Το 1988, οι Metallica κυκλοφόρησαν το τέταρτο άλμπουμ τους, “…And Justice For All“, έναν δίσκο που τους καταπόνησε όσο λίγα άλλα πράγματα στην πορεία τους, αλλά και σε μεγάλο εδραίωσε τη θέση που είχαν κατακτήσει με τους τρις προηγούμενους. Είναι ένας δύσκολος και φορτωμένος δίσκος, γεμάτος εντάσεις, αβεβαιότητες και προσωπικές συγκρούσεις. Ο τρόπος που είναι δομημένος και η απόκοσμη, ψυχρή παραγωγή του έδειξαν ξεκάθαρα ότι το συγκρότημα είχε πάρει άλλη κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να αλλάξει και ο τρόπος που αντιμετωπιζόταν το heavy metal εκείνη την εποχή.
Μετά τον θάνατο του Cliff Burton το 1986, οι Metallica βρέθηκαν σε μια δύσκολη καμπή. Αντί να κάνουν πίσω ή να κινηθούν με σιγουριά, αποφάσισαν να συνεχίσουν με έναν δίσκο που θα έσπρωχνε τον ήχο τους σε πιο σύνθετα μονοπάτια. Ο Jason Newsted, που ήρθε να καλύψει το κενό, μπήκε στη μπάντα μέσα σε αυτό το θολό κλίμα, όμως οι συνθήκες δεν τον άφησαν ποτέ πραγματικά να αισθανθεί μέρος της. Δεν συμμετείχε στις συνθέσεις, και στις περισσότερες περιπτώσεις ένιωθε ότι τον κρατούσαν σε απόσταση, πιο κοντά σε ρόλο session μουσικού, παρά ισότιμου μέλους.
Ο ήχος του τσιμέντου και η σιωπή του μπάσου
Οι μπασογραμμές του γράφτηκαν πρόχειρα, χωρίς πολύ χρόνο και φροντίδα, και τελικά ακούγονται ελάχιστα στο τελικό μιξάρισμα, κάτι που τον απομάκρυνε ακόμη περισσότερο. Ο ίδιος έχει αναφέρει ότι και εκτός σκηνής ένιωθε ξένος, καθώς δυσκολευόταν να έρθει κοντά με μια ομάδα που ακόμη κουβαλούσε πένθος και έμοιαζε κλειστή απέναντι σε οποιονδήποτε βρισκόταν εκτός του πυρήνα της. Όταν το “…And Justice For All” κυκλοφόρησε, το μπάσο του ακουγόταν τόσο λίγο που σχεδόν έλειπε εντελώς.
Η απουσία του μπάσου έχει γίνει αφορμή για αμέτρητες κουβέντες. Άλλοι τη βλέπουν σαν τιμωρία προς τον Newsted, άλλοι την αποδίδουν σε τεχνικές αποφάσεις ή σε μια ψυχρή απόσταση που υπήρχε εκείνη την περίοδο. Όπως και να ’χει, το σχεδόν ανύπαρκτο μπάσο έγινε κομμάτι της ταυτότητας του δίσκου: ο ήχος είναι ξερός, σκληρός και εντελώς άδειος από ζεστασιά. Τα τύμπανα θυμίζουν μηχανή, οι κιθάρες είναι σφιχτές και απότομες, και όλο το μίγμα ακούγεται σαν να έχει χτιστεί με τσιμέντο. Όσοι δούλεψαν στην παραγωγή επιβεβαιώνουν ότι η απουσία χαμηλών συχνοτήτων δεν έγινε κατά λάθος. Η μπάντα -και κυρίως οι James Hetfield και Lars Ulrich– ήθελε να βγάλει έναν ήχο αυστηρό και ασυμβίβαστο, κάτι που ταίριαζε απόλυτα με τη διάθεσή τους εκείνη την εποχή.

Στο παρασκήνιο, η ένταση μέσα στη μπάντα άφησε έντονο αποτύπωμα στη διαδικασία δημιουργίας του άλμπουμ. Αρχικά, οι Metallica είχαν επιλέξει τον Mike Clink, ο οποίος εκείνη την περίοδο είχε κάνει μεγάλη επιτυχία με το “Appetite For Destruction” των Guns N’ Roses. Όμως η συνεργασία δεν κράτησε. Το στυλ παραγωγής του Clink, που βασιζόταν περισσότερο στην αμεσότητα και στο live feeling, ήρθε σε αντίθεση με τον σχολαστικό τρόπο που δούλευαν οι Metallica στο στούντιο. Ο Clink προτιμούσε να αποτυπώνει τη γενική ενέργεια μιας εκτέλεσης, αντί να επιστρέφει ξανά και ξανά σε κάθε σημείο, κάτι που ενόχλησε τους James Hetfield και Lars Ulrich, οι οποίοι ήθελαν να έχουν απόλυτο έλεγχο σε κάθε ήχο.
Υπήρξαν επίσης προβλήματα με τον προγραμματισμό, και δεν υπήρχε κοινό έδαφος ως προς το πώς θα «χτιζόταν» ο πυκνός ήχος του άλμπουμ. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, η κατάσταση είχε ήδη φτάσει σε αδιέξοδο. Ο Lars κάλεσε τον Flemming Rasmussen, με τον οποίο είχαν ξαναδουλέψει, ζητώντας του να αναλάβει. Ο Rasmussen χρειάστηκε να ξεκινήσει σχεδόν από την αρχή, κρατώντας μόνο δύο κομμάτια από τα τύμπανα του Clink. Την τελική μίξη πάντως δεν την έκανε ο ίδιος. Αυτή ανατέθηκε στους Mike Thompson και Steven Barbiero, που δεν είχαν σχέση με τον χώρο του metal, αλλά είχαν δουλέψει κυρίως με pop και rock καλλιτέχνες. Παρ’ όλα αυτά, πίσω από την κονσόλα βρίσκονταν ουσιαστικά ο James Hetfield και ο Lars Ulrich, οι οποίοι καθόριζαν τον ήχο του άλμπουμ σε κάθε του λεπτομέρεια. Σε μια παλιότερη συνέντευξη, είχαν σχολιάσει με ειρωνική διάθεση πως «το μπάσο ακούγεται πολύ καθαρά -όταν το ακούς».
Φωνές από μέσα και απέναντι
Παρά τις ενστάσεις για την παραγωγή, η δομή και τα θέματα του άλμπουμ δείχνουν μια καθαρή μετατόπιση στην ωριμότητα των στίχων των Metallica. Από τη σκοτεινή οικολογική προειδοποίηση του “Blackened” μέχρι την ασφυκτική οργή του “…And Justice for All”, οι στίχοι διαπνέονται από καχυποψία απέναντι σε θεσμούς. Στο “Blackened”, ο Hetfield φωνάζει, «See our mother die, See our mother die», σκιαγραφώντας την εικόνα μιας γης που καταρρέει.
Το “Dyer’s Eve” εκφράζει μια πιο εσωτερική κρίση, με τον Hetfield να ουρλιάζει, «Dear mother, dear father, What is this hell you have put me through?», αποκαλύπτοντας ένα προσωπικό ξεκαθάρισμα με την αυστηρή παιδική του ανατροφή. Στο “One“, η απελπισία παίρνει πολιτική διάσταση: «Hold my breath as I wish for death, Oh please God, wake me», δίνοντας φωνή στην αγωνία ενός ακρωτηριασμένου στρατιώτη. Το ομώνυμο κομμάτι δηλώνει με ωμότητα: «Justice is lost, Justice is raped, Justice is gone», καταγράφοντας την αποσύνθεση ενός συστήματος που έχει χάσει κάθε αξιοπιστία.
Όλα αυτά αποτυπώνουν μια ξεκάθαρη μετακίνηση της μπάντας προς θεματολογία που αφορά κοινωνική κατάρρευση, ψυχικά αδιέξοδα και αποστροφή προς την εξουσία. Δεν υπάρχουν στίχοι γραμμένοι για να χαϊδέψουν αυτιά, μόνο εικόνες φθοράς, έντασης και εσωτερικής σύγκρουσης. Ο Hetfield τότε κουβαλούσε βάρος που είχε μείνει για καιρό άλυτο: θρήνος, τραύματα από την παιδική του ηλικία, δυσκολία να εμπιστευτεί. Το “Dyer’s Eve” είναι το σημείο όπου όλα αυτά ξεσπούν χωρίς φιλτράρισμα, ίσως η πιο προσωπική και απροκάλυπτη στιγμή του άλμπουμ.
Grammy Award Losers
Σε επίπεδο σύνθεσης, το “…And Justice For All” κινείται σε πιο σύνθετα μουσικά μονοπάτια. Τα κομμάτια ξεφεύγουν από τις συνηθισμένες διάρκειες, οι ρυθμοί μεταβάλλονται απότομα και τα riff επανέρχονται με σχεδόν εμμονική συνέπεια. Η μπάντα μοιάζει να καλεί τον ακροατή σε ένα περίπλοκο ταξίδι, γεμάτο στρώσεις από κιθάρες, απρόβλεπτες αλλαγές και στίχους φορτισμένους με ένταση. Δεν ακολουθεί τη φόρμα ενός κλασικού metal δίσκου, μοιάζει περισσότερο με δομημένο σχέδιο που εξερευνά μέχρι πού μπορεί να φτάσει η τεχνική και η αφηγηματική πυκνότητα μέσα στο ίδιο το είδος.

Ειρωνικά, το πιο προσιτό κομμάτι του άλμπουμ ήταν και αυτό που άφησε τη μεγαλύτερη σφραγίδα. Το “One” αποτέλεσε το πρώτο μεγάλο single της μπάντας και η ανταπόκριση που γνώρισε δεν προέκυψε τυχαία. Με έναν σκοτεινό αντιπολεμικό χαρακτήρα, βασισμένο στο βιβλίο και την ταινία του Dalton Trumbo “Johnny Got His Gun“, το τραγούδι αφηγείται την ιστορία ενός στρατιώτη που μετά από μια έκρηξη νάρκης εγκλωβίζεται στο ίδιο του το σώμα. Οι Metallica εξασφάλισαν τα δικαιώματα της ταινίας και χρησιμοποίησαν πλάνα από αυτή στο πρώτο τους μουσικό βίντεο. Το αποτέλεσμα ήταν ένα έντονο οπτικοακουστικό χτύπημα που δύσκολα περνούσε απαρατήρητο από το ευρύ κοινό. Το “One” άνοιξε τον δρόμο για την είσοδο των Metallica στο MTV και τους έφερε σε επαφή με ακροατές που μέχρι τότε δεν είχαν πλησιάσει καν το thrash metal.
Η επιτυχία του “One” λειτούργησε και ως προώθηση και ως παγίδα για τη μπάντα. Έφερε την πρώτη τους υποψηφιότητα για Grammy, όμως το αποτέλεσμα άφησε πολλούς με ανοιχτό το στόμα: το βραβείο πήγε στους Jethro Tull. Το συμβάν προκάλεσε και θυμό και νευρικό γέλιο. Οι Metallica απάντησαν με το γνωστό τους χιούμορ, προτείνοντας να κολλήσουν στο άλμπουμ τους αυτοκόλλητο που να γράφει “Grammy Award Losers”.
Οι Metallica στη σκιά της απώλειας
Έξω από το στούντιο, η μπάντα περνούσε τις δικές της αλλαγές. Στην περιοδεία “Damaged Justice”, ενσωμάτωσαν πιο σκηνοθετημένα στοιχεία στη live παρουσία τους, με ένα γιγαντιαίο άγαλμα της Lady Justice, το οποίο τελικά διαλυόταν στη σκηνή, και στο οποίο έδωσαν το όνομα “Edna”. Πίσω όμως από τη σκηνή, η ατμόσφαιρα δεν ήταν το ίδιο δεμένη. Οι εντάσεις ανάμεσα στα μέλη είχαν αρχίσει να δυναμώνουν, η χρήση ουσιών είχε πάρει την ανιούσα και το ψυχικό βάρος από την απώλεια του Cliff Burton συνέχιζε να βαραίνει.
Κάθε μέλος προσπαθούσε με τον δικό του τρόπο να διαχειριστεί τη φήμη που είχε αρχίσει να διογκώνεται, και οι ζωές τους άρχισαν να τραβούν διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο Jason Newsted, όσο ικανός κι αν ήταν, δεν μπήκε ποτέ ουσιαστικά στο δημιουργικό κομμάτι της μπάντας. Ίσως επειδή το βασικό δίδυμο των Hetfield και Ulrich το κρατούσε πιο κλειστό, ίσως λόγω χρονικών περιορισμών, ή και επειδή οι ισορροπίες στο εσωτερικό του σχήματος δεν είχαν επανέλθει μετά τον θάνατο του Cliff.
Οι εσωτερικές ισορροπίες και οι άτυπες ιεραρχίες φαίνεται πως είχαν από την αρχή επηρεάσει τον ρόλο του. Στην ηχογράφηση του άλμπουμ, ολοκλήρωσε τα μέρη του στο μπάσο μόνος του, μέσα σε λίγες μέρες. Αργότερα είπε πως ένιωθε σαν να ήταν απλώς ένας session μουσικός σε μια μπάντα που υποτίθεται πως ήταν και δική του. Παρόλο που το κλίμα δεν ήταν ιδιαίτερα θερμό, συνέχισε κανονικά τις περιοδείες, τις συνεντεύξεις και όσα περίμενε το κοινό. Πέρασαν χρόνια μέχρι να εκτιμηθεί πραγματικά η παρουσία και η προσφορά του.
Το “...And Justice For All” ως μια αναπάντεχη δήλωση επιβίωσης
Όταν το “…And Justice For All” κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1988, είχε ήδη ξεφύγει από τις αρχικές εκτιμήσεις. Πολλοί αμφέβαλλαν αν η μπάντα θα μπορούσε να συνεχίσει χωρίς την καθοριστική παρουσία του Cliff. Οι κριτικοί ανησυχούσαν για ένα μουσικά ασταθές αποτέλεσμα, ενώ οι οπαδοί αναρωτιόνταν αν θα ακούσουν μια επανάληψη του “Master of Puppets” ή ένα άλμπουμ που θα έψαχνε τον δρόμο του χωρίς ξεκάθαρη ταυτότητα. Τελικά, αυτό που προέκυψε δεν ταίριαζε σε καμία από αυτές τις προβλέψεις.
Ήταν ένας δίσκος με τεχνική ακρίβεια, ωμή ενέργεια και στιχουργικό βάθος που πήγε το thrash metal σε κατευθύνσεις που δεν είχαν εξερευνηθεί μέχρι τότε. Έγινε το πιο εμπορικά επιτυχημένο άλμπουμ της μπάντας εκείνη την εποχή, αποκτώντας πλατινένια πιστοποίηση μέσα σε λίγες εβδομάδες. Η απήχησή του δεν περιορίστηκε στους πίνακες επιτυχιών του Billboard. Για μια ολόκληρη γενιά μουσικών, έδειξε ότι η ένταση και η πολυπλοκότητα μπορούν να βρουν χώρο και στο ευρύ κοινό. Άνοιξε τον δρόμο για την πιο άμεση και συμπαγή κατεύθυνση του επόμενου δίσκου, του “Black Album”.
Παρόλα τα προβλήματα και τις εντάσεις, το “…And Justice For All” παραμένει ένα κομβικό σημείο στην πορεία τους. Αποτυπώνει τη μπάντα σε μια φάση αλλαγής: ακόμη επηρεασμένοι από την απώλεια, ακόμη σε φάση αναζήτησης, αλλά αποφασισμένοι να μην κάνουν πίσω. Δεν είναι ένας δίσκος που κάνει παραχωρήσεις, ούτε ζητά να γίνει εύκολα κατανοητός. Αντίθετα, λειτουργεί ως δήλωση στάσης -μουσικά και ανθρώπινα- καταγεγραμμένη σε μια περίοδο όπου οι Metallica διάλεξαν να συνεχίσουν με τους δικούς τους όρους.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Artist: Metallica
Album: …And Justice for All
Label: Elektra
Release Date: 07/09/1988
Genre: Thrash Metal
1. Blackened
2. …And Justice for All
3. Eye of the Beholder
4. One
5. The Shortest Straw
6. Harvester of Sorrow
7. The Frayed Ends of Sanity
8. To Live Is to Die
9. Dyers Eve
Producer: James Hetfield, Flemming Rasmussen, Lars Ulrich
Metallica: James Hetfield (Φωνή, κιθάρα, πιάνο), Kirk Hammett (Κιθάρα), Jason Newsted (Μπάσο), Lars Ulrich (Τύμπανα)
Metallica (OW) | Deezer | Facebook | Instagram | Live Metallica | Spotify | TikTok | Twitter | YouTube