Όχι δεν θα μιλήσουμε για classic metal, σωστά διαβάσατε. Θα μιλήσουμε για classical metal, δηλαδή με απλά λόγια για την αμετακίνητη θέση μου ότι η κλασσική μουσική είναι metal. Ίσως ένα μεγαλεπήβολο εγχείρημα να αποδείξεις πώς ο πιο σκληρός ήχος της μουσικής πηγάζει ή συνορεύει με ένα “απαρχαιωμένο”, συχνά σνομπ ρεύμα της μουσικής.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η metal και η κλασσική μουσική είναι γείτονες, τους χωρίζει ένας τοίχος. Η δυναμική μιας ορχήστρας, το πάθος ενός συνθέτη να αποδώσει τις ανησυχίες του για το χάος, τον θάνατο, το Θεό κάτω από το φως ενός ισχνού κεριού είναι για μένα ίδια με την δυναμική ενός σκοτεινού venue. Εκεί, μέσα από ιαχές και καπνούς ο άνθρωπος αναζητά την εξιλέωση (ή τη λήθη). Και όσο και αν έχουμε μεγαλώσει θεωρώντας ότι οι συμφωνίες είναι για κάποια ανώτερη τάξη ή τα ουρλιαχτά για μια άλυτη εφηβεία, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε περισσότερο λάθος.
Στη σειρά αυτή άρθρων, θα προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε την γραμμή που ενώνει αυτά τα δύο μουσικά είδη. Κάτι που πολλά metal συγκροτήματα έχουν επιχειρήσει άμεσα ή έμμεσα. Μπορεί κάποια άρθρα να αναλύουν κλασσικά έργα ή metal ιστορίες του 17ου αιώνα. Κάποια άλλα θα μας θυμίζουν εμβληματικά metal albums που φλέρταραν έντονα με το μαεστρικό podium. Στην τελική, όμως, θα μιλήσουμε απλώς για μουσική. Διότι τέτοιου είδους ταμπέλες είναι ανθρώπινο δημιούργημα και μόνο. Όπως σε τόσα άλλα ζητήματα άλλωστε.
Μουσικά “όπλα” τους, αυτή τη φορά, δεν είναι οι ενισχυτές, τα riffs, ή τα εκκωφαντικά drums set.
Και μετά από αυτήν την εκτενή – πλην όμως απαραίτητη – εισαγωγή, φύγαμε για ένα αγαπημένο μου album, το οποίο ίσως να μην έχει λάβει την προσοχή που του αξίζει. Οι βάρδοι του metal, οι επάξιοι εκπρόσωποι της Μέσης Γης και του Tolkien, Blind Guardian είχαν πάντα ένα μεγάλο όνειρο. Να συνθέσουν ένα έργο μεγάλων προσδοκιών, αποκλειστικά και μόνο με φυσικό, κλασσικό ήχο. Το Legacy of the Dark Lands (2019) είναι ένα concept album που διηγείται μία ιστορία κατά τον αιματηρό Τριακονταετή Πόλεμο που μάστιζε την Κεντρική Ευρώπη την περίοδο μεταξύ 1618-1648.
Για 20 και χρόνια, οι Hansi Kürsch (φωνητικά) και André Olbrich (κιθάρα) από τους BG πάλευαν με το δύσκολο έργο να συνθέσουν μια ορχηστρική δημιουργία. Ενδιάμεσα από τα γνωστά albums του συγκροτήματος, οι δύο μουσικοί μεταφέρονταν σε έναν δυστοπικό κόσμο του 17ου αιώνα. Μουσικά “όπλα” τους, αυτή τη φορά, δεν είναι οι ενισχυτές, τα riffs, ή τα εκκωφαντικά drums set. Αντίθετα, μια πλήρης συμφωνική ορχήστρα και χορωδία έρχονται να δώσουν βάθος στα φωνητικά του Kürsch και τη σύνθεση του Olbrich. Τα υπόλοιπα μέλη δεν έχουν συμμετοχή, για αυτό και ο λίγο διαφορετικός τίτλος του συγκροτήματος.
Και αν το 1996 σας φαίνεται μακρινό για την εκπόνηση ενός μουσικού έργου, έχω να σας πω πως πολλοί κλασσικοί μουσικοί είχαν πληθώρα έργων στο συρτάρι τους. Συνήθως έργα για τα οποία είχαν μεγάλες προσδοκίες, συνυφασμένα με όλο τους τον χαρακτήρα. Το ίδιο συνέβη και με τους Blind Guardian, οι οποίοι έχτισαν μια μουσική ιστορία πάνω στον φανταστικό χαρακτήρα, Solomon Kane, του Robert E. Howard. Παράλληλα με τη βοήθεια του συγγραφέα Markus Heitz συγκρότησαν την υπόθεση του album.

Ο τελευταίος, εβρισκόμενος σε συνεχή επικοινωνία με τους μουσικούς, διαμόρφωνε την ίδια στιγμή ένα prequel μυθιστόρημα με τίτλο “The Dark Lands”. Στο δίσκο παρακολουθούμε την Aenlin Kane, το 1629, κόρη του Solomon, να αναζητά την κληρονομιά του πατέρα της μαζί με την Περσίδα φίλη της Tahmina. Οι δύο τους προσλαμβάνονται από τη Δανική Εταιρεία Δυτικών Ινδιών και η ομάδα τους, με επικεφαλής έναν άνδρα ονόματι Nicolas, πρέπει να αντιμετωπίσει δαίμονες που προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τη σύγκρουση προς όφελός τους.
Η παραγωγή του δίσκου ήταν αρκετά απαιτητική για πολλούς λόγους. Όχι μόνο για την ηχογράφηση της ορχήστρας-χορωδίας, καθώς η σύνθεση για μία συμφωνική ορχήστρα απαιτεί πολλές γνώσεις και δεξιότητες, πολύ διαφορετικές από εκείνες για μία μπάντα. Αλλά και για την “ψυχή” και το επικό metal που πρεσβεύουν οι Guardian. Ταξιδεύοντας από χώρα σε χώρα, μέσα σε άδεια κάστρα, αλλά και με χρήση της τεχνολογίας, οι δύο “Τυφλοί Φρουροί” ηχογράφησαν με κάθε λεπτομέρεια το όραμά τους. Από την επιβλητική χορωδία, μέχρι τα βήματα για τον πύργο του Νάνου.

Το τελικό αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από άρτιο. Αρχικά, ακολουθεί μια κλασσική φόρμα με την εισαγωγική οβερτούρτα (μουσική φόρμα που παρουσιάζονται όλα τα μουσικά θέματα που θα ακουστούν σε ένα εκτενές έργο), “1618 Overture“. Την ίδια στιγμή, όμως, καταλαβαίνεις ότι δεν πρόκειται για μια όπερα, ένα musical ή ένα soundtrack. Είναι ένα orchestral metal album, με δυναμικές, ένταση και απόγνωση. Δυστυχώς, αδυνατώ να κατανοήσω την κριτική που δέχτηκε η δουλειά αυτή, καθώς πιστεύω ότι της αξίζει να ανεβεί στο πάνθεον των έργων των Blind Guardian.
Πιθανώς, η όποια αρνητική κριτική να έγκειται στην έλλειψη “εξοικείωσης” του μουσικού αυτιού των ακροατών με την κλασσική μουσική. Όπως ακριβώς στη metal οι λάτρεις της ξεκινούν από πιο mainstream, εύληπτα κομμάτια, έτσι και στην κλασσική μουσική το αυτί πρέπει να εισαχθεί σταδιακά. Θεωρώ πώς αν, για παράδειγμα, καθίσεις σε μια συμφωνική συναυλία και ακούσεις το αγαπημένο σου soundtrack ο κόσμος που θα ανοιχτεί μπροστά σου θα είναι μοναδικός και αναπάντεχος. Ειδικά αν μπορεί κάποιος να σου εξηγήσει τι συμβαίνει.
Σχεδόν στη μέση του album δεσπόζει το αγαπημένο μου κομμάτι, ίσως στο top 5 όλης της δισκογραφίας των BG (ναι, το πα!)
Ο δίσκος ενδείκνυται να ακουστεί από την αρχή ως στο τέλος, για να ακολουθήσει κανείς την πλοκή. Όσο οι ακροάσεις αυξάνονται καταλαβαίνεις ότι ο Hansi ξεπερνάει τον εαυτό του. Θεατρικός, πληθωρικός, ένας βάρδος που ανέβηκε στο σανίδι του τενόρου. Οι μελωδίες της ορχήστρας αποδίδουν άριστα την ένταση και το επικό ύφος. Ενώ τα κρουστά και τα χάλκινα πνευστά λαμβάνουν το ρόλο των πιο δραματικών και σκοτεινών στιγμών, όπως ακριβώς θα έκαναν τα drums και οι ηλεκτρικές κιθάρες. Παράλληλα, τα αιθέρια ηχητικά της χορωδίας μας θυμίζουν λίγο το soundtrack του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών.
Από τα 24 tracks θα ξεχωρίσω μόνο μερικά. Το “In the Underworld” μαζί με το “The Great Ordeal” στα πέντε λεπτά που διαρκούν καταφέρνουν να περάσουν από μια σειρά δυναμικών και στυλ. “Like a drop in the water, all is one. Jerusalem”.

Σχεδόν στη μέση του album δεσπόζει το αγαπημένο μου κομμάτι, ίσως στο top 5 όλης της δισκογραφίας των BG (ναι, το πα!). Το “In the Red Dwarf’s Tower”, είναι μία επωδός τρόμου και χειραγώγησης, κάτω από τη σκιά της φωνής του Hansi. Δεν ήξερα πόσες φορές μπορεί να λέω “Solomon Su Sa Su”. Προσωπικά, η χρήση της ορχήστρας σε αυτό το κομμάτι αποτυπώνει πλήρως την εμβέλεια των κλασσικών μουσικών οργάνων, το δυναμικό tempo σε συνδυασμό με τα γρέζια της φωνής.
Έπειτα από το ένδοξο χορωδιακό “Treason”, έρχεται ένα εσωτερικό κομμάτι, με μπαρόκ/μπαχική διάθεση, το “Nephilim”. Οδεύοντας προς το φινάλε, ξεχωρίζω το “Harvester of Souls” και φυσικά το καταληκτικό “Beyond the Wall”. “Choice? There’s no choice in Dark Lands”. Σαν αρχαία τραγωδία, το άλμπουμ κορυφώνεται με την ηρωική κάθαρση. Εικόνες, ήχοι και κυριολεκτικό “κουβάλημα” από τον Hansi και τη χορωδία. Το ιδανικό τέλος μιας ζωντανής συναυλίας που αξίζει χειροκρότημα.
Η metal υπήρξε πάντα ένα είδος που άνθιζε στην υπερβολή, στην τραγωδία, στο φαντασιακό και στην πρόκληση των ορίων.
Σε αυτό το σημείο να πω πως το project αυτό ελπίζω να μας δοθεί με κάποιον τρόπο η ευκαιρία να το παρακολουθήσουμε ζωντανά. Ανατριχιαστική σκέψη.
Το “Legacy of the Dark Lands” είναι ένα μουσικό ταξίδι που στέκεται ακριβώς στο σταυροδρόμι της metal και της κλασσικής μουσικής, εκεί όπου η αφήγηση γίνεται έπος και η σύνθεση αποκτά δραματουργική διάσταση. Είναι ένας δίσκος που δεν ακολουθεί τις συνηθισμένες metal νόρμες, αλλά τις διευρύνει, χτίζοντας μια μουσική εμπειρία αντάξια των πιο μεγαλεπήβολων συμφωνικών έργων. Και ίσως αυτό να είναι που δίχασε το κοινό: η έλλειψη ηλεκτρικών κιθάρων, το μέγεθος της αφήγησης, η αποκοπή από τα “γνωστά” στοιχεία των Blind Guardian.
Όμως, αν κάτι διδάσκει αυτό το άλμπουμ, είναι ότι η μουσική δεν χρειάζεται φραγμούς. Η metal υπήρξε πάντα ένα είδος που άνθιζε στην υπερβολή, στην τραγωδία, στο φαντασιακό και στην πρόκληση των ορίων. Και τι άλλο είναι η κλασσική μουσική αν όχι ακριβώς το ίδιο; Ένα διογκωμένο συναίσθημα, μια πνευματική αναζήτηση, ένα όραμα. Στο τέλος της ημέρας, το “Legacy of the Dark Lands” δεν είναι ούτε metal ούτε κλασική μουσική. Είναι ένα μνημειώδες έργο που αποδεικνύει ότι αυτά τα δύο δεν ήταν ποτέ αντίθετα. Ήταν πάντα δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.