Ο Jean-Claude Van Damme έχει συμμετάσχει σε πολλές ταινίες δράσης όλα αυτά τα χρόνια. Το “Kickboxer”, σε σκηνοθεσία των Mark DiSalle και David Worth, έχει μείνει στη μνήμη λόγω της έντονης παρουσίας του στις βιντεοκασέτες της εποχής. Η ταινία γεμίζει την οθόνη με μάχες, κλωτσιές και δυνατές σκηνές που απευθύνονται ένα κοινό που αγαπά το κινηματογραφικό «ξύλο» και τη δράση. Ο Van Damme, στον ρόλο του Kurt Sloane, μας οδηγεί σε μια επαφή με την πολεμική παράδοση της Ταϊλάνδης. Μέσα από κάθε προπόνηση και κάθε αγώνα, παρουσιάζεται η τεχνική και η φιλοσοφία του Muay Thai, με τρόπο που συνδυάζει τη σωματική καταπόνηση με την εικόνα μιας κουλτούρας που ζει μέσα από την τέχνη της μάχης.
Στο κλίμα της αμερικανικής τρέλας για το kickboxing στα τέλη της δεκαετίας του ’80, το “Kickboxer” αξιοποιεί μια καινούργια τάση: το αυξανόμενο ενδιαφέρον της Δύσης για το Muay Thai. Η ταινία αφήνει στην άκρη τις συνηθισμένες ιστορίες με εύκολες νίκες και ελεγχόμενες μάχες, και βάζει τον υπεροπτικό Αμερικανό πρωταθλητή Eric Sloane (Dennis Alexio) να βρεθεί απροετοίμαστος στο κέντρο της Ταϊλάνδης, όπου δέχεται σκληρό χτύπημα και ταπεινώνεται δημόσια. Ο αδερφός του, Kurt, ξεκινά μια προσπάθεια να μάθει όσα χρειάζονται για να αντιμετωπίσει τον αντίπαλο που τον διέλυσε. Η πορεία του είναι γεμάτη απαιτητική προπόνηση και σωματική φθορά, μέσα από την οποία παρουσιάζονται πτυχές μιας πολεμικής τέχνης που οι περισσότεροι θεατές δεν είχαν ξαναδεί στον κινηματογράφο εκείνη την εποχή.
Σε αυτό το σημείο, το “Kickboxer” αλλάζει πορεία σε σχέση με τις τυπικές ταινίες του είδους. Παρότι η ιστορία βασίζεται στην ανάγκη για εκδίκηση, δεν παρουσιάζει τον Kurt ως ανώτερο ή πιο ικανό από τους αντιπάλους του. Μαθαίνει να προσαρμόζεται, να ακολουθεί άλλους κανόνες και να περνά από σωματικά και ψυχολογικά εξαντλητική προπόνηση με τον Xian Chow (Dennis Chan). Η διαδικασία είναι σκληρή, συχνά παράξενη, και σε αρκετές στιγμές φτάνει στα όρια του βασανιστηρίου. Όλα αυτά όμως έχουν έναν σκοπό: να παρουσιαστεί μια μορφή εκπαίδευσης που δεν έχει καμία σχέση με το πώς έδειχνε το Χόλιγουντ τις πολεμικές τέχνες μέχρι τότε.

Η αφήγηση οργανώνεται γύρω από ξεκάθαρα δίπολα που καθορίζουν τη δράση. Ο Van Damme εμφανίζεται πότε ήρεμος και συγκεντρωμένος, πότε εκρηκτικός, με το σώμα του να λειτουργεί σαν βασικό μέσο έκφρασης. Παραμένει όμως πάντα κάποιος που λειτουργεί μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν καταλαβαίνει πλήρως. Ο Tong Po (Michel Qissi) παρουσιάζεται ως σταθερός φορέας των κανόνων που ισχύουν εκεί. Η τελική μάχη ξεπερνά την προσωπική σύγκρουση, αφορά τη συνάντηση δύο τρόπων λειτουργίας, με το “Kickboxer” να διαχειρίζεται αυτή τη σύγκρουση χωρίς να την εξηγεί ή να την απλοποιεί.
Παρόλο που έχει τις αδυναμίες της, η ταινία δείχνει τεχνικά φροντισμένη. Η εικόνα, χωρίς να είναι ιδιαίτερα εξελιγμένη, αξιοποιεί καλά το τοπίο της Ταϊλάνδης, με ζεστά χρώματα και σωστά στημένα πλάνα. Οι σκηνές μάχης – ειδικά η τελική αναμέτρηση – έχουν γυριστεί με εντυπωσιακή καθαρότητα, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς πως πρόκειται για ταινία χαμηλού μπάτζετ. Η σκηνή όπου οι αντίπαλοι τυλίγουν τα χέρια τους με ύφασμα, ρίχνουν ρητίνη και τα βουτάνε σε θρυμματισμένο γυαλί έχει γίνει από τις πιο χαρακτηριστικές. Η υπερβολή της λειτουργεί σαν σήμα κατατεθέν και έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη όσων είδαν την ταινία.
Το “Kickboxer” δεν ταιριάζει εύκολα με τα σημερινά στάνταρ και είναι κάπως δύσκολο να το δεις σήμερα χωρίς να υπάρχει το nostalgia effect. Οι διάλογοι είναι αδέξιοι και η απεικόνιση της νοτιοανατολικής ασιατικής κουλτούρας βασίζεται σε στερεότυπα. Χαρακτήρες όπως ο Freddy Li (Ka Ting Lee) και η παράλληλη ιστορία με τον οίκο ανοχής ενισχύουν τα επιφανειακά κλισέ, ενώ η μεταγλώττιση – ειδικά στη φωνή του Tong Po – είναι κακή (εξαιρετικά καή). Παρ’ όλα αυτά, τίποτα από αυτά δεν μειώνει την επίδραση που είχε η ταινία. Αντίθετα, όλα αυτά τα στοιχεία συνέβαλαν στο να αποκτήσει τη δική της, κάπως αλλόκοτη, γοητεία.

Από εμπορικής πλευράς, το “Kickboxer” πήγε καλύτερα απ’ ό,τι περίμεναν. Βγήκε στις αρχές Σεπτεμβρίου, σε μια περίοδο με μικρό ανταγωνισμό, και συγκέντρωσε 4,1 εκατομμύρια δολάρια μέσα στο πρώτο Σαββατοκύριακο μόνο στις ΗΠΑ. Στη συνέχεια, έφερε ακόμα μεγαλύτερα έσοδα από τις αγορές του εξωτερικού και τις πωλήσεις βίντεο. Ακολούθησαν αρκετές συνέχειες, οι περισσότερες χωρίς τον Van Damme, οι οποίες πέρασαν στη σφαίρα των ταινιών Β’ κατηγορίας, αλλά κράτησαν τη σύνδεση με την αρχική ταινία που ξεκίνησε όλη αυτή τη διαδρομή.
Η κληρονομιά της ταινίας έχει αρκετές πλευρές. Από τη μία, λειτουργεί σανscreen shot του σινεμά πολεμικών τεχνών στο τέλος της δεκαετίας του ’80, με τα χαρακτηριστικά μουσικά μοντάζ, τις αργές σκηνές με χτυπήματα στο γόνατο και τις προπονήσεις χωρίς μπλούζα μέσα στη ζούγκλα. Παράλληλα, έγινε σημείο αναφοράς για αθλητές που γνώρισαν το Muay Thai μέσα από τις χαρακτηριστικές κλωτσιές του Van Damme και τις προπονήσεις δίπλα σε φοίνικες. Για πολλούς Αμερικανούς θεατές, αυτή ήταν η πρώτη φορά που άκουσαν τη λέξη “Muay Thai”, έστω κι αν αυτό που έβλεπαν στην οθόνη είχε περισσότερο φανταστικά στοιχεία παρά ακριβή απεικόνιση της τέχνης.
Αν το δεις σήμερα, το “Kickboxer” μοιάζει λιγότερο με ταινία πολεμικών τεχνών και περισσότερο με ένα ανεπίσημο πολιτιστικό ντοκουμέντο. Aτελές, αλλά με έντονη επίδραση σε μια γενιά που ήθελε να γνωρίσει τα μαχητικά σπορ έξω από τον δικό της κόσμο. Δεν στηρίχθηκε ποτέ στην ακρίβεια. Στόχος του ήταν να μεταφέρει την ένταση, τον ιδρώτα και την αίσθηση ότι αλλού οι άνθρωποι μαθαίνουν να παλεύουν με διαφορετικούς κανόνες.