστεψε μόνο στην τέχνη. Ο Val Kilmer δεν πρόλαβε να αποκατασταθεί πλήρως στα μάτια του κοινού. Δεν έζησε μια όψιμη αναγνώριση, ούτε ένιωσε την καθολική αποδοχή. Όμως δεν τη ζήτησε ποτέ. Δεν επεδίωξε να γίνει θρύλος. Αρκέστηκε στο να αφήνει κομμάτια του σε κάθε ταινία. Κάποια από αυτά, οι περισσότεροι τα προσπεράσαμε. Άλλα μας σημάδεψαν χωρίς να το καταλάβουμε.

Η φωνή του χάθηκε, μα η παρουσία του παρέμεινε. Όχι μέσα από αγαλματώδεις ερμηνείες ή επικές σκηνές, αλλά μέσα από μια σπάνια ειλικρίνεια. Ο Kilmer δεν ήθελε να παίζει ρόλους· ήθελε να πει αλήθειες. Και γι’ αυτό, με τον καιρό, η εικόνα του έγινε κάτι περισσότερο από γνωστό πρόσωπο. Έγινε φάντασμα. Από αυτά που δεν σε στοιχειώνουν, αλλά σε ακολουθούν. Σιωπηλά. Σαν υπενθύμιση ότι η τέχνη δεν χρειάζεται φωνή, αν έχει ψυχή.
“Αυτή είναι η χαρά της τέχνης – θα έπρεπε να είναι επικίνδυνη και προκλητική, αλλά είναι απλώς τέχνη – είναι ασφαλής.”
Το “Val” μάς το έδειξε ξεκάθαρα. Πως ο ίδιος ο ηθοποιός ήξερε τι ερχόταν. Και αντί να το φοβηθεί, αποφάσισε να το μοιραστεί. Το ντοκιμαντέρ δεν είναι φόρος τιμής· είναι πράξη επιβίωσης. Μια τελευταία παράσταση, χωρίς φτιασίδια. Ένας άνθρωπος που απογυμνώνεται μπροστά στο κοινό, όχι για να τον θαυμάσεις, αλλά για να τον θυμάσαι.
Ο θάνατος του Val Kilmer δεν είναι το τέλος μιας καριέρας. Είναι το κλείσιμο ενός κύκλου που είχε πάντα τη μορφή κύματος: ήσυχος στην αρχή, ορμητικός στη μέση, ήρεμος στο τέλος. Κι όσο κι αν προσπαθήσουμε να τον ορίσουμε με λέξεις, εκείνος θα παραμένει απροσδιόριστος. Γιατί έτσι διάλεξε να υπάρχει: σαν φάντασμα ανάμεσα στους ρόλους. Θα κλείσω αυτό το άρθρο με μια φράση του Roger Ebert για την κληρονομιά του Val Kilmer, που νομίζω ότι περιγράφει καλύτερα τη σημασία του ως ηθοποιου.