Με μία καθυστέρηση μεν, αλλά δε γινόταν να λείπει από το «μενού» μας ο συγκεκριμένος δίσκος. Πριν προχωρήσουμε στα του album, αν εισάγουμε δύο πυλώνες οι οποίοι είναι σημαντικοί για την εξέλιξη του παρόντος κειμένου. Αρχικά να ξεκαθαρίσουμε ότι οι Γερμανοί είναι ένα από τα μεγαλύτερα σήματα του ευρύτερου heavy metal χώρου – ιδιαίτερα στο power metal δεν υπάρχει κάτι που έστω να τους κοντράρει από απόσταση – και πως όσο και να χάρηκα με την κίνηση του Pumpkins United, εξακολουθώ να τη θεωρώ περισσότερο οικονομική συμφωνία παρά απόρροια κάποιας βαθύτερης καλλιτεχνικής ανησυχίας.
Αυτό που δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να προσδιορίσω είναι χρονικό κενό αναμεσά στο ομώνυμο και την τελευταία δουλειά των Helloween. Έχουν περάσει έξι χρόνια από το descent “My God-Given Right” η επιστροφή των Kai Hansen κατά κύριο λόγο και Michael Kiske αλλάζει κατά πολύ τα δεδομένα. Τελευταία φορά που οι προαναφερθέντες έκατσαν στο ίδιο τραπέζι να γράψουν δίσκο με τον Michael Weikath ήταν το μακρινό 1998. Τότε δηλαδή που κυκλοφορούσαν το δεύτερο μέρος του “Keeper of the Seven Keys“.
Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα, πρέπει να ψάξουμε στη συγκεκριμένη κυκλοφορία να βρούμε ψήγματα εκείνου του συνθετικού μεγαλείου ή να τον ακούσουμε σαν να είναι πρώτη δουλειά μίας νέας μπάντας, που απλά τα μέλη της τυγχάνουν να είναι μπαρουτοκαπνισμένοι μουσικοί. Όποιος δρόμος και αν επιλεγεί, έχω μία άποψη που δεν μπορεί να αλλάξει και αναφέρει ότι δίσκοι όπως τα “Keeper of the Seven Keys“ είναι albums που είναι σχεδόν αδύνατο να επαναληφθεί το μεγαλείο τους, και ακριβώς αυτό το απροσπέλαστο εμπόδιο, τα καθιστά μοναδικά και αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου.
Αν το "Helloween" ήταν δέκα λεπτά μικρότερο, δε θα ενοχλούσε κανέναν
Κάτι ακόμα που με προβλημάτιζε αναφορικά με τον δίσκο ήταν συνύπαρξη τριών κιθαρών (ok, το έχουν κάνει και οι Iron Maiden, αλλά μεταξύ μας, δεν είναι κάτι σύνηθες και υπάρχει λόγος για αυτό), «δυόμιση» τραγουδιστών αλλά η σημαντικότερη υπεραριθμία εντοπίζεται στους συνθέτες, που ούτε λίγο-ούτε πολύ, έχουμε να κάνουμε με πέντε διαφορετικούς και όπως λέει η λαϊκή σοφία, όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει.
Η διάρκεια του album φαίνεται να επιβεβαιώνει τη συγκεκριμένη ρήση, αφού τα δώδεκα κομμάτια του album απλώνονται σε έναν δίσκο συνολικής διάρκειας 64 λεπτών. Φυσικά, αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Αφού κανείς δε λέει όχι σε μία ώρα καλής μουσικής. Όμως, η ιστορία έχει δείξει ότι συνήθως τέτοια albums είναι φλύαρα και η ουσία θα μπορούσε να είχε αποτυπωθεί στα 2/3.
Πάμε λοιπόν να παραθέσουμε το πρώτο συμπέρασμα για το συγκεκριμένο album και να αναφέρουμε ότι σίγουρα ένα δεκάλεπτο μικρότερο να ήταν δε θα πείραζε κανέναν, αυτό όμως δε σημαίνει ότι είναι κουραστικό, αντιθέτως η συνολική του διάρκεια αποτελεί συνισταμένη των πολλών ομόρροπων μουσικών δυνάμεων που του ασκούνται.
Γρήγορα στον δίσκο απαντάται το ερώτημα το ποιος είναι ο καλύτερος τραγουδιστής και η απάντηση δε θα μπορούσε να είναι άλλη από το όνομα του Michael Kiske
Η αυλαία σηκώνεται με το “Out for the Glory” το οποίο κλείνει το μάτι στους θαυμαστές της Keeper εποχής. Έψαχνα πολύ ώρα να βρω το κατάλληλο επίθετο για να χαρακτηρίσω τον ρυθμό του και τελικά κατέληξα στο «φουσκωμένος». Σκεφτείτε έναν αητό που φουσκώνει το στήθος και προσπαθήστε να τραγουδοποιήσετε τη συγκεκριμένη εικόνα. Kαι όχι, η επιλογή του πτηνού δεν είναι τυχαία.
Επίσης, επειδή ακούμε και τις τρεις φωνές στο συγκεκριμένο κομμάτι, μας λύνεται και μία μεγάλη απορία. Ποιος τελικά είναι ο καλύτερος τραγουδιστής; Η απάντηση είναι αβίαστη και ακούει στο όνομα Michael Kiske. Για τον οποίο τι να πει κανείς, έχοντας ξεπεράσει εδώ και τρία χρόνια τον μισό αιώνα ζωής, η φωνή του εξακολουθεί να παραμένει σε top επίπεδο.
Ο Weikath – και σας μιλάει Hansen fan – απέδειξε από το πρώτο κομμάτι κιόλας ότι γνωρίζει πολύ καλά τι χαρτιά έχει για να παίξει, επομένως δε θα μπλοφάρει, παίζει τα ρέστα του και κάθε κομμάτι-κόλπο του δίσκου, το κερδίζει. Ο Denris υπογράφει το “Fear of the Fallen“, το δεύτερο τραγούδι του album το οποίο αν ο Andi συμμετείχε στα Keepers θα πίστευα ότι ήταν κάποιο κομμένο που ενισχύθηκε με νέες ιδέες.
Όλα τα στοιχεία συντελούν στο ότι θα έχουμε να κάνουμε με έναν εξαιρετικό δίσκο με ακαταμάχητο groove
Αν και η ακουστική κιθάρα προϊδεάζει για κατέβασμα ταχυτήτων, ο ρυθμός μετά γίνεται φρενήρης. H συνύπαρξη των ψηλών του Kiske με τις χαμηλές του Denris, χρωματίζουν έναν αξιοθαύμαστο μουσικό καμβά. Περιλαμβάνει ένα από τα καλύτερα refrains του album και είναι η «πρώτη» εμφάνιση Markus Grosskopf στον δίσκο.
Ο Denris με την αρωγή του Sascha Gerstner μας παρουσιάζουν το “Best Time” το οποίο αν και είναι αρκετά όμορφο τραγούδι, υπολείπεται από τα προηγούμενα και επίσης, χωρίς ακόμα να είμαι σίγουρος, μου δίνει την αίσθηση μίας επιτηδευμένης προσπάθειας να φτάσει επίπεδα δημοφιλίας “I Want Out”.
Μέχρι στιγμής, έχοντας αισίως συμπληρώσει το πρώτο τέταρτο του album, όλα τα στοιχεία συντελούν στο ότι θα έχουμε να κάνουμε με έναν εξαιρετικό δίσκο και τα υπόλοιπα τρία, θα δικαιώσουν αυτήν την υπόθεση. Ο Denris στο “Mass Pollution” με ένα κομμάτι υψηλής ταχύτητας, αποδεικνύει ότι είναι εξαιρετικός συνθέτης. Το groove το δίσκου είναι ακαταμάχητο πραγματικά και όλο το κομμάτι μοιάζει με μία ευφάνταστη αναβίωση του ‘80s heavy metal.
Να τονίσουμε ότι οι συνθέσεις του Andi ξεχωρίζουν και οι ιδέες του δεν επαναλαμβάνονται σε κανένα σημείο του "Helloween"
Προσοχή, σε καμία περίπτωση δεν είναι αναμασημένη τροφή. Σίγουρα, όμως, έχει γραφεί με το μυαλό στις συναυλίες. Μάλιστα, ακούγεται ο ήχος πλήθους κατά τη διάρκεια του κομματιού. O Gestner μόνος του αυτήν τη φορά υπογράφει το “Angels” και κατεβάζει το tempo. Να πω την αλήθεια, δε μου άρεσε ιδιαίτερα, όμως για κάποιους μπορεί να είναι τα αγαπημένα τους, καθώς η progressive του τοποθέτηση είναι και ευφάνταστη και επιτυχημένη, απλά όχι του γούστου μου.
Ο Denris επιστρέφει στην καρέκλα του «σκηνοθέτη» με το “Rise Without Chains” και ό,τι μας έχει επιδείξει μέχρι τώρα, το βρίσκουμε ξανά μπροστά μας, πάλι με ένα πολυθεματικό τραγούδι με όμορφο refrain. Επίσης, σε αυτό το σημείο να τονίσουμε ότι αν και οι συνθέσεις του Andi ξεχωρίζουν. Οι ιδέες του δεν επαναλαμβάνονται και στο μόνο που συναντούμε μία επανάληψη είναι η δομή τους. Στο Rise… ξεχωρίζει και κάτι ακόμα, το άκρως απαιτητικό drumming του Dani Löble που ζωντανεύει κάθε δευτερόλεπτό του.
O Grosskopf ανοίγει το δεύτερο μισό με το “Indestructible” το οποίο δεν είναι άσχημο, ούτε βαρετό, όμως, και να έλειπε από το track list δε νομίζω ότι θα το αναζητούσε κάποιος. Για να στηρίξω την παραπάνω μου άποψη θα αναφέρω ότι κανένα σημείο του δεν ξεχωρίζει συγκριτικά με τα υπόλοιπα. Βέβαια, ίσως να μη φταίει το ίδιο το κομμάτι, με την έννοια ότι ο πήχης για το “Helloween” κινείται γενικά σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Tο ότι ο Hansen λαμβάνει συνθετικά credits μόνο σε ένα κομμάτι είναι κάτι που προκαλεί εντύπωση
Δεν ξέρω αν σας είχε λείψει ο Weikath, αλλά εμένα σίγουρα. Αυτό το κενό έρχεται να γεμίσει με το “Robot King“, ένα ρυθμικό roller coaster που δε σε αφήνει σε χλωρό κλαρί. Τα riffs που ακούμε είναι πάρα πολλά, αλλά δεν ξέρω πώς το έχει κάνει, έχουν ακριβώς το πλήθος που έπρεπε. Είναι πραγματικά καταπληκτικό ότι με ένα λιγότερο το κομμάτι θα ήταν λειψό και με ένα περισσότερο φλύαρο, ο γερόλυκος όμως ξέρει τη σωστή αναλογία.
Επίσης ξέρει να γράφει solos, γιατί σε αυτό το κομμάτι ακούμε καλύτερο solo του δίσκου. Το “Cyanide” του Denris είναι τραγούδι που όλοι θα ακούσουν όλοι ευχάριστα, ίσως όμως να μην το συγκρατήσουν όλοι.
Δε θα το πιάσω με τη σειρά το κλείσιμο, αφού ήρθε επιτέλους η ώρα να αποδείξουμε ότι εμείς -οι Kai Hansen- είμαστε οι καλύτεροι. Πέραν της πλάκας, το ότι ο Hansen λαμβάνει συνθετικά credits μόνο σε ένα κομμάτι είναι κάτι που προκαλεί εντύπωση. Το “Orbit” είναι μία σύντομη instrumental ατμοσφαιρική εισαγωγή πριν έρθει το “Skyfall“.
Tο πιο Gamma Ray κομμάτι του δίσκου είναι γραμμένο τον Weikath
Δεν είναι σε καμία περίπτωση κακό τραγούδι, το αντίθετο είναι φοβερό, αλλά κρύβει πολλές ενδιαφέρουσες πτυχές. Κατανοώ το ότι τραγουδάει στους Gamma Ray, όμως, σε ένα line up που περιλαμβάνει τους Denris και Kiske, πέραν από περιττό, είναι και ζημιογόνο για τον ίδιο. Aφού ακούγοντας τον, μοιραία οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες. Βέβαια, χωρίς να χρειαζόμασταν το “Skyfall” για αυτό, αποδεικνύει γιατί είναι ένας από τους επιδραστικότερους κιθαριστές στη σκηνή.
Αν και ο δίσκος δεν κλείνει με το “Down in the Dumps” του Weikath, η ανάλυση του album θα το κάνει. Λοιπόν, είναι αρκετά παράδοξο, αλλά το πιο Gamma Ray κομμάτι του δίσκου είναι γραμμένο τον Michael (τον Weikath).
Συνοψίζοντας, αν και η άποψη για το Pumpkins United – όπως είπα και στην αρχή – δεν είναι η καλύτερη, για το ομώνυμο είναι ακριβώς η αντίθετη. Το Helloween είναι ένα album που σφύζει ιδεών και ταλέντου, δεν κάνει κοιλιά ούτε και στα λιγότερα καλά σημεία του και ειδικά αν αποκτήσει συνέχεια, μιλάμε για γύρισμα διακόπτη επιπέδου Accept. Με μία καίρια διαφορά! Tο ταλέντο εδώ είναι μερικές χιλιάδες -με όλο τον σεβασμό στους ετέρους Γερμανούς- φορές μεγαλύτερο.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Artist: Helloween
Album: Helloween
Label: Nuclear Blast
Release Date: 16/06/2021
Genre: Power Metal
1. Out for the Glory
2. Fear of the Fallen
3. Best Time
4. Mass Pollution
5. Angels
6. Rise Without Chains
7. Indestructible
8. Robot King
9. Cyanide
10. Down in Dumps
11. Orbit
12. Skyfall
Producer: Charlie Bauerfeind, Dennis Ward
Helloween: Michael Kiske, Andi Deris (Φωνή), Kai Hansen (Κιθάρα, φωνή), Sascha Gerstner (Κιθάρα), Markus Grosskopf (Μπάσο), Daniel Löble (Τύμπανα), Michael Weikath (Κιθάρα)
Helloween
Το Helloween είναι ένα album που σφύζει ιδεών και ταλέντου, δεν κάνει κοιλιά ούτε και στα λιγότερα καλά σημεία του και ειδικά αν αποκτήσει συνέχεια, μιλάμε για γύρισμα διακόπτη επιπέδου Accept.