Υπάρχει κάτι ιδιαίτερα γοητευτικό στις «κακές» ταινίες που μας κολλάνε στην οθόνη. Παρά τα εμφανή ελαττώματά τους – ή ίσως ακριβώς εξαιτίας τους – αυτές οι ταινίες μας ελκύουν. Τι, όμως, μας ωθεί να παρακολουθούμε ταινίες που συχνά θεωρούνται κινηματογραφικά «λάθοςη»;
Το “The Room” του Tommy Wiseau αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η πλοκή είναι ακατανόητη και οι διάλογοι προκαλούν ακατάσχετο γέλιο και αμηχανία. Ο ίδιος ο Wiseau ήθελε να δημιουργήσει ένα βαθύ, δραματικό έργο. Το αποτέλεσμα όμως διασκέδασε το κοινό και δημιούργησε άθελά του ένα αριστούργημα κακής αισθητικής. Οι θεατές απολαμβάνουν την απόλυτη ασυνέπεια της ταινίας, ενώ σε ειδικές προβολές γεμίζουν την αίθουσα ρίχνοντας κουτάλια στην οθόνη και αναπαράγοντας τις άβολες ατάκες της. Το “The Room”, εν τέλει, άθελά του, έγινε μια απολαυστική κινηματογραφική κοινή εμπειρία.
Άλλο παράδειγμα είναι το “Birdemic: Shock and Terror”, μια ταινία που επιχειρεί να δημιουργήσει ένα οικολογικό θρίλερ, με πτηνά που επιτίθενται στην ανθρωπότητα. Όμως, τα πτηνά θυμίζουν video games της δεκαετίας του ’90, και οι σκηνές τρόμου γίνονται ακούσια κωμικές. Η αδέξια σκηνοθεσία και οι ασυνάρτητοι διάλογοι οδηγούν σε ακατάπαυστο γέλιο. Το Birdemic μετατράπηκε σε cult φαινόμενο που ενώνει ανθρώπους που γελούν και συζητούν το πόσο αλλόκοτο είναι.
Οι «κακές» ταινίες κέρδισαν τη θέση τους στην ποπ κουλτούρα ως σύμβολα αυθεντικότητας
Στη συνέχεια, έχουμε το “Troll 2”, μια ταινία τρόμου που δεν προκαλεί φόβο αλλά μόνο γέλιο. Η περίφημη σκηνή «Oh my God!» αποτελεί θρυλική στιγμή αδέξιας ερμηνείας. Το “Troll 2” βρίθει από σκηνοθετικά και σεναριακά σφάλματα που καθιστούν αδύνατο να το πάρει κανείς στα σοβαρά. Ωστόσο, αυτή η αφέλεια προσδίδει μια ιδιότυπη γοητεία που το κάνει αγαπητό. Μάλιστα, η ταινία απέκτησε το δικό της ντοκιμαντέρ, το “Best Worst Movie”, που εξερευνά γιατί οι «κακές» ταινίες ενθουσιάζουν τόσο.
Γιατί όμως επιστρέφουμε σε αυτές ξανά και ξανά; Σε έναν κόσμο που κυνηγά την τελειότητα, αυτές οι ταινίες μας χαρίζουν ελευθερία. Μας δίνουν την ευκαιρία να γελάσουμε με το αδέξιο, χωρίς να απαιτούν σοβαρότητα. Το κοινό νιώθει ελεύθερο να βιώσει το παράλογο, χωρίς προσδοκίες. Η συμμετοχή μας σε αυτές τις προβολές γίνεται ένας τρόπος διασκέδασης και ανατροπής των «κανονικών» κινηματογραφικών εμπειριών.
Οι «κακές» ταινίες κέρδισαν τη θέση τους στην ποπ κουλτούρα ως σύμβολα αυθεντικότητας. Μας θυμίζουν ότι η τέχνη δεν είναι μόνο για τους λίγους και εκλεκτούς. Δεν χρειάζεται να είναι τέλειες για να μας προσφέρουν εμπειρίες γνήσιας χαράς και σύνδεσης. Αντίθετα, μέσα από το χάος και τις ατέλειές τους, αποκαλύπτεται η μοναδική ομορφιά του κινηματογράφου.