Η ιστορία της Melissa Moore έχει μεγάλη σημασία ως προς την ανάδειξη σημαντικών θεμάτων σε σχέση με το χώρο του metal και τις τοξικότητες που θρέφει εντός των κύκλων του. Είναι δυνατότερη από το “Loud Arriver” αυτό καθαυτό.
Ειδικότερα, από τη στιγμή που αφορά κοινωνικές ομάδες, οι οποίες μπορεί να μπαίνουν στο μάτι της κανονικότητας με το ότι θέλουν να είναι καλά με τον εαυτό τους σε θέματα που δεν αφορούν κανέναν άλλον πλην των ιδίων, ανοίγει έναν ενδεχομένως γόνιμο διάλογο σχετικά με το που βρίσκεται, συγκριτικά με το παρελθόν, και που φαίνεται να οδεύει η σκηνή.
Ωστόσο το παρόν κείμενο δε θα αφοσιωθεί περαιτέρω στην υπόθεση της Moore καθώς δεν ξέρω κατά πόσο θα ήθελε η ίδια κάθε φορά που αναφέρεται το όνομά της να πρέπει να επαναλαμβάνεται εγγράφως το παρελθόν της και να μπαίνει σε πρώτη μοίρα σε σχέση με την πορεία που χαράζει πλέον ως μουσικός.
Και αυτό είναι και το βάρος που κατ’ εμέ πρέπει να δίνουμε στο σχήμα της, τους Sonja. Γιατί, όταν μιλάμε για μουσικούς, οι οποίοι δεν έχουν κάνει τίποτα το μεμπτό στο παρελθόν προκειμένου (ορθώς) να μπαίνει το ζήτημα της κριτικής, οφείλουμε να βλέπουμε τι έχουν να προσφέρουν τώρα.
Άλλοτε τελετουργικό, άλλοτε αισθησιακό, άλλοτε επικό κι άλλοτε μοντέρνα αστικό, αλλά πάντα υπό ένα πρίσμα θλίψης κι ενδοσκόπησης
Και η Moore, αν μη τι άλλο, αποδεικνύεται μια αξιοπρόσεκτη μουσικός που έχει στο ενεργητικό της έναν από τους καλύτερους δίσκους που ακούσαμε φέτος. Και δεν υπερβάλλω καθόλου λέγοντας ότι το “Loud Arriver” είναι ο δίσκος που το heavy metal χρειαζόταν.
Πατώντας στις διδαχές του κλασικού metal, αλλά μπολιάζοντάς το με αποχρώσεις που δείχνουν αγάπη τόσο για το post punk όσο και το goth, η Moore μας συστήνει έναν κόσμο που το σκοτάδι έχει πολλές αποχρώσεις. Άλλοτε τελετουργικό, άλλοτε αισθησιακό. Πότε επικό και πότε μοντέρνα αστικό, αλλά πάντα υπό ένα πρίσμα θλίψης κι ενδοσκόπησης. Οι ατμοσφαιρικές του στιγμές του “When The Candle Burns Low” ακολουθούνται από αλήτικο, σχεδόν sleazy riffing, το οποίο μιλά από τη μεριά του θύματος κι όχι του θύτη, αλλά υπερήφανα στο “Nylon Nights”.
Το “Pink Fog”, μέσα από έναν σχεδόν αισθησιακό, χορευτικό ρυθμό μοιάζει σα μια αλληγορία για τα συναισθήματα και τις σκέψεις της Moore για το πώς αντιμετωπίζεται η ίδια από την κοινωνία, ενώ το “Wanting Me Dead” παντρεύει ηχητικά τους Joy Division με τους Iron Maiden, για να εξαπολύσει την εκδίκηση σε αυτούς που τη μισούν.
Βέβαια, από το δίσκο δε λείπει και μια στιγμή post punk μηδενισμού με heavy metal καλπασμό μπροστά στην καταστροφή. Δηλαδή το “Fuck Then Die”. Ο κόσμος καταστρέφεται, τι μας μένει λίγο πριν το τέλος; Η ανάγκη να νιώσουμε καλά πριν αυτό έρθει. Η επίγνωση του επερχόμενου τέλους ίσως και να ‘ναι ένας καταλύτης για το σπάσιμο των δεσμών. Ο κατάλληλος πρόλογος για το καλύτερο κομμάτι του δίσκου και, σε προσωπικό επίπεδο, το αγαπημένο μου κομμάτι μουσικής που κυκλοφόρησε φέτος.
Η Melissa Moore δίνει μια πραγματική κατάθεση ψυχής μέσα από την ερμηνεία της
Το “Daughter of The Morning Star” είναι ένα απαύγασμα μελαγχολίας εν όψει μιας επερχόμενης μάχης της οποίας η έκβαση θα είναι άγνωστη αλλά την αλήθεια θα πρέπει να τη μάθουμε μόνοι μας. Η Moore δίνει μια πραγματική κατάθεση ψυχής μέσα από την ερμηνεία της, με μια μελωδία που ακροβατεί άψογα μεταξύ ενός γλυκόπικρου mid tempo και ενός κοφτερού σα σπαθί riff. Πραγματικό αριστούργημα.
Το “Moans From The Chapel“, η ίσως πιο στιχουργικά αδύναμη στιγμή του “Loud Arriver”, προσπαθεί ενδεχομένως να προβοκάρει με τις νεκροφιλικές του αναφορές ωστόσο μουσικά φανερώνει το λόγο ύπαρξής του μέσα στο δίσκο: μια μελωδία με αρχή, μέση και τέλος που δε θα μπορούσε να λείπει. Γιατί με τέτοια εκπληκτική ενορχήστρωση και ένα υποδειγματικό κρεσέντο, θα ήταν πραγματικά αμαρτία να μείνει ανεκμετάλλευτο.
Το ομώνυμο του δίσκου φινάλε αποτελεί την πιο «παραδοσιακή» metal στιγμή του δίσκου και μια δήλωση ισχύος από πλευράς της Moore ότι είναι εδώ για να μείνει και κανείς δεν πρόκειται να την πτοήσει. Και με το περιεχόμενο του δίσκου, αυτά τα λόγια κάθε άλλο παρά κενά καταλήγουν να ακούγονται.
Να παίξει με ολότελα προσωπικό ύφος σε ένα χώρο που η πρωτοτυπία πλέον δεν είναι γνώρισμά του
Η Moore καταφέρνει να συνδέσει το προσωπικό της σκοτάδι με μουσική που φανερώνει βαθιά γνώση και ταλέντο. Ένα πόνημα το οποίο δείχνει μεράκι, ικανότητα και αγάπη για τη σκληρή μουσική αλλά φέρνει και ένα προσωπικό στίγμα. Δίσκος που ακούγεται σαν πολλά γνώριμα πράγματα μαζί από τα προαναφερθέντα ιδιώματα αλλά τελικά καταλήγει να θυμίζει μόνο τους Sonja.
Και αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα που ένα σχήμα μπορεί να κατακτήσει εν έτει 2022: να παίξει με ολότελα προσωπικό ύφος σε ένα χώρο που η πρωτοτυπία πλέον δεν είναι γνώρισμά του. Δεν ξέρω τι επιφυλάσσει το μέλλον, αλλά δύο πράγματα που γνωρίζω είναι ότι έχω πολύ καιρό να ακούσω τόσες φορές ένα δίσκο όσο το “Loud Arriver” και ότι ανυπομονώ να τους δω ζωντανά του χρόνου στο Warm-Up του Up The Hammers. Δηλώνω οπαδός, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Artist: Sonja
Album: Loud Arriver
Label: Cruz del Sur Music
Release Date: 03/09/2022
Genre: Heavy Metal, Gothic Rock
1. When the Candle Burns Low…
2. Nylon Nights
3. Pink Fog
4. Wanting Me Dead
5. Fuck, Then Die
6. Daughter of the Morning Star
7. Moans from the Chapel
8. Loud Arriver
Sonja: Melissa Moore (Φωνή, κιθάρα), Ben Brand (Μπάσο, πλήκτρα),
Grzesiek Czapla (Τύμπανα, κρουστά)
Sonja
Είναι από τα albums που με μεγάλη ευχαρίστηση θα ακούσεις ξανά και ξανά, και αυτό είναι κάτι που δε συμβαίνει, πλέον, συχνά.