«Οι δαίμονες υπάρχουν είτε πιστεύεις σε αυτούς είτε όχι», λέει ο ιερέας στο “Ο εξορκισμός της Emily Rose“. Αναμενόμενη ρήση από έναν άνθρωπο πίστης, αφού εξ ορισμού η πίστη βρίσκεται εκτός αποδείξεων. Άλλωστε, αν κάτι μπορείς να αποδείξεις ότι υπάρχει, είναι αδιάφορο αν πιστεύεις εσύ σε αυτό ή όχι.
Τέτοια διλήμματα βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της ενδιαφέρουσας και αινιγματικής ταινίας. Το θέμα αποκτά επιλέον ενδιαφέρον αν αναλογιστούμε ότι η ταινία βασίζεται στην αληθινή ιστορία ενός ιερέα που κατηγορήθηκε για φόνο μετά τον θάνατο μιας έφηβης κοπέλας κατά τη διάρκεια ενός εξορκισμού. Αν ο ιερέας έχει δίκιο και το κορίτσι είχε καταληφθεί από δαίμονα, είναι αθώος. Αν οι αρχές που κάλεσε η εισαγγελία είναι σωστές, η κοπέλα πέθανε από ψυχωτική επιληπτική διαταραχή και ο ιερέας δημιούργησε επιπλοκές που οδήγησαν στον θάνατό της.
Πολλοί μπορεί να μην το γνωρίζουν, τα τρομακτικά γεγονότα της ταινίας “Ο εξορκισμός της Emily Rose” του 2005 δεν ήταν εντελώς φανταστικά. Έμπνευση τους αποτέλσαν οι πραγματικές εμπειρίες μιας νεαρής Γερμανίδας με το όνομα Anneliese Michel.
Η Anneliese Michel μεγάλωσε σε καθολικό περιβάλλον στη Βαυαρία της Δυτικής Γερμανίας τη δεκαετία του 1960. Καθώς μεγάλωνε, παρακολουθούσε λειτουργία δύο φορές την εβδομάδα. Όταν η Michel ήταν 16 ετών, ξαφνικά έχασε τις αισθήσεις της στο σχολείο και άρχισε να περπατάει ζαλισμένη. Αν και η ίδια δεν είχε καμία ανάμνηση του γεγονότος, οι φίλοι και η οικογένειά της είπαν ότι βρισκόταν σε κατάσταση έκστασης.
Ένα χρόνο αργότερα, η Anneliese Michel βίωσε ένα παρόμοιο περιστατικό. Αυτήν τη φορά ξύπνησε σε κατάσταση έκστασης και κατούρησε πάνω στο κρεβάτι της. Στη συνέχεια, το σώμα της πέρασε μια σειρά από σπασμούς, με αποτέλεσμα να τρέμει ανεξέλεγκτα. Αυτό έκανε πολλούς από τους κοντινούς της ανθρώπους να πιστεύουν ότι ήταν δαιμονισμένη.
Τα φάρμακα που χορηγήθηκαν στην Anneliese Michel δεν κατάφεραν να τη βοηθήσουν
Μετά τη δεύτερη φορά, η Anneliese Michel επισκέφθηκε έναν νευρολόγο. Ο γιατρός διέγνωσε ότι πάσχει από επιληψία του κροταφικού λοβού. Μια διαταραχή που προκαλεί επιληπτικές κρίσεις, απώλεια μνήμης και βίωση οπτικών και ακουστικών ψευδαισθήσεων. Μετά τη διάγνωσή της, η Anneliese Michel άρχισε να παίρνει φάρμακα για την επιληψία της και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Würzburg το 1973.
Ωστόσο, τα φάρμακα που της χορηγήθηκαν δεν κατάφεραν να τη βοηθήσουν εγκαίρως. Καθώς προχωρούσε ο χρόνος, η κατάστασή της άρχισε να επιδεινώνεται. Αν και εξακολουθούσε να παίρνει τα φάρμακά της, η Michel άρχισε να πιστεύει ότι είχε καταληφθεί από δαίμονα. Πίστευε ότι έπρεπε να βρει μια λύση εκτός της ιατρικής. Άρχισε να βλέπει το πρόσωπο του διαβόλου όπου κι αν πήγαινε και έλεγε ότι άκουγε δαίμονες να της ψιθυρίζουν. Χαρακτηριστικά, ισχυριζόταν ότι την ώρα που προσευχόταν τους άκουσε να την αποκαλούν «καταραμένη» και πως θα «σαπίσει στην κόλαση». Όλα αυτά την οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο διάβολος ο ίδιος πρέπει να την είχε καταλάβει.
Η Anneliese Michel και η οικογένειά της αναζήτησαν ιερείς για να τη βοηθήσουν με τη δαιμονική της κατοχή. Όλοι οι κληρικοί στους οποίους απευθύνθηκαν απέρριψαν τα αιτήματά της. Την προέτρεψαν να αναζητήσει ιατρική βοήθεια και την ενημερώσαν ότι για κάτι τέτοιο άλλως χρειάζονταν η άδεια ενός επισκόπου. Σε αυτό το σημείο, οι παραισθήσεις της Michel είχαν γίνει ακραίες. Πιστεύοντας ότι ήταν δαιμονισμένη, έσκισε τα ρούχα από το σώμα της, έκανε ψυχαναγκαστικά έως και 400 καθίσματα την ημέρα. Σύρθηκε κάτω από ένα τραπέζι και γαύγιζε σαν σκυλί για δύο ημέρες. Έτρωγε επίσης αράχνες και κάρβουνο, δάγκωσε το κεφάλι ενός νεκρού πουλιού και έγλειφε τα ούρα της από το πάτωμα.
Υποβλήθηκε σε 67 τελετές εξορκισμού πριν τελικά πεθάνει από υποσιτισμό την 1η Ιουλίου 1976
Τελικά, αυτή και η μητέρα της βρήκαν έναν ιερέα, τον Ernst Alt, ο οποίος πίστεψε στην κατοχή της. Ο ίδιος δήλωσε ότι «δεν έμοιαζε με επιληπτική» σε μεταγενέστερα δικαστικά έγγραφα. Η Anneliese Michel έγραψε στον Alt: «Δεν είμαι τίποτα, όλα πάνω μου είναι ματαιοδοξία, τι πρέπει να κάνω, πρέπει να βελτιωθώ, προσευχηθείτε για μένα» και επίσης μια φορά του είπε: «Θέλω να υποφέρω για άλλους ανθρώπους… αλλά αυτό είναι τόσο σκληρό». Ο Alt υπέβαλε αίτηση στον τοπικό επίσκοπο Josef Stangl, ο οποίος τελικά ενέκρινε το αίτημα και έδωσε άδεια σε έναν τοπικό ιερέα, τον Arnold Renz, να πραγματοποιήσει εξορκισμό, αλλά διέταξε να γίνει με απόλυτη μυστικότητα.
Τους επόμενους δέκα μήνες, μετά την έγκριση του επισκόπου για τον εξορκισμό της Anneliese Michel, οι Alt και Renz πραγματοποίησαν 67 εξορκισμούς, που διήρκεσαν έως και τέσσερις ώρες, στη νεαρή γυναίκα. Μέσα από αυτές τις συνεδρίες, η Michel αποκάλυψε ότι πίστευε πως ήταν δαιμονισμένη από έξι δαίμονες. Τον Εωσφόρο, τον Κάιν, τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, τον Αδόλφο Χίτλερ, τον Νέρωνα και τον Fleischmann (έναν ατιμασμένο ιερέα).
Κατά τη διάρκεια αυτών των συνεδριών, η Anneliese Michel μιλούσε συχνά για το ότι «πέθαινε για να εξιλεωθεί για την αλλοπρόσαλλη νεολαία της εποχής και τους αποστάτες ιερείς της σύγχρονης εκκλησίας». Σε αυτό το διάστημα, η Michel συχνά συγκρατούνταν ώστε οι ιερείς να μπορούν να διεξάγουν τις τελετές εξορκισμού. Σε κανένα σημείο η Michel δε σταμάτησε να προσεύχεται. Μάλιστα, έφτασε στο σημείο να σπάσει κόκαλα και να σκίσει τένοντες στα γόνατά της από το συνεχές γονάτισμα στην προσευχή. Υποβλήθηκε σε 67 τελετές εξορκισμού και σιγά-σιγά σταμάτησε να τρώει. Τελικά πέθανε από υποσιτισμό και αφυδάτωση την 1η Ιουλίου 1976. Ήταν μόλις 23 ετών.
Το συναρπαστικό με τον "Εξορκισμό της Έμιλι Ρόουζ" είναι ότι ζητά από έναν κοσμικό θεσμό, το δικαστήριο, να αποφασίσει για ένα ζήτημα που εξαρτάται από θέματα για τα οποία το δικαστήριο δεν μπορεί να έχει άποψη
Μετά το θάνατό της, η ιστορία της Anneliese Michel προκάλεσε εθνική αίσθηση στη Γερμανία. Οι γονείς της και οι δύο ιερείς που πραγματοποίησαν τον εξορκισμό κατηγορήθηκαν για ανθρωποκτονία από αμέλεια. Εμφανίστηκαν ενώπιον του δικαστηρίου και χρησιμοποίησαν ακόμη και μια ηχογράφηση του εξορκισμού για να προσπαθήσουν να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους.
Οι δύο ιερείς κρίθηκαν ένοχοι για ανθρωποκτονία από αμέλεια. Η ποινή τους ήταν έξι μήνες φυλάκιση (η οποία αργότερα ανεστάλη) και τρία χρόνια αναστολή. Οι γονείς απαλλάχθηκαν από κάθε τιμωρία, καθώς είχαν «υποφέρει αρκετά», ένα κριτήριο για την καταδίκη στο γερμανικό δίκαιο.
Warning: Trying to access array offset on value of type bool in /home/u461605108/domains/depart.gr/public_html/wp-content/plugins/elementor/includes/base/widget-base.php on line 223
Warning: Undefined array key -1 in /home/u461605108/domains/depart.gr/public_html/wp-content/plugins/elementor/includes/base/controls-stack.php on line 695
Στο φιλμ, η ιστορία εξιστορείται μέσα από αναδρομές σε μια δικαστική αίθουσα, όπου δικάζεται ο Πάτερ Moore (Tom Wilkinson). Του προσφέρεται μια συμφωνία να δηλώσει ένοχος για απερίσκεπτη έκθεση σε κίνδυνο και να εκτίσει έξι χρόνια από τη 12ετή ποινή του, αλλά την αρνείται λέγοντας: «Δεν με νοιάζει η φήμη μου και δεν φοβάμαι τη φυλακή. Το μόνο που με νοιάζει είναι να πω την ιστορία της Emily Rose». Η δικηγόρος του, Erin Bruner (Laura Linney), απελπίζεται αλλά και τον θαυμάζει για την αφοσίωσή του στις πεποιθήσεις του, παρότι η ίδια δεν πιστεύει στους δαίμονες.
Το συναρπαστικό με τον “Εξορκισμό της Έμιλι Ρόουζ” είναι ότι ζητά από έναν κοσμικό θεσμό, το δικαστήριο, να αποφασίσει για ένα ζήτημα που εξαρτάται από θέματα για τα οποία το δικαστήριο δεν μπορεί να έχει άποψη. Είτε η Emily Rose ήταν δαιμονισμένη και ο Πάτερ Moore έκανε ό,τι μπορούσε για να τη σώσει, είτε είχε ψυχωτική πάθηση και άθελά του έκανε ό,τι μπορούσε για να τη σκοτώσει. Η υπεράσπιση και η πολιτική αγωγή προβάλλουν ισχυρά επιχειρήματα και καλούν πειστικούς μάρτυρες, αλλά στο τέλος όλα καταλήγουν στις προσωπικές πεποιθήσεις των ενόρκων.
Η ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και επιμένει διαρκώς σε αυτό, υπογραμμίζοντάς το τόσο στα δελτία τύπου όσο και στους τίτλους αρχής και τέλους
Τη σκηνοθεσία της ταινίας υπογράφει ο Scott Derrickson, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο σκηνοθετεί δύο διαφορετικά φιλμ. Ένα νομικό δράμα από τη μία και από την άλλη, μία σκληρή ταινία τρόμου. Ενώ ο τρόμος δεν είναι πάντα παρών, η αγωνία διατηρείται με το να κρατάει το θέμα επίκαιρο μιλώντας γι’ αυτό συνεχώς. Άλλωστε, αυτό είναι το κομμάτι που συνδέει αφηγηματικά τις δύο ενότητες, αφού τα όσα ζει η Emily Rose τα βλέπουμε ως κομμάτια διηγήσεων.
Οι στιγμές τρόμου, παρότι δεν είναι τόσο συχνές, είναι πολύ αποτελεσματικές. Τα jump scares πετυχαίνουν τον στόχο τους, οι εικόνες είναι τρομακτικές και η κατάσταση γενικά ανησυχητική. Βοηθάει επίσης το γεγονός ότι αυτές οι τρομακτικές στιγμές αναπτύσσονται εκ των προτέρων μέσα από τις συζητήσεις στην αίθουσα του δικαστηρίου ή όταν ο ιερέας μιλάει με τον δικηγόρο του, γεγονός που προδιαθέτει κάποια ένταση στον θεατή πριν την παρουσίαση των ενοχλητικών στιγμών.
Η ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και επιμένει διαρκώς σε αυτό. Το υπογραμμίζει στα δελτία τύπου όσο και στους τίτλους αρχής και τέλους. Φυσικά, πρόκειται για ένα επιτρεπτό τέχνασμα για να αυξήσει τον αντίκτυπο της ταινίας στον θεατή. Και στην πραγματικότητα λειτουργεί. Ο θεατής βρίσκεται γρήγορα στο πλευρό των μη ορθολογιστών, οι οποίοι εμφανίζονται εδώ εξαιρετικά αξιόπιστοι. Σε μια σκηνή, ο ιερέας παίζει μια κασέτα που ηχογράφησε όταν προσπάθησε να διώξει τον διάβολο από το κορίτσι. Δεν πείθει, όμως, ιδιαίτερα τους ενόρκους, καθώς μια τέτοια ηχογράφηση είναι εύκολο να χειραγωγηθεί. Οι θεατές στον κινηματογράφο το ζουν τελείως διαφορετικά. Δεν το ακούν μόνο αλλά βλέπουν με τα ίδια τους τα μάτια πώς τα άλογα στο στάβλο τρελαίνονται.
“Ο εξορκισμός της Έμιλι Ρόουζ” αγγίζει έναν ευαίσθητο θέμα, που έχει γίνει και επίκαιρο στην post-covid εποχή
Ένα ακόμα μεγάλο πλεονέκτημα της ταινίας είναι η καθηλωτική ερμηνεία της Jennifer Carpenter. Η ηθοποιός αποφασίζει να στραπατσάρει μόνη της το πρόσωπό της, με ένα ανεπανάληπτο face acting που δεν έχει καθόλου ψηφιακή επεξεργασία. Οπότε, μπορεί εκ πρώτης όψεως να μη βλέπουμε κάτι τόσο σοκαριστικό όσο σε άλλες ταινίες, υποσυνείδητα, είναι πολύ πιο τρομακτικό. Μάλιστα, στην original έκδοση της ταινίας, υπήρχαν σκηνές που η Carpenter είχε υποδυθεί τόσο καλά τη δαιμονισμένη που η MPAA έδωσε στην ταινία βαθμό “R” «για ενοχλητικές εικόνες και τρόμο», αναγκάζοντας τον Derrickson να αφαιρέσει σκηνές προκειμένου να επιτύχει το επιθυμητό PG-13.
Κάθε ταινία τρόμου προσπαθεί να εντοπίσει τον αρχέγονο φόβο βαθιά μέσα στους ανθρώπους και να τους χτυπήσει εκεί. Αν το καταφέρει αυτό και κάνει τον θεατή να καθηλώνεται με αγωνία στην καρέκλα του για δύο ώρες, τότε είναι καλή. Και αυτή η ταινία το καταφέρνει.
Αν πρέπει να βρούμε ένα προβληματικό σημείο στον “Εξορκισμό της Emily Rose”, είναι ότι η δράση της δεν απογειώνεται ποτέ στα επίπεδα που περιμένουμε βάσει των πρώτων σκηνών. Καταλαβαίνω ότι μπορεί να ξενίσει κάποιον αυτό, από την άλλη μιλάμε για μία ταινία που προσπαθεί να είναι πιστή στα θέματα που θίγει, να τα εκμεταλλευτεί και βασιζόμενη σε αυτά να χτίσει την αφήγησή της. Μια ταινία όπως ο “Εξορκιστής”, κορυφώνεται ευκολότερα επειδή δέχεται εξ αρχής δαίμονες και εξορκιστές ως πραγματικότητα.
O "Εξορκισμός της Έμιλι Ρόουζ" είναι μια εξαιρετική ταινία τρόμου και μια από τις καλύτερες στο θέμα των δαιμονισμών
“Ο εξορκισμός της Έμιλι Ρόουζ” αγγίζει ένα ευαίσθητο θέμα, που έχει γίνει και επίκαιρο στην post-covid εποχή, την αμφισβήτηση της επιστημονικής γνώσης από τους φανατισμένους. Παρότι είναι εξαιρετικά δύσκολα νερά αυτά, ο Derrickson όχι μόνο τα καταφέρνει, αλλά θριαμβεύει. Παίζει με τις δύο θέσεις και τα συναισθήματα που δημιουργούν, δεξιοτεχνικά, χωρίς να επιτρέπει στο έργο του να πάρει θέση.
Εν κατακλείδι, ο “Εξορκισμός της Έμιλι Ρόουζ” είναι μια εξαιρετική ταινία τρόμου και μια από τις καλύτερες στο θέμα των δαιμονισμών. Σίγουρα όχι από τις πιο τρομακτικές, σε καμία περίπτωση κοντά στον “Εξορκιστή”, με ίσως μερικά κενά στην πλοκή, όμως είναι εξαιρετικά καλοδουλεμένη και καταλήγει σε μια διασκεδαστική, πολυεπίπεδη και «ενοχλητική» εμπειρία.