Όταν κυκλοφόρησε το “Butch Cassidy and the Sundance Kid” το 1969, λίγοι μπορούσαν να φανταστούν πως μια ταινία γουέστερν θα άλλαζε τόσο ριζικά την εικόνα του Χόλιγουντ. Ο Paul Newman ήταν ήδη αναγνωρισμένος σταρ, αλλά το μεγάλο στοίχημα ήταν ο νεαρός Robert Redford, ένας ηθοποιός με περιορισμένη κινηματογραφική εμπειρία. Ο ρόλος του Sundance Kid έμελλε να γίνει το σημείο καμπής όχι μόνο στη δική του πορεία, αλλά και σε ολόκληρο το είδος του γουέστερν.
Δεν ήταν μόνο η υπόθεση που κέρδισε το κοινό, αλλά η χημεία ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές.
Η ιστορία παρακολουθεί δύο παράνομους, τον Butch Cassidy και τον Sundance Kid, που ζουν κυνηγημένοι από τον νόμο και προσπαθούν να επιβιώσουν σε έναν κόσμο που αλλάζει. Η φιλία τους, γεμάτη χιούμορ, ρομαντισμό και μοιραία αφέλεια, μετατρέπει την ταινία σε κάτι πολύ περισσότερο από μια περιπέτεια. Ο Redford, με το νεανικό του πρόσωπο και το ανεπιτήδευτο στιλ, κατάφερε να φέρει στη μεγάλη οθόνη μια αίσθηση ελευθερίας που μιλούσε απευθείας σε μια γενιά θεατών.
Δεν ήταν μόνο η υπόθεση που κέρδισε το κοινό, αλλά η χημεία ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές. Η συνεργασία Newman – Redford έμοιαζε αυθεντική, σχεδόν σαν να ήταν πραγματικοί αδελφοί. Το κοινό ένιωσε πως έβλεπε κάτι νέο: δύο άντρες που δεν βασίζονταν στον μύθο του αλάνθαστου καουμπόι, αλλά σε μια φιλία που δοκιμαζόταν ξανά και ξανά. Αυτό το στοιχείο ήταν καθοριστικό για τον Redford. Μέχρι τότε, τα στούντιο τον έβλεπαν ως έναν όμορφο ηθοποιό που δύσκολα θα ξεχώριζε σε κάτι μεγάλο. Με το “Butch Cassidy and the Sundance Kid”, απέδειξε πως μπορούσε να συνδυάσει γοητεία και δραματική ένταση.

Το timing έπαιξε επίσης ρόλο. Το 1969 η Αμερική βρισκόταν σε κρίση ταυτότητας. Ο πόλεμος του Βιετνάμ, οι κοινωνικές εντάσεις και η αμφισβήτηση των παραδοσιακών αξιών είχαν φέρει αναστάτωση. Σε αυτό το κλίμα, μια ταινία που μιλούσε για δυο περιθωριακούς που έβρισκαν δύναμη στη φιλία και την εξέγερση, έβρισκε άμεση απήχηση. Ο Redford έγινε το νέο πρόσωπο μιας κινηματογραφικής γενιάς που ήθελε να δει κάτι διαφορετικό από τα κλασικά γουέστερν.
Ο Redford μέσω του ρόλου, έγινε το σύμβολο του αμερικανικού cool.
Μετά από αυτή την επιτυχία, ο Redford είχε πλέον το δικαίωμα να επιλέγει ρόλους και να χτίζει καριέρα με δικούς του όρους. Χωρίς το “Butch Cassidy and the Sundance Kid”, ίσως να μην είχε έρθει ποτέ το “The Sting”, ούτε οι μετέπειτα δραματικοί ρόλοι που τον καθιέρωσαν ως ηθοποιό με εύρος. Ακόμη και η στροφή του στη σκηνοθεσία, με το “Ordinary People” που κέρδισε Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας το 1980, μπορεί να ιδωθεί ως φυσική συνέχεια της αυτοπεποίθησης που απέκτησε από τον πρώτο μεγάλο του θρίαμβο.
Η εικόνα του Sundance Kid επηρέασε και την ίδια την προσωπικότητα του Redford στον δημόσιο λόγο. Έγινε το σύμβολο του αμερικανικού cool, ένας άνθρωπος που συνδύαζε κλασική ομορφιά με αίσθηση ανεξαρτησίας. Δεν ήταν τυχαίο ότι ο ίδιος αργότερα ίδρυσε το Sundance Institute και το φεστιβάλ Sundance, που έδωσαν βήμα σε εκατοντάδες ανεξάρτητους δημιουργούς. Ο μύθος του χαρακτήρα πέρασε στο όνομά του, μετατρέποντάς τον σε κάτι μεγαλύτερο από ηθοποιό.

Με την πάροδο των χρόνων, ο Redford απέδειξε πως δεν ήταν απλώς «ο ωραίος από το Sundance Kid». Η καριέρα του πήρε διαφορετικές κατευθύνσεις, άλλοτε εμπορικές και άλλοτε καλλιτεχνικές. Ωστόσο, όποιος επιχειρήσει να περιγράψει την ουσία του Robert Redford, επιστρέφει αναπόφευκτα σε αυτή την ταινία. Εκεί βρίσκεται η αρχή της θρυλικής του διαδρομής, το σημείο όπου ο άγνωστος ηθοποιός έγινε μύθος.
Ο Redford αντιπροσωπεύει το όνειρο μιας γενιάς που ήθελε να επαναπροσδιορίσει τι σημαίνει ελευθερία.
Το “Butch Cassidy and the Sundance Kid” αποτελεί το ξεκίνημα μιας νέας εποχής στο σινεμά και την γέννηση ενός από τους πιο αναγνωρίσιμους σταρ του 20ού αιώνα. Και όπως έδειξε η πορεία, ο Robert Redford δεν έμεινε ποτέ φυλακισμένος στον ρόλο του Sundance. Αντίθετα, χρησιμοποίησε αυτή την αφετηρία για να χτίσει μια καριέρα που συνδύασε υποκριτική, σκηνοθεσία και πολιτιστική προσφορά.
Σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς, οι εικόνες από την ταινία συνεχίζουν να μιλούν στο κοινό. Ο Redford, νέος και γεμάτος ενέργεια, αντιπροσωπεύει το όνειρο μιας γενιάς που ήθελε να επαναπροσδιορίσει τι σημαίνει ελευθερία. Αυτός ο μύθος, γεννημένος το 1969, παραμένει ζωντανός μέχρι σήμερα, αποδεικνύοντας πως κάποια φιλμ δεν είναι απλώς ταινίες – είναι κομμάτια της συλλογικής μας μνήμης.