Υπάρχει κάτι στο Walpurgisnacht -τη νύχτα των πνευμάτων και της μεταμόρφωσης- που ταιριάζει απόλυτα με το δεύτερο ομώνυμο άλμπουμ των Varathron. Όχι επειδή η μπάντα μιμείται τις τελετουργικές του ρίζες, αλλά επειδή μεταφέρει την ουσία του: την απελευθέρωση και τη μεταμόρφωση του χάους σε μορφή. Όπως η Walpurgis Night σηματοδότησε ένα συμβολικό κατώφλι μεταξύ των εποχών, το “Walpurgisnacht” σηματοδότησε το δικό τους τελετουργικό πέρασμα των Varathron – μια σκόπιμη απομάκρυνση από την πιο σκοτεινή αισθητική του ντεμπούτου τους “His Majesty at the Swamp”, προς κάτι πιο έντονο, πιο ριψοκίνδυνο και πολύ πιο δύσκολο να οριστεί.
Στον πυρήνα αυτής της αλλαγής βρισκόταν ο Pyrphoros, μια λιγότερο γνωστή αλλά καθοριστική φιγούρα της ελληνικής black metal σκηνής. Μετά από προηγούμενες συνεργασίες με τους Necroabyssious στα μέσα της δεκαετίας του ’90, συμπεριλαμβανομένων των πρώτων δίσκων των Kawir, ο Pyrphoros αναπροσαρμόσε αποτελεσματικά τον ήχο των Varathron. Το αποτέλεσμα ήταν μια αυτόνομη οντότητα που δεν μιμούνταν το νορβηγικό πρότυπο της εποχής ούτε υποκύπτονταν πλήρως στις πιο μελωδικές τάσεις που σάρωναν μέρη της Ευρώπης. Αντίθετα, το “Walpurgisnacht” φιλτράρισε το black metal μέσα από ένα πλέγμα heavy metal, gothic πινελιών και ενός συνολικά κινηματογραφικού ρυθμού.
Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, που συχνά έμοιαζε με έναν θρήνο που κινούνταν εξαιρετικά αλλά σταθερά, το “Walpurgisnacht” είναι σκόπιμα πιο χαοτικό. Κάθε κομμάτι φαίνεται να αντιπροσωπεύει μια διαφορετική απόχρωση των ενδιαφερόντων της μπάντας. Ο δίσκος αλλάζει συχνά κατεύθυνση – μεταξύ στιγμών αμείλικτης επίθεσης και σχεδόν παθητικής περισυλλογής. Αυτή η δομική ασύνεχεια δεν είναι ελάττωμα, αλλά επιλογή, καθώς το “Walpurgisnacht” μοιάζει με το φως ενός κεριού που τρεμοσβήνει σαν φως φαναριού.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το “Cassiopeia’s Ode”, το οποίο λειτουργεί ως άξονας του δίσκου, ξετυλίγοντας οκτώ λεπτά αργών doom riffs, λιτών μεταβάσεων και βαριών φωνητικών. Η περιορισμένη ποικιλία στις κιθαριστικές φράσεις λειτουργεί κυκλικά, δημιουργώντας μια επαναληπτική δομή που εντείνει τον υποβόσκοντα ρυθμικό υπνωτισμό του κομματιού. Στον αντίποδα, το “Birthrise of the Graven Image” ξεδιπλώνει μια πιο συμβατική black metal βιαιότητα, η οποία ωστόσο διακόπτεται από ένα σόλο του Σωτήρη Βαγενά, αναδεικνύοντας την παρουσία σχδίου ακόμη και στις πιο επιθετικές στιγμές του άλμπουμ.
Παρά τις εμφανείς αναφορές του στον πυρήνα του black metal, το “Walpurgisnacht” αποφεύγει να εγκλωβιστεί στα κλισέ του είδους. Το “The Dark Hills” αποτελεί χαρακτηριστική εκτροπή: με post-punk κιθάρες, spoken word φωνητικά και καθαρές μπασογραμμές, θα μπορούσε να σταθεί σε οποιονδήποτε goth δίσκο των μέσων της δεκαετίας του ’80. Συχνά χαρακτηρίζεται ως ανορθόδοξη προσθήκη σε σχέση με την υπόλοιπη ροή του άλμπουμ, όμως αυτή ακριβώς η απόκλιση αντανακλά τη ρευστή και πολυδιάστατη κατεύθυνση που ακολουθεί το σύνολο του δίσκου.
Στο επίπεδο των στίχων, το άλμπουμ αποφεύγει τις κραυγαλέες υπερβολές που χαρακτήριζαν μεγάλο μέρος του black metal της δεκαετίας του ’90. Αντ’ αυτού, οι Varathron στρέφονται σε πηγές από τη μεσογειακή και μεσοποταμιακή μυθολογία, αντλώντας υλικό για συμβολικές αναφορές που λειτουργούν περισσότερο ως ατμοσφαιρικοί δείκτες παρά ως αφηγηματικές δομές. Παρότι οι στίχοι δεν αποκαλύπτουν εύκολα το περιεχόμενό τους, οι θεματικοί άξονες παραμένουν σταθεροί: η θνητότητα, η μετάβαση και η επαφή με το υπερφυσικό, στοιχεία που συνδέονται άμεσα με το ιστορικό και συμβολικό φορτίο της νύχτας του Walpurgis.

Την περίοδο που πολλές ελληνικές black metal μπάντες είχαν στενές συνεργασίες – με κοινά μέλη ή παραγωγούς σε σχήματα όπως οι Necromantia, Rotting Christ και Varathron – το Walpurgisnacht ξεχωρίζει ως ένας δίσκος που βασίστηκε σε μια πιο συγκεντρωμένη δημιουργική κατεύθυνση. Εκτός από τα κιθαριστικά σόλο, όλα δείχνουν ότι πρόκειται για μια συγκεκριμένη, ενιαία μουσική ιδέα. Παρ’ όλα αυτά, το άλμπουμ δεν έλαβε την προσοχή που του άξιζε, κυρίως λόγω της περιορισμένης προώθησης από τη δισκογραφική. Έτσι, για χρόνια έμεινε σχεδόν άγνωστο εκτός της underground σκηνής. Με το πέρασμα του χρόνου όμως, η σημασία του έγινε πιο φανερή. Σήμερα θεωρείται ένα σημείο καμπής για τον ελληνικό ήχο: μελωδικό χωρίς να γίνεται «εύκολο», πειραματικό χωρίς να χάνει την δρόμο του, και ατμοσφαιρικό χωρίς να ξεφεύγει σε υπερβολές.
Η σημασία του “Walpurgisnacht” δεν μετριέται από τον αριθμό των συγκροτημάτων που επιχείρησαν να το αναπαράγουν — κάτι που συνέβη σπάνια — αλλά από τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε ως «άδεια για εξερεύνηση». Είναι ένας δίσκος που μοιάζει περισσότερο με αντικείμενο παρατήρησης παρά μοντέλο προς αντιγραφή. Οι Varathron δεν επανήλθαν με νέο πλήρες άλμπουμ παρά μόνο το 2004, με το “Crowsreign”. Μέχρι τότε, το black metal είχε ήδη διασπαστεί σε δεκάδες παρακλάδια, ενώ η ελληνική σκηνή είχε πάρει διαφορετικές μορφές. Το “Walpurgisnacht”, όμως, παρέμεινε ως έχει: ένα σταθερό σημείο αναφοράς που δεν ακολουθήθηκε αλλά και δεν ξεπεράστηκε. Ένας δίσκος που δεν εξηγείται εύκολα, αλλά αποκαλύπτει τις δυνατότητες ενός ήχου πριν αυτός παγιωθεί.