Υπάρχουν κιθαρίστες που παίζουν γρήγορα. Κάποιοι γράφουν βίαια riffs. Και υπάρχουν οι λίγοι, σπάνιοι μουσικοί που, χωρίς να επιδιώκουν να γίνουν ήρωες, αλλάζουν για πάντα την πορεία της μουσικής. Ο Jeff Hanneman ήταν ένας από αυτούς – μια ήσυχη φιγούρα που ποτέ δεν αναζήτησε τα φώτα της δημοσιότητας. Η παρουσία του, ή μάλλον η απουσία του, παραμένει μια πληγή που αρνείται να επουλωθεί τόσο για τους οπαδούς όσο και για τους μουσικούς. Μουσικοί όπως οι Randy Blythe και Gary Holt έχουν αναφερθεί ανοιχτά στον Hanneman ως τεράστια επιρροή, επιβεβαιώνοντας το μέγεθος της απώλειάς του και τον αντίκτυπο του έργου του σε γενιές metal καλλιτεχνών.
Πολλοί τον θυμούνται γι’ αυτή την ήσυχη δύναμη. Όμως ο ρόλος του στους Slayer ήταν κάτι πολύ περισσότερο. Ο Hanneman δεν έπαιζε απλά στους Slayer· ήταν οι Slayer, με έναν τρόπο που ξεπερνούσε τη φήμη, τις περιοδείες και τα βραβεία. Όπως το διατύπωσε ο Tom Araya, «Από κάθε άποψη, ήταν η μπάντα». Τα riff του Hanneman έχτισαν το βασίλειο των Slayer, προσφέροντας έναν κόσμο, όπου η αγριότητα συναντούσε τη δυναμική τεχνική. Για να καταλάβει κανείς γιατί ο Jeff Hanneman παραμένει αναντικατάστατος, πρέπει να επιστρέψει στην αρχή. Στον αυτοδίδακτο κιθαρίστα που έμαθε απορροφώντας το χάος γύρω του.
Γεννημένος στο Oakland της California, ο Hanneman μεγάλωσε ακούγοντας ιστορίες πολέμου από τον πατέρα του, βετεράνο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και τους αδελφούς του, που υπηρέτησαν στο Βιετνάμ. Ο θάνατος και οι συγκρούσεις ήταν θέματα που συζητιόνταν στο οικογενειακό τραπέζι, όχι ζητήματα προς αποφυγή. Αυτές οι συζητήσεις για τη βία, την ιστορία και τη θνητότητα επηρέασαν τον Hanneman, καταλήγοντας στα κομμάτια των Slayer. Τραγούδια όπως τα “Angel of Death” και “Dead Skin Mask” αποτυπώνουν μια «γοητεία» για τις ιστορικές φρικαλεότητες, καθώς και μια προσωπική αντιπαράθεση με θέματα που γνώρισε σε νεαρή ηλικία.
Το 1981, η μοίρα έπαιξε τον ρόλο της όταν ο Kerry King συνάντησε τον Jeff Hanneman σε μια αποθήκη έξω από το Los Angeles. Ο King βρισκόταν εκεί για μια οντισιόν, ενώ ο Hanneman περιφερόταν με μια κιθάρα στα χέρια. Λίγα riff αργότερα, οι Slayer είχαν γεννηθεί, όχι σε γραφείο μάνατζερ ή σε γυαλιστερό στούντιο, αλλά μέσα από ένα απλό και ενθουσιώδες “Fuck yeah!” ανάμεσα σε δύο παιδιά που δεν ήξεραν ακόμα τι επρόκειτο να προκαλέσουν.

Από την αρχή, ο Hanneman δεν προσπαθούσε να ταιριάξει. Ο King έτεινε προς το βρετανικό heavy metal, ενώ ο Hanneman βυθίστηκε στο hardcore punk — Dead Kennedys, TSOL, Black Flag — και αυτή η επιθετικότητα πέρασε στο παίξιμό του. Τα πρώτα έργα των Slayer συνδύαζαν το heavy και το ταραχώδες με τρόπους που δεν είχαν ακουστεί ξανά. Το ντεμπούτο τους, “Show No Mercy”, έδειχνε ήδη τα σημάδια ενός τέρατος. Το “Hell Awaits” το προχώρησε ακόμη περισσότερο. Tο “Reign in Blood” ανέτρεψε πλήρως τους κανόνες.
Είναι σχεδόν κλισέ να πούμε ότι το “Reign in Blood” άλλαξε τα πάντα. Ωστόσο, τα κλισέ υπάρχουν για κάποιον λόγο: τα αριστουργήματα που συνέγραψε ο Hanneman, ειδικά τα “Angel of Death” και “Raining Blood”, αποτέλεσαν σεισμικά γεγονότα. Τριάντα οκτώ λεπτά αμείλικτης βίας, χωρίς δευτερόλεπτο περιττού γεμίσματος. Τα riff του Hanneman εκρήγνυνταν και τα σόλο του ήταν κραυγές ενός κόσμου που κατέρρεε.
Το “Angel of Death”, ίσως το πιο διαβόητο έργο του, παραμένει παρεξηγημένο από πολλούς. Περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τις φρικαλεότητες του Josef Mengele, χωρίς να εξυμνεί το κακό. Αντίθετα, το αντιμετωπίζει κατά μέτωπο. Η γοητεία του Hanneman για τη σκοτεινή πλευρά της ιστορίας λειτουργεί ως πρόκληση: κοιτάξτε αυτόν τον τρόμο, καταλάβετε ότι υπάρχει.
Παρά τη συμβολή του, ο Jeff Hanneman δεν ένιωθε ποτέ άνετα με τη φήμη. Στη σκηνή, ήταν μια μηχανή: τα ξανθά μαλλιά του πετούσαν, η μαύρη μπλούζα του κολλούσε από τον ιδρώτα και το δεξί του χέρι φαινόταν θολό από την ταχύτητα. Εκτός σκηνής, αποτραβιόταν. Ο Hanneman απέφευγε τις συνεντεύξεις, την προσοχή και αποσυρόταν στο Hemet της Καλιφόρνια, όπου παρακολουθούσε ποδόσφαιρο, συλλέγε αναμνηστικά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και χανόταν σε βιβλία ιστορίας και βιντεοπαιχνίδια.

«Δεν τον ένοιαζε καθόλου η φήμη», θυμάται ο Kerry King. «Ήθελε απλώς να κάνει αυτό που του άρεσε». Οι ιστορίες οπαδών επίσης το αποδεικνύουν συχνά. Ένας θαυμαστής διηγείται ότι συνάντησε τον Hanneman μετά από μια συναυλία, περιμένοντας να δει έναν ροκ σταρ. Αντίθετα, βρήκε έναν ταπεινό, σχεδόν ντροπαλό τύπο, που αφιέρωσε περισσότερο χρόνο ρωτώντας τον για τη ζωή του παρά μιλώντας για τον εαυτό του. Τέτοιες στιγμές ενίσχυαν τον δεσμό ανάμεσα στον Hanneman και το κοινό των Slayer, δείχνοντας πως η βίαιη μουσική προερχόταν από έναν βαθιά αυθεντικό άνθρωπο.
Πέρα από τη σκηνή και τους δίσκους όμως, ο Hanneman έδινε μάχες και στο παρασκήνιο. Ο Hanneman δεν ήταν αλάνθαστος. Έπινε πολύ, μέρος των σκληρών πάρτι που χαρακτήριζαν τα πρώτα χρόνια της μπάντας, και αυτή η συνήθεια έγινε μόνιμη στη ζωή του. Οι φίλοι και η οικογένειά του παρακολουθούσαν με ανησυχία, καθώς η κατάστασή του επιδεινωνόταν, ειδικά μετά τον θάνατο του πατέρα του το 2008, μια απώλεια που τον συγκλόνισε. Επιπλέον, ένα σχεδόν θανατηφόρο δάγκωμα από αράχνη το 2011 οδήγησε σε νεκρωτική απονευρωσίτιδα, μήνες χειρουργικών επεμβάσεων και σε μια μακρά, επώδυνη αποκατάσταση.
Παρά τις δυσκολίες, προσπάθησε να επιστρέψει στους Slayer. Συμμετείχε σε δύο τραγούδια στο encore της συναυλίας “Big 4” στο Indio της Καλιφόρνια — τα “Angel of Death” και “South of Heaven”. Για τους οπαδούς, το να δουν τον Hanneman ξανά στη σκηνή ήταν μια έκρηξη ελπίδας. Ωστόσο, πίσω από τα φώτα, ήταν φανερό πως είχε αλλάξει. Η ταχύτητα, η αγριότητα και η αδιάκοπη σκληρότητα που τον χαρακτήριζαν είχαν μειωθεί. Για έναν τελειομανή όπως ο Jeff Hanneman, αυτό ήταν αδιανόητο.
Οι πιο κοντινοί του άνθρωποι προσπάθησαν να τον καθησυχάσουν: ακόμα κι αν δεν μπορούσε να εμφανιστεί ζωντανά, θα μπορούσε τουλάχιστον να συνθέτει. Ωστόσο, ο Hanneman δεν δεχόταν μισές λύσεις. Δεν θα επέστρεφε αν δεν μπορούσε να είναι ο εαυτός του, πλήρως και χωρίς συμβιβασμούς. Αυτός ήταν τελικά ο λόγος για τον οποίο η απουσία του, και αργότερα ο θάνατός του, αποτέλεσε τόσο σκληρό πλήγμα.
Ο Jeff Hanneman άφησε πίσω του ένα ρεπερτόριο τραγουδιών που παραμένουν θρυλικά και απαραίτητα. “War Ensemble”, “Dead Skin Mask”, “Seasons in the Abyss”, “Chemical Warfare”, “South of Heaven” – η λίστα είναι ατελείωτη. Τα τραγούδια του δεν ξεχώριζαν μόνο για την ταχύτητα, τη βαρύτητα ή τη σκληρότητά τους. Ήταν έξυπνα, τρομακτικά και αληθινά. Ο Gary Holt, που ανέλαβε τον ρόλο του με ταπεινότητα και σεβασμό, το υπογράμμισε: «μπορείς να παίξεις τις νότες, αλλά δεν μπορείς να αναπαράγεις την ψυχή».
Υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει μόνο ένας Jeff Hanneman. Αν το αμφισβητήσετε ποτέ, ακούστε τα πρώτα δευτερόλεπτα του “Raining Blood”. Αυτό το πρώτο riff που μοιάζει με άνοιγμα των πυλών της κόλασης. Αυτός ήταν ο Jeff Hanneman: μια φωνή από την κόλαση και ταυτόχρονα μια ψυχή βαθιά ανθρώπινη. Ένας άνθρωπος που, με πάθος, οργή και σκοτεινή γοητεία για τις πιο ζοφερές πλευρές του κόσμου, μας χάρισε μουσική που ξεπερνά τα είδη και τον χρόνο.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Slayer (OW) | Bandcamp | Deezer | Facebook | Instagram | ReverbNation | SoundCloud | Spotify | Tidal | Twitter | VEVO | YouTube