Το 2003, οι White Stripes κυκλοφόρησαν το “Elephant”, έναν δίσκο που δεν έμοιαζε με τίποτα εκείνης της εποχής. Ηχογραφήθηκε μέσα σε δύο εβδομάδες με παλιό εξοπλισμό στα Toe Rag Studios του Λονδίνου. Εκεί, όλα λειτουργούσαν σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος — με αναλογικές συσκευές κολλημένες με μονωτική ταινία. Δεν χρησιμοποιήθηκαν ψηφιακά μέσα ούτε σύγχρονα μηχανήματα. Ο Jack White ήθελε να είναι ξεκάθαρο πως αυτός ο δίσκος δεν θα είχε καμία σχέση με το σήμερα — και το πέτυχε. Το “Elephant” δεν προσπάθησε να αντιγράψει το παρελθόν. Αντίθετα, το χρησιμοποιήσε σαν εργαλείο για να φτιάξει κάτι εντελώς δικό του — σκληρό και αυθεντικό, με ένα fuzz πετάλι και ένα λιτό drum kit.
Στην αρχή των 2000s, κανείς δεν πόνταρε στους White Stripes. Το στυλ τους είχε σχεδόν εξαφανιστεί από το ραδιόφωνο. Τη θέση τους είχαν πάρει η ποπ, οι συνεργασίες με ράπερς και το ντεμαράζ του nu-metal. Το “White Blood Cells” είχε τραβήξει λίγη προσοχή. Όμως το “Elephant” ήταν αυτό που θα άλλαζε τα πάντα. Εκεί που άλλες μπάντες αρκούνταν στο ρετρό στυλ, οι White Stripes το πήγαν αλλού. Έσφιξαν ακόμα περισσότερο τους περιορισμούς τους. Και τελικά, μέσα από αυτούς, έφτιαξαν έναν ήχο τόσο άμεσο που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητος. Και αυτός ο ήχος ξεκίνησε με ένα riff.
Το “Seven Nation Army” δεν γράφτηκε ποτέ για να γίνει ύμνος. Ο Jack White σκέφτηκε την κλασική πια μελωδία σε ένα soundcheck στην Αυστραλία. Στην αρχή, την είχε στο μυαλό του για το επόμενο τραγούδι του James Bond. Το riff δημιουργήθηκε σε μια ημι-ακουστική κιθάρα, συνδεδεμένη με πετάλι DigiTech Whammy. Έτσι, κατάφερε να μοιάζει με ήχο μπάσου. Ήταν απλό, catchy και επιθετικό. Δεν χρειαζόταν καν ρεφρέν. Το ίδιο το riff τα έλεγε όλα.
Ένα riff που έγινε σύνθημα και ένας δίσκος που απέδειξε πως δύο άτομα αρκούν για να κάνουν θόρυβο
Σήμερα, το τραγουδούν σχεδόν σε όλα τα γήπεδα του κόσμου — συχνά από κόσμο που δεν γνωρίζει καν το συγκρότημα. Έγινε ποδοσφαιρικός ύμνος, σύνθημα σε πορείες και κάτι σαν άτυπη «μελωδία του πλήθους». Όταν τόσοι άνθρωποι αναγνωρίζουν το riff, αλλά αγνοούν τους δημιουργούς του, λογικά, έχεις φτιάξει κάτι που σε ξεπερνά.
Αλλά το “Elephant” δεν ήταν μόνο το “Seven Nation Army”. Είναι ένα fuzzy άλμπουμ επηρεασμένο από blues, με χιούμορ που φλερτάρει με τον αυτοσαρκασμό και με έναν, lo-fi ήχο που ακούγεται σαν δήλωση. Το “Ball and Biscuit” είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ένα επτάλεπτο παραλήρημα γεμάτο παραμόρφωση, φωνητικές εξάρσεις και κιθαριστική αυθάδεια, που παραμένει βασικό κομμάτι στις σόλο εμφανίσεις του Jack White. Το “The Hardest Button to Button” παίρνει μια ιστορία οικογενειακής έντασης και τη μετατρέπει σε κάτι που θυμίζει τελετουργία, με ρυθμό που μοιάζει να χτυπάει επίμονα σαν σφυγμός. Κι έπειτα έρχεται το “There’s No Home for You Here” — ένα κομμάτι φορτωμένο με τόσα στρώματα ήχου, που το μαγνητόφωνο δείχνει να μην αντέχει άλλο.

Αν το “Elephant” ακούγεται τεράστιο, είναι επειδή ηχογραφήθηκε σαν να προσπαθούσαν να καλύψουν το κενό μιας ολόκληρης μπάντας. Δεν υπάρχει μπασίστας. Δεν υπάρχουν έγχορδα, ούτε περίπλοκες ενορχηστρώσεις. Υπάρχουν μόνο ο Jack και η Meg White — δύο άτομα που καταφέρνουν να δίνουν την εντύπωση πως παίζουν μπροστά σε γεμάτο στάδιο, χρησιμοποιώντας τα πιο βασικά μέσα. Ο εξοπλισμός του Jack θυμίζει αποθήκη μουσικού μουσείου: μια Kay Hollowbody του 1950, μια Airline Res-O-Glass του ’64, ένα πετάλι Big Muff Pi, ένα σετ ντραμς Ludwig και ένας μίκτης Calrec M-series. Και αυτό ήταν όλο. Η μπάντα χρησιμοποίησε μόνο δύο πετάλια κιθάρας και ένα απλό οκτακάναλο. Θα μπορούσε κανείς να το αναπαράγει ακόμα και με περιορισμένα μέσα — αρκεί να είχε το θάρρος και την ικανότητα να μετατρέψει τον περιορισμό σε δύναμη. Όπως ακριβώς έκαναν οι White Stripes.
Η Meg White στήριξε το “Elephant”, ενώ ο Jack το μετέτρεψε σε πλήρες έργο τέχνης, όχι απλώς δίσκο
Ο ρόλος της Meg White παρεξηγήθηκε πολλές φορές — και μερικοί τον απέρριψαν τελείως. Όμως το παίξιμό της στα τύμπανα, απότομο και λιτό, ήταν αυτό που κρατούσε το “Elephant” γερά στο έδαφος. Έβαζε τάξη στο χάος, ειδικά όταν ο Jack έδειχνε έτοιμος να ξεφύγει. Στο “In the Cold, Cold Night” πήρε και πρώτη φορά το μικρόφωνο. Η φωνή της ήταν ψυχρή και μακρινή, αλλά με έναν τρόπο που έκανε τον ρόλο του τραγουδιστή να ακούγεται αλλιώς. Αναποδογύρισε την εικόνα του lead vocal σε μπάντα σαν αυτή. Οι κριτικοί της εποχής κάποια στιγμή σταμάτησαν να αναρωτιούνται αν «ήξερε να παίζει». Άρχισαν να καταλαβαίνουν πως η παρουσία της ήταν απαραίτητη.
Η αισθητική του άλμπουμ ήταν τόσο μελετημένη όσο και η μουσική του. Το εξώφυλλο δεν μπήκε τυχαία. Ήταν ένα παζλ. Ο Jack και η Meg ποζάρουν μέσα σε σκηνικό που θυμίζει τσίρκο, γεμάτο με κρυμμένα σύμβολα. Αν το παρατηρήσεις αρκετά, η στάση τους σχηματίζει το πρόσωπο ενός ελέφαντα. Υπάρχουν κρανία, φιστίκια, σχοινιά, λάμπες και λευκές κορδέλες. Ο Jack σχηματίζει τα «κέρατα του διαβόλου». Η Meg δείχνει να κλαίει. Κάθε λεπτομέρεια μοιάζει να ζητάει ερμηνεία. Στον κορμό υπάρχει το σημάδι “III” — η προσωπική υπογραφή του Jack, που εμφανίζεται συχνά στις δουλειές του.
Ο Jack White πάντα έβλεπε τα άλμπουμ σαν αντικείμενα με αξία. Ήθελε να αντέχουν στον χρόνο. Γι’ αυτό δεν χρησιμοποιούσε υπολογιστές στην παραγωγή. Γι’ αυτό επέλεξε τα Toe Rag Studios, όπου όλα λειτουργούν σαν να ’μαστε στη δεκαετία του ’60. Το στούντιο θυμίζει χρονοκάψουλα. Αυτό εξηγεί και τις πολλαπλές εκδόσεις εξώφυλλου που κυκλοφόρησαν παγκοσμίως. Ήθελε το “Elephant” να μοιάζει με ολοκληρωμένη καλλιτεχνική τοποθέτηση και όχι με προϊόν προς πώληση.
Μέσα σε έναν χρόνο από την κυκλοφορία του, το “Elephant” έγινε πλατινένιο σε διάφορες χώρες
Στιχουργικά, το άλμπουμ δεν λέει μια ενιαία ιστορία. Μοιάζει περισσότερο με μια σειρά από επιμέρους αφηγήσεις. Το “You’ve Got Her in Your Pocket” είναι ένα ακουστικό, σχεδόν ψιθυριστό κομμάτι. Ακούγεται κτητικό, αλλά μοιάζει έτοιμο να διαλυθεί από στιγμή σε στιγμή. Το “Little Acorns” ξεκινά με τη φωνή του δημοσιογράφου Mort Crim. Περιγράφει πώς οι σκίουροι αποθηκεύουν καρύδια για τον χειμώνα.
Οι κριτικοί δεν ήξεραν εύκολα πού να το τοποθετήσουν όταν κυκλοφόρησε. Το “Elephant” δεν ακολουθούσε κάποιο ξεκάθαρο μουσικό είδος. Είχε ένταση, ρυθμό και βάθος, αλλά έφτιαχνε δικούς του κανόνες. Δεν έμοιαζε να κοιτάει πίσω. Χρησιμοποιούσε τη νοσταλγία σαν εργαλείο για να πάει παρακάτω. Οι πρώτες αντιδράσεις ήταν μοιρασμένες. Κάποιοι στάθηκαν στο στιλ και την εικόνα — το χρώμα, την ιστορία πίσω από το ντουέτο, τα «κόλπα». Άλλοι, όμως, προτίμησαν να ακούσουν. Με τον καιρό, όλα αυτά πέρασαν σε δεύτερο πλάνο. Αυτό που έμεινε ήταν η μουσική. Και φυσικά, εκείνο το riff που ακόμα αντέχει.
Μέσα σε έναν χρόνο από την κυκλοφορία του, το “Elephant” έγινε πλατινένιο σε πολλές χώρες. Κέρδισε Grammy και έφερε τους White Stripes σε τεράστιες σκηνές — παρότι δεν φαίνονταν να το κυνηγούν. Η ειρωνεία; Ο Jack White έλεγε πως μισεί τη φήμη. Ή τουλάχιστον αυτό δήλωνε. Το άλμπουμ είναι γεμάτο υπαινιγμούς δυσαρέσκειας. Το “Little Room”, από το “White Blood Cells”, είχε ήδη δώσει μια ιδέα. Στο “Elephant”, αυτή η ανησυχία γίνεται πιο έντονη και παίρνει θεατρική μορφή. Ο Jack μοιάζει να θέλει να φύγει, αλλά και να μείνει. Θέλει να αποφύγει τα φώτα, αλλά τα χρειάζεται.
Δύο άτομα, παλιός εξοπλισμός και ένα riff που δεν ξεχνιέται — το “Elephant” ακόμα κάνει τον κόσμο να δονείται
Είκοσι χρόνια μετά, το “Elephant” εξακολουθεί να στέκεται. Όχι επειδή είναι τέλειο, αλλά επειδή δεν προσπαθεί να γίνει. Αφήνει τα πράγματα όπως είναι. Μοιάζει ακατάστατο, αλλά με τον σωστό τρόπο. Μπορείς να αναλύσεις τους συμβολισμούς του. Να μιλήσεις για την αναλογική του στάση ή να τραγουδήσεις το riff του στο γήπεδο. Όμως, στο τέλος της ημέρας, το “Elephant” κατάφερε μα γράψει ιστορία. Με δικούς του κανόνες, με δική του φωνή, και με ένταση που λίγα άλμπουμ έχουν τολμήσει.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Artist: The White Stripes