Πώς κυλούν έτσι τα χρόνια; Για πολλούς, μοιάζει σαν χθες όταν οι Children of Bodom παρουσίαζαν το εμβληματικό “Hate Crew Deathroll“. Το άλμπουμ που σηματοδότησε και το τελευταίο κεφάλαιο της πορείας τους με το αρχικό line-up. Λίγο μετά την κυκλοφορία του, ο Alexander Kuoppala αποφάσισε να αποχωρήσει, αφήνοντας τον Alexi Laiho και την υπόλοιπη μπάντα να συνεχίσουν χωρίς αυτόν.
Πίσω από το όνομα της μπάντας κρύβεται ένα σκοτεινό μυστικό. Οι Φινλανδοί Children of Bodom, εμπνευσμένοι από τις ανεξιχνίαστες δολοφονίες τριών εφήβων που κατασκήνωναν στη λίμνη Bodom το 1960, κατέκτησαν την παγκόσμια metal σκηνή με το “Hate Crew Deathroll”. Το άλμπουμ αυτό όχι μόνο τους χάρισε παγκόσμια αποδοχή, αλλά και νέες ευκαιρίες. «Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, καταφέραμε να περιοδεύσουμε στις ΗΠΑ για πρώτη φορά», δήλωνε χαρακτηριστικά ο Alexi Laiho, περιφράφοτνας τη σημασία του συγκεκριμένου δίσκου.
Ύστερα από τέσσερα χρόνια γεμάτα ασταμάτητες συναυλίες, ο Alexi Laiho είχε ξεκάθαρο όραμα για το επόμενο βήμα των Children of Bodom. Ήθελε να μεταφέρει την εκρηκτική ενέργεια των live εμφανίσεών τους σε ένα άλμπουμ που θα την αποτύπωνε πιστά. Στις προηγούμενες κυκλοφορίες τους, η μπάντα είχε δώσει έμφαση στην τεχνική αρτιότητα, όμως τώρα είχε έρθει η στιγμή να ανεβάσουν τον πήχη και να εξελίξουν τον ήχο τους σε νέο, δυναμικό επίπεδο.
Oι Children of Bodom πήραν τόσο σοβαρά την ηχογράφηση του “Hate Crew Deathroll” που άλλαξαν μέχρι και τη διατροφή τους
Για να πετύχουν τον νέο τους στόχο, οι Children of Bodom χρειάστηκε να αντλήσουν έμπνευση από διαφορετικές μουσικές πηγές. Σε καθημερινή βάση, το “I Get Wet” του Andrew W.K., και ιδιαίτερα το κομμάτι “Party Hard”, έπαιζε δυνατά, είτε από τα ηχεία της Pontiac του Alexi, είτε στην πίσω αυλή των Astia Studios, όπου δούλευαν με τον Anssi Kippo. Μετά την παύση τους από τα Astia Studios για το “Follow the Reaper”, που ηχογράφησαν με τον Peter Tägtgren, η επιστροφή τους εκεί σήμανε την αρχή ενός νέου δημιουργικού πειραματισμού.
Εκείνη την περίοδο, οι Children of Bodom βρέθηκαν χωρίς δισκογραφική στέγη. Το συμβόλαιό τους με τη Spinefarm Records, που είχε φιλοξενήσει τα τρία προηγούμενα άλμπουμ τους, έληξε μετά την κυκλοφορία του “Follow the Reaper”. Επιπλέον, η εξαγορά της Spinefarm από τη Universal Music Group το 2002 έφερε νέες προκλήσεις, καθώς το συγκρότημα έπρεπε να αποφασίσει αν θα παρέμενε στη Spinefarm, με την προοπτική τα επόμενα άλμπουμ τους να κυκλοφορούν παγκοσμίως από τη UMG. Παρά τις πολλές προσφορές από άλλες δισκογραφικές, οι Children of Bodom επέλεξαν να συνεχίσουν τη συνεργασία τους με τη Spinefarm, εξασφαλίζοντας έτσι τη διεθνή υποστήριξη της Universal.
Το νέο συμβόλαιο με τη Spinefarm, πλέον υπό την αιγίδα της Universal Music Group, έφερε στους Children of Bodom ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Με την οικονομική στήριξη μίας από τις μεγαλύτερες δισκογραφικές εταιρείες παγκοσμίως, η μπάντα είχε πλέον πρόσβαση σε εξοπλισμό παραγωγής κορυφαίας ποιότητας. Αυτή η αναβάθμιση αποτυπώθηκε ξεκάθαρα στο “Hate Crew Deathroll”, ένα άλμπουμ που όχι μόνο αγαπήθηκε για τη μουσική του, αλλά και υμνήθηκε για την εξαιρετική του παραγωγή.
Οι Children of Bodom αποφάσισαν να παραμείνουν στη Spinefarm για την κυκλοφορία του Hate Crew Deathroll
Μια ακόμα ενδιαφέρουσα αλλαγή που έκαναν οι Children of Bodom κατά την προετοιμασία του “Hate Crew Deathroll” αφορούσε τη διατροφή τους. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος της αλλαγής, αξίζει να θυμηθούμε ένα περιστατικό από το παρελθόν. Κάποια χρόνια πριν, οι COB είχαν στείλει τις απαιτήσεις τους σε έναν διοργανωτή. Ενώ οι περισσότερες μπάντες ζητούσαν: «Όχι πρόχειρο φαγητό, όπως: [κατάλογος γνωστών fast food]. Δεχόμαστε μόνο υγιεινό φαγητό», οι Φινλανδοί είχαν κάνει το ακριβώς αντίθετο. Το αίτημά τους έγραφε: «Μόνο πρόχειρο φαγητό, όπως: [κατάλογος γνωστών fast food]. Δεν δεχόμαστε κανένα υγιεινό φαγητό». Μια διατροφική στάση που σίγουρα ξεχώριζε, αλλά φαίνεται πως πλέον είχε έρθει η ώρα να επανεξεταστεί.
Αυτή τη φορά, οι Children of Bodom αποφάσισαν να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στη φυσική τους κατάσταση. Υιοθέτησαν ένα αυστηρό εβδομαδιαίο διατροφικό πρόγραμμα, που περιλάμβανε αυξημένη κατανάλωση λαχανικών και έθετε αυστηρούς περιορισμούς στο fast food, επιτρέποντάς το μόνο μία φορά την εβδομάδα. Μια αλλαγή που αντικατόπτριζε τη νέα τους προσέγγιση, όχι μόνο στη μουσική, αλλά και στον τρόπο ζωής τους.
Μια ακόμη διασκεδαστική ιστορία από τη δημιουργία του “Hate Crew Deathroll” αφορά τους στίχους των τραγουδιών. Ο Anssi Kippo τη διηγείται χαρακτηριστικά: «Ο Alexi ολοκλήρωνε τους στίχους κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης. Μια μέρα, στο σαλόνι του στούντιο, που διαθέτει μια μικρή σκηνή, εμφανίστηκε ξαφνικά μια μικρή καλύβα φτιαγμένη από χαρτόκουτα. Στην είσοδό της υπήρχε ένα κομμάτι χαρτί, κολλημένο με ταινία gaffer, που έγραφε: “Lyric Writer hard at work. Do not disturb!”.» Μια σκηνή που αποτύπωνε με χιούμορ τη δημιουργική διαδικασία του Alexi Laiho.
Nομίζω ότι στο Hate Crew Deathroll βρήκαμε επιτέλους τo ποιοι είμαστε
Ωστόσο, η ηχογράφηση του “Hate Crew Deathroll” δεν ήταν μόνο αστείες στιγμές. Οι Children of Bodom και ο Anssi Kippo αντιμετώπισαν αρκετές δυσκολίες, που έθεσαν εμπόδια στη δημιουργική διαδικασία. Ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα προέκυψε μόλις ξεκίνησαν οι ηχογραφήσεις, όταν ο Alexi Laiho έχασε τη φωνή του. Αναγκάστηκε να πάρει άδεια για να αναρρώσει, καθυστερώντας την πρόοδο του άλμπουμ, αλλά και δοκιμάζοντας την υπομονή και την αποφασιστικότητα της μπάντας.
Με το “Hate Crew Deathroll”, ο ήχος των Children of Bodom απέκτησε μια πιο συμπυκνωμένη και επιθετική ταυτότητα, με έντονη κατεύθυνση προς το thrash metal. Το άλμπουμ ξεχώρισε για τον πιο σκληρό ήχο του σε σχέση με τις προηγούμενες κυκλοφορίες τους. Τα πλήκτρα υποχώρησαν στο παρασκήνιο, αφήνοντας τις κιθάρες να κυριαρχήσουν ως το κύριο όργανο. Παρά τον ακραίο χαρακτήρα του, το άλμπουμ κρύβει μέσα του αρκετές ρετρό πινελιές από τη δεκαετία του ’80. Ο ίδιος ο Alexi Laiho είχε δώσει τη δική του εξήγηση για αυτήν την ιδιαίτερη προσέγγιση.
«Η μεγαλύτερη αδερφή μου ήταν αυτή που με έβαλε στον κόσμο του hard rock της δεκαετίας του ’80. Μεγάλωσα ακούγοντας μπάντες όπως οι Motley Crue, οι WASP, οι Twisted Sister, και αργότερα οι Guns N’ Roses και οι Skid Row. Μου έβαζε κασέτες και σκεφτόμουν: “Γαμώτο, αυτό είναι απίστευτο”. Καθώς μεγάλωνε, η μουσική της γούστα έγινε πιο ακραία. Ξαφνικά μπήκαν στη ζωή μου οι Metallica, οι Sepultura, οι Slayer, και πάλι έλεγα: “Γαμώτο”. Στη συνέχεια, πέρασε στο death και black metal, και η επιρροή της συνεχίστηκε.
Η τεράστια επιτυχία του “Hate Crew Deathroll”, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, επιβεβαιώνεται από την αναγνώριση που έλαβε το “Needled 24/7”
Το θέμα είναι ότι ποτέ δεν άφησα πίσω μου τις πρώτες μου επιρροές ή τις μπάντες που αγάπησα από την αρχή. Αυτό είναι κάτι που χαρακτηρίζει τη μουσική των Children of Bodom: μπορείς να διακρίνεις πολλά διαφορετικά στοιχεία. Για παράδειγμα, στα riffs της κιθάρας υπάρχει μια έντονη αίσθηση από τη δεκαετία του ’80, ενώ στους ήχους των πλήκτρων μπορείς να βρεις έντονες αναφορές σε disco vibes της ίδιας εποχής. Είναι ένα παράξενο μείγμα, αλλά με κάποιο τρόπο καταφέραμε να το κάνουμε να λειτουργεί».
Για τον Alexander Kuoppala, τα πράγματα πήραν μια διαφορετική τροπή. Μετά από μερικά διασκεδαστικά περιστατικά, κατάφερε να εξασφαλίσει μια χορηγία που άφησε εποχή. Μια μέρα, ένα φορτηγό από εταιρεία μπίρας έφτασε στα Astia Studios, ξεφορτώνοντας τεράστιες ποσότητες μπίρας και 120 κουτιά ενεργειακών ποτών. «Ο οδηγός γέλασε και μας είπε να τον καλέσουμε αν χρειαζόμασταν κι άλλα», θυμάται ο Anssi Kippo. Ωστόσο, όταν μετά από μία μόλις εβδομάδα τηλεφώνησαν για να ζητήσουν νέα αποστολή, καθώς τα αποθέματα είχαν ήδη εξαντληθεί, η υπόσχεση δεν τηρήθηκε ποτέ και δεν έλαβαν καμία απάντηση.
Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων, το στούντιο είχε γεμίσει ασφυκτικά με πένες. Το κιθαριστικό δίδυμο Alexander Kuoppala και Alexi Laiho είχε αρχίσει να αφήνει πένες κυριολεκτικά παντού. Ο Anssi Kippo θυμάται με χιούμορ τη μέρα που ανακάλυψε μια πένα ακόμα και στο φαγητό του. Την ημέρα του junk food, καθώς απολάμβανε μια πίτσα με πεπερόνι και τυρί, διαπίστωσε ότι περιλάμβανε και μια πένα Jazz3 ως “έκπληξη” στη γέμιση!
Για πολλούς, το “Hate Crew Deathroll” είναι ο αγαπημένος τους CoB δίσκος
Όταν ρωτήθηκε για τον ήχο του άλμπουμ – και γενικότερα των Children of Bodom – ο Alexi Laiho είχε δώσει μια χαρακτηριστική απάντηση:
«Θα κατηγοριοποιούσα τη μουσική μας ως death metal; Δεν ξέρω. Για μένα, είναι απλά metal. Έτσι τη λέω, metal και τίποτα παραπάνω. Αλλά άλλοι την αποκαλούν black metal, κάποιοι death metal, άλλοι thrash, ποιος ξέρει τι άλλο. Υπάρχουν εκατομμύρια υποκατηγορίες και μαλακίες, και ειλικρινά, δεν μου αρέσουν καθόλου οι ταμπέλες. Οπότε, μπορείς να τη λες όπως θέλεις»,
Ο Alexi Laiho είχε τατουάζ με τα γράμματα COBHC (Children of Bodom Hate Crew) στα δάχτυλα του αριστερού του χεριού.
Η σημασία του “Hate Crew Deathroll” για τους Children of Bodom δεν θα μπορούσε να αποτυπωθεί καλύτερα από τον ίδιο τον Alexi Laiho: «Αυτό ήταν το άλμπουμ όπου επιτέλους βρήκαμε το δικό μας στυλ. Μέχρι τότε πειραματιζόμασταν, ψάχναμε να ανακαλύψουμε ποιοι είμαστε. Στο “Hate Crew Deathroll”, όμως, το βρήκαμε. Είναι σίγουρα ένα από τα πιο σημαντικά άλμπουμ για εμάς, αλλά και ένα από τα καλύτερά μας. Για πολλούς ανθρώπους, αυτός είναι ο αγαπημένος τους δίσκος των Children of Bodom – και δεν τους κατηγορώ. Δεν θέλω να περιαυτολογήσω, αλλά είναι πραγματικά γαμάτο. Όταν το ακούω σήμερα, σκέφτομαι: “Σκατά, φίλε. Τα καταφέραμε”».
Υ.Γ.: Το κομμάτι “Angels Don‘t Kill” συμπεριλήφθηκε στο soundtrack του βιντεοπαιχνιδιού “Brütal Legend” και το κομμάτι “Hate Crew Deathroll” στο βιντεοπαιχνίδι “Skate”.