Πριν γίνουν πρωτοσέλιδα και αποκτήσουν μνημεία, οι Lynyrd Skynyrd ήταν μια μπάντα που έδωσε νέα πνοή στο αμερικανικό ροκ μέσα από μια παράγκα λίγο έξω από το Jacksonville. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, στη Φλόριντα, αυτή η παράγκα βρισκόταν στην καρδιά μιας πρόχειρης αλλά γεμάτης ενέργεια σκηνής, όπου μπάντες έκαναν πρόβες δίπλα στον ποταμό St. Johns, ανταλλάσσοντας μεταξύ τους ιδέες και μπύρες. Το πνεύμα των Allman Brothers ήταν παντού, ενώ μαγαζιά όπως το The Comic Book Club και το West Tavern φιλοξενούσαν διαρκώς μουσικούς που προσπαθούσαν να συνδυάσουν τον ήχο της country με το hard rock και τα blues.
Οι Skynyrd ήταν κομμάτι αυτής της σκηνής, αλλά με μια ένταση που τους ξεχώριζε. Η επιλογή τους να έχουν τρεις κιθάρες δεν έγινε για να εντυπωσιάσουν, αλλά προέκυψε μέσα από τις ατελείωτες ώρες στο “Hell House”, όπου δούλευαν οκτώ έως δώδεκα ώρες τη φορά, ψάχνωντας ο καθένας να βρει τον ρόλο του. Ο Ronnie Van Zant, που ηγούνταν του όλου εγχείρηματος, έγραφε με απλή γλώσσα για απλά και ουσιαστικά θέματα όπως η δουλειά και τα λάθη της καθημερινότητας, και περίμενε από τη μουσική την ίδια καθαρότητα. Το αποτέλεσμα ήταν τραγούδια που όρισαν τη δική τους σχολή, με το “Free Bird” να γίνεται πρότυπο για ολόκληρη τη σκηνή, το “Sweet Home Alabama” να εκφράζει μια ολόκληρη κουλτούρα, το “Simple Man” να μιλάει με ειλικρίνεια για τις αξίες της ζωής και το “Gimme Three Steps” να αφηγείται ιστορίες της καθημερινότητας με μοναδικό τρόπο.
Έτσι, μέχρι το 1977 οι Lynyrd Skynyrd είχαν ήδη χαράξει τον δικό τους δρόμο στο μουσικό γίγνεσθαι, δείχνοντας πώς μια μπάντα που έπαιζε σε στάδια μπορούσε να ακούγεται δυνατά στα FM και παράλληνα να διατηρεί τον τοπικό της χαρακτήρα. Η εξήγηση για αυτό ήταν ότι η μουσική τους είχε ουσία, μιλούσε σε κανονικούς ανθρώπους και βασιζόταν σε σκληρή δουλειά και αληθινό πάθος.
Η πτήση που δεν θα έφτανε ποτέ
Στις 20 Οκτωβρίου 1977, οι Lynyrd Skynyrd μπήκαν σε ένα Convair CV-240 του 1948 για να πετάξουν από το Greenville της Νότιας Καρολίνας προς το Baton Rouge της Λουιζιάνα. Η μπάντα είχε μόλις παρατήσει το λεωφορείο της για αυτό το παλιό δικινητήριο αεροπλάνο, παρότι αρκετά μέλη ανησυχούσαν για την ασφάλειά του. Η Cassie Gaines, για παράδειγμα, μία από τις τραγουδίστριες των Honkettes, ήταν ιδιαίτερα διστακτική να επιβιβαστεί. Ο Ronnie Van Zant, με τη συνηθισμένη του μοιρολατρία, απάντησε: «Αν είναι η ώρα σου, είναι η ώρα σου». Εκείνο το απόγευμα, η μπάντα, το πλήρωμα και οι πιλότοι, συνολικά 24 άτομα, απογειώθηκαν χωρίς να γνωρίζουν ότι η πτήση τους θα τελείωνε μέσα σε έναν βάλτο του Μισισιπή.

Λίγο μετά τις δύο ώρες πτήσης, άρχισαν τα πρώτα προβλήματα. Οι πιλότοι ενημέρωσαν τον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας ότι το αεροπλάνο είχε ελάχιστα καύσιμα και ζήτησαν άδεια να προσγειωθούν στο κοντινότερο αεροδρόμιο, στο McComb του Μισισιπή. Λίγα λεπτά αργότερα, οι δύο κινητήρες σταμάτησαν να λειτουργούν. Το Convair άρχισε να χάνει γρήγορα ύψος, γλιστρώντας χωρίς έλεγχο πάνω από τα πυκνά δάση κοντά στο Gillsburg. Όπως θυμήθηκαν αργότερα οι επιζώντες, η κάθοδος έμοιαζε ατελείωτη, με τον ήχο από τις κορυφές των δέντρων να χτυπούν με δύναμη το σκάφος. Όταν το αεροπλάνο τελικά έπεσε στο έδαφος, διαλύθηκε, σκορπίζοντας μέταλλα, αποσκευές και ανθρώπινα σώματα μέσα στον βάλτο.
Έξι άτομα σκοτώθηκαν επί τόπου: ο Ronnie Van Zant, ο κιθαρίστας Steve Gaines, η τραγουδίστρια Cassie Gaines, ο βοηθός του road manager Dean Kilpatrick και οι δύο πιλότοι, Walter McCreary και William Gray. Οι υπόλοιποι επέζησαν, αλλά με βαριά τραύματα. Ο πληκτράς Billy Powell είχε κατάγματα στο πρόσωπο και στο γόνατο. Ο κιθαρίστας Gary Rossington έσπασε και τα δύο χέρια, ένα πόδι και υπέστη εσωτερικά τραύματα. Ο ντράμερ Artimus Pyle είχε σπασμένο στέρνο και πλευρά που προεξείχαν από το στήθος του. Η καρδιά του μπασίστα Leon Wilkeson σταμάτησε δύο φορές στο χειρουργείο πριν οι γιατροί καταφέρουν να τον επαναφέρουν. Όλοι οι επιζώντες κουβαλούσαν σωματικά και ψυχολογικά σημάδια που θα τους ακολουθούσαν για πολλά χρόνια.
Ο εφιάλτης μέσα στο δάσος
Η πρόσβαση στο σημείο της συντριβής ήταν εφιάλτης για τα συνεργεία διάσωσης. Τα συντρίμμια βρίσκονταν βαθιά μέσα σε δασική περιοχή, περικυκλωμένα από νερό και πυκνή βλάστηση. Οι διασώστες χρειάστηκε να ανοίξουν μονοπάτι μέσα από το δάσος, ξεκινώντας από τον κοντινό αυτοκινητόδρομο 568. Πέρασαν ώρες μέχρι να μπορέσουν να μεταφέρουν τους τραυματίες με ελικόπτερο. Καθώς έπεφτε η νύχτα, χιλιάδες άνθρωποι έφταναν στο σημείο του δυστυχήματος, άλλοι για να βοηθήσουν και άλλοι για να μαζέψουν αναμνηστικά. Μάρτυρες ανέφεραν ότι κάποιοι λεηλατούσαν τα υπάρχοντα των νεκρών και των τραυματιών, παίρνοντας ρολόγια, κοσμήματα, πορτοφόλια ή ακόμα και κομμάτια από το αεροπλάνο με το όνομα του συγκροτήματος.
Στο Jacksonville της Φλόριντα, τα τοπικά κανάλια διέκοψαν το πρόγραμμά τους για να ανακοινώσουν τη συντριβή. Οι fans μαζεύτηκαν γύρω από τις τηλεοράσεις, περιμένοντας με αγωνία να ακούσουν τα ονόματα. Όταν ο Walter Cronkite επιβεβαίωσε τα θύματα στο CBS εκείνο το βράδυ, η είδηση προκάλεσε σοκ σε όλη τη χώρα. Οι Lynyrd Skynyrd βρίσκονταν στο απόγειο της καριέρας τους. Το “Street Survivors” είχε κυκλοφορήσει μόλις τρεις μέρες πριν, και το εξώφυλλο του άλμπουμ, που έδειχνε τη μπάντα τυλιγμένη στις φλόγες, απέκτησε ξαφνικά μια σκοτεινή σημασία. Η MCA Records το αντικατέστησε γρήγορα με μια πιο ουδέτερη εκδοχή.
Οι ερευνητές της Εθνικής Επιτροπής Ασφάλειας Μεταφορών (NTSB) κατέληξαν ότι το αεροπλάνο έμεινε από καύσιμα εξαιτίας κακού σχεδιασμού της πτήσης και άνισης καύσης που προκλήθηκε από βλάβη σε έναν από τους κινητήρες. Οι πιλότοι φαίνεται πως βασίστηκαν σε λανθασμένες ενδείξεις των μετρητών καυσίμων και δεν υπολόγισαν σωστά την κατανάλωση. Το συμπέρασμα ήταν απλό και σκληρό: η συντριβή μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Για τις οικογένειες των μελών της μπάντας, η εξήγηση δεν έφερε καμία παρηγοριά. Πολλοί είχαν ήδη εκφράσει ανησυχίες ότι το αεροπλάνο δεν ήταν ασφαλές. Οι Aerosmith, που είχαν σκεφτεί να νοικιάσουν το ίδιο Convair νωρίτερα εκείνη τη χρονιά, λέγεται ότι το απέρριψαν όταν είδαν το πλήρωμα να πίνει κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης.
Η σιωπή μετά την πτώση
Τις μέρες μετά τη συντριβή, οι οικογένειες των θυμάτων μεταφέρθηκαν αεροπορικώς στο Μισισιπή για να αναγνωρίσουν τα πτώματα. Ο πατέρας του Ronnie, Lacy Van Zant, ταξίδεψε εκεί μαζί με μέλη των .38 Special. Όταν αργότερα επισκέφθηκε τους επιζώντες στο νοσοκομείο, τους είπε μόνο ότι ο Ronnie ήταν καλά, θέλοντας να τους προστατεύσει μέχρι να είναι έτοιμοι να μάθουν την αλήθεια. Οι κηδείες που ακολούθησαν ήταν γεμάτες θλίψη και αναστάτωση. Οπαδοί των Lynyrd Skynyrd πλημμύρισαν το Jacksonville και η αστυνομία δυσκολεύτηκε να συγκρατήσει το πλήθος που αποχαιρετούσε τους χαμένους ήρωές του.

Το αίσθημα ενοχής των επιζώντων σημάδεψε τη μετέπειτα πορεία της μπάντας. Ο Gary Rossington παραδέχτηκε αργότερα ότι ξαναζούσε για χρόνια τις τελευταίες στιγμές της πτήσης, προσπαθώντας να καταλάβει γιατί εκείνος επέζησε ενώ όσοι κάθονταν γύρω του όχι. Για τον Allen Collins, που είχε σπάσει τη σπονδυλική του στήλη στο ατύχημα, το βάρος αυτό έγινε δυσβάσταχτο. Την επόμενη δεκαετία, η τραγωδία συνέχισε να τους κυνηγά. Η σύζυγος του Collins πέθανε το 1980 από επιπλοκές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, και πέντε χρόνια αργότερα εκείνος τραυματίστηκε σοβαρά σε τροχαίο που σκότωσε τη φίλη του και τον άφησε παράλυτο. Πέθανε από πνευμονία το 1990. Ο Leon Wilkeson, αφού επέζησε από σοβαρό τραυματισμό στον λαιμό τη δεκαετία του 1990, πέθανε το 2001, ενώ ο Billy Powell έφυγε από καρδιακή προσβολή το 2009. Μέχρι τότε, μόνο ο Gary Rossington και ο Artimus Pyle είχαν απομείνει από τη σύνθεση του 1977.
Η φλόγα που άναψε ξανά
Το 1987, τα μέλη που είχαν επιζήσει ξαναενώθηκαν για μια περιοδεία-αφιέρωμα, με τον μικρότερο αδελφό του Ronnie, Johnny Van Zant, στα φωνητικά. Η επανένωση αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον του κοινού και οδήγησε στο live άλμπουμ “Southern by the Grace of God”. Αν και κάποιοι κριτικοί το απλώς μια κίνηση νοσταλγίας, για τους οπαδούς τους ήταν μια πράξη βαθιάς συγκίνησης. Κράτησε ζωντανή την πεποίθηση ότι η κληρονομιά των Skynyrd δεν είχε χαθεί στο Gillsburg και πως η μουσική τους είχε ακόμη λόγο ύπαρξης.
Με τα χρόνια, η ιστορία του ατυχήματος έγινε ένας από τους πιο γνωστούς και συγκλονιστικούς θρύλους της ροκ μουσικής. Επαναλήφθηκε σε ντοκιμαντέρ, βιβλία και αργότερα σε ταινίες, αν και νομικές διαμάχες καθυστέρησαν κάποιες από αυτές τις παραγωγές. Το 2018, το ντοκιμαντέρ “If I Leave Here Tomorrow” αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον του κοινού, θυμίζοντας σε όλους πως πίσω από τον μύθο υπήρχαν αληθινοί άνθρωποι, με σπασμένα κόκαλα, διαλυμένες οικογένειες και έναν δεσμό που δεν γιατρεύτηκε ποτέ ολοκληρωτικά.
Σήμερα, ένα μνημείο από γρανίτη στέκεται κοντά στο σημείο της συντριβής στο Μισισιπή, χρηματοδοτημένο από θαυμαστές και τη σύζυγο του Ronnie Van Zant. Επισκέπτες συνεχίζουν να αφήνουν λουλούδια, χειρόγραφα σημειώματα και πένες κιθάρας κάτω από τις χαραγμένες λέξεις του “Free Bird”. Η περιοχή παραμένει ήσυχη και κάπως απόκοσμη, περιτριγυρισμένη από πεύκα όμοια με εκείνα που έριξαν το αεροπλάνο εκείνο το βράδυ του Οκτωβρίου. Το μνημείο δεν μιλά απαραίτητα για το τέλος, αλλά και για τη δύναμη των Lynyrd Skynyrd να μετατρέπουν τον ιδρώτα και τον πόνο σε κάτι που ακόμα έχει σημασία.