Υπάρχουν καλλιτέχνες που μετρούν την επιτυχία με τα charts, τα Grammy, τους χρυσούς και πλατινένιους δίσκους ή με το πόσα χρόνια αντέχουν. Μπορεί να είναι ένα από αυτά, ίσως κάποιος συνδυασμός — και για τους πολύ «μερακλήδες», όλα μαζί. Για τον Manu Chao πάντως, κανένα από τα παραπάνω μάλλον δεν του λένε κάτι. Χωρίς να μου το έχει πει, υποθέτω ότι τον αφήνουν αδιάφορο. Και αυτό είναι απολύτως λογικό, αν σκεφτούμε πως πρόκειται για έναν καλλιτέχνη που, αντί να κυνηγά παγκόσμιες κυκλοφορίες και συνεργασίες με brands – όπως προστάζει η βιομηχανία – εκείνος επένδυε σε φτηνές κιθάρες, πολιτικά μηνύματα και μια μόνιμη μετακίνηση από χώρα σε χώρα.
Η πορεία του μετά τους Mano Negra δεν ήταν κάποια εντυπωσιακή επανεκκίνηση, ούτε κάτι που σχεδιάστηκε με στρατηγική. Ήταν μια συνέχεια, αλλά με άλλο ρυθμό και τελείως διαφορετική πρόθεση. Ξαναδούλεψε πάνω σε όσα είχε ήδη χτίσει, απλώς τα έβαλε σε νέο πλαίσιο. Κάποιοι τότε είπαν ότι εξαφανίστηκε, επειδή δεν έδινε συνεντεύξεις ούτε εμφανιζόταν στα μεγάλα φεστιβάλ. Αυτό που δεν κατάλαβαν είναι πως απομακρύνθηκε επειδή το είχε ανάγκη, όχι επειδή φοβήθηκε κάτι.
Πήγε εκεί που γεννιούνται τα τραγούδια του πριν προλάβει να τα γράψει: στη Νότια Αμερική και τη Δυτική Αφρική. Όχι για να αποφύγει τη φήμη ή την πίεση, αλλά για να βουτήξει πιο βαθιά μέσα στα ίδια του τα θέματα. Δεν του αρκούσε πια να μιλά για την απώλεια ή τη φτώχεια, ήθελε να τις δει μπροστά του, στο πεζοδρόμιο. Στις συνοικίες που ξεχνά η τηλεόραση, στις ιστορίες που δεν φτιάχτηκαν για να γίνουν στίχοι και ρεφρέν.
Κάπως έτσι γεννήθηκε το “Clandestino”, από μία ανάγκη που δεν γινόταν να αγνοηθεί. Το ίδιο συνέβη και με τα “Desaparecido” και “Me Llaman Calle”, κομμάτια καθαρά και ευθύβολα από την αρχή. Οι στίχοι τους κουβαλούν αλήθειες που δύσκολα λέγονται δημόσια, μιλούν για όσους δεν έχουν χαρτιά, για όσους ζουν ανάμεσα σε σοκάκια, σύνορα και υπονόμους. Οι λέξεις είναι προσεκτικά απλές, χωρίς στυλιζάρισμα, χωρίς τίποτα που να μοιάζει φτιαχτό ή πλαστικό. Δεν γράφτηκαν για να αναλύσουν τον κόσμο, ήθελαν να δώσουν φωνή σε όσους αγνοούνται καθημερινά.
Μια στάση που δεν μένει απλώς στα λόγια
Ο Manu Chao δεν φέρνει απλώς την πολιτική μέσα στη μουσική του, τη χτίζει πάνω σε μια πολιτική βάση. Τα άλμπουμ του είναι περισσότερο εργαλεία προβολής παρά καλλιτεχνικές δηλώσεις. Έχει παίξει σε διαμαρτυρίες ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού και έχει εμφανιστεί σε συναυλίες στήριξης για απεργούς εργάτες αλλά και για ψυχικά ασθενείς. Όλα αυτά δεν γίνονται για το θεαθήναι, αλλά επειδή τον αφορούν πραγματικά. Έχει απορρίψει προτάσεις εκατομμυρίων δολαρίων για διαφημίσεις, όχι επειδή θέλει να φανεί ενάρετος, αλλά για να κρατήσει την ελευθερία του.
Αν μια τράπεζα δεν μπορεί να αγοράσει τη μουσική του, δεν μπορεί ούτε να επηρεάσει το μήνυμά του. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν όταν του προσφέρθηκε επιταγή ενός εκατομμυρίου δολαρίων από γνωστή τράπεζα, με σκοπό να χρησιμοποιήσει ένα από τα τραγούδια του. Μάλιστα, του πρότειναν να δωρίσουν το ποσό σε φιλανθρωπικό ίδρυμα της επιλογής του, στέλνοντάς του την επιταγή με αεροπορική αποστολή. Κι εκείνος αρνήθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη, γιατί αυτό που δεν ήθελε ήταν να χάσει τον έλεγχο του μηνύματός του.

Αυτή του η κοσμοθεωρεία φαίνεται και στον τρόπο που κυκλοφορεί και προωθεί τη δουλειά του. Ο Manu Chao δοκιμάζει τα τραγούδια του σε μικρά μπαρ και στους δρόμους της Βαρκελώνης, παρατηρώντας τις αντιδράσεις του κόσμου. Αν κάτι δεν λειτουργεί, αν νιώσει ότι κάτι λείπει ή δεν ταιριάζει, το ξαναγράφει ή το αφήνει στην άκρη. Δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός της μουσικής βιομηχανίας, καμία PR καμπάνια και σίγουρα καμία στρατηγική για τα social media. Τα τραγούδια του δεν γίνονται γνωστά επειδή στηρίζονται από μεγάλα κεφάλαια, αλλά επειδή κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα. Ακούγονται σε κουζίνες μεταναστών, σε πειρατικά ραδιόφωνα και μέσα σε αυτοοργανωμένους χώρους.
Παρών εκεί όπου άλλοι λείπουν
Στη Λατινική Αμερική, ο Manu Chao λειτουργεί σαν ενισχυτής κοινοτήτων και ανθρώπων. Όταν άλλοι καλλιτέχνες οργανώνουν φιλανθρωπικές συναυλίες από απόσταση, εκείνος μπαίνει στα σημεία που καίνε. Στην Κολομβία, ανέβηκε σε τρένο μαζί με ντόπιους καλλιτέχνες και ακτιβιστές και πέρασε από απομακρυσμένα χωριά. Ήταν μια συνειδητή απόπειρα να φτάσει εκεί που δεν φτάνουν τα media ή η κρατική στήριξη. Η περιοδεία καλύφθηκε από τοπικά μέσα και ενίσχυσε την εικόνα του ως καλλιτέχνη που λειτουργεί εκτός βιομηχανίας. Πήγε σε πόλεις με ενεργές παραστρατιωτικές ομάδες, μοιράστηκε αυτοκίνητα με κλόουν και άλλους «περίεργους». Δεν τον ενδιέφερε το στιλ ή η εικόνα. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν φτάσει εκεί που κανείς δεν πατά.
Ο Chao κατηγορεί τον καπιταλισμό, αλλά ξέρει καλά πως η ανεξαρτησία απαιτεί και οικονομικούς πόρους. Αποφεύγει τη διασημότητα, αλλά δεν υποτιμά τη δύναμη του ονόματός του όταν αυτή στρέφει το βλέμμα εκεί όπου κανείς δεν κοιτά. Παίζει σε δρόμους και πλατείες, αλλά και σε φεστιβάλ με χιλιάδες ανθρώπους, χωρίς να νιώθει ότι αυτό τον φέρνει σε αντίφαση με τις αρχές του. Οι αντιφάσεις αυτές δεν τον φθείρουν, αντιθέτως τις χρησιμοποιεί, γιατί τις καταλαβαίνει. Δεν είναι κάποιος που ισχυρίζεται πως μένει ανέγγιχτος. Είναι κάποιος που ξέρει πολύ καλά με ποια πλευρά της ιστορίας θέλει να σταθεί.
Οι συνεργασίες του Manu Chao κινούνται στο ίδιο πνεύμα με τα υπόλοιπα έργα του. Βοήθησε ασθενείς του ψυχιατρικού νοσοκομείου Borda στο Buenos Aires να βγουν από την απομόνωση. Ανέβηκαν μαζί του στη σκηνή ενός σταδίου και ηχογράφησαν τραγούδια με το όνομα “Radio Colifata”. Ομοίως, συνεργάστηκε με μουσικούς του δρόμου στη Βαρκελώνη και δημιούργησαν μαζί μια συλλογή χωρίς μεσάζοντες. Δεν υπήρξαν παραγωγοί, στούντιο ή εταιρείες, τα πάντα έγιναν με δικά τους μέσα. Τα έσοδα και η προσοχή πήγαν κατευθείαν στους ίδιους τους δημιουργούς, όχι σε κάποιον μεσάζοντα.
Όταν παρήγαγε το άλμπουμ που έκανε γνωστούς τους Amadou & Mariam, δεν κυνηγούσε κάποια προβολή ή προσωπικό όφελος. Πίστεψε στο ταλέντο τους και αποφάσισε να τους στηρίξει με κάθε τρόπο. Οι συνεργασίες του δεν βασίζονται σε status ή φήμη, επιλέγει αυτούς που συνήθως μένουν εκτός πλάνου. Όχι για να το παίξει σωτήρας, αλλά γιατί αυτές οι φωνές δύσκολα ακούγονται αλλιώς. Κάθε έργο του λειτουργεί σαν ένας δίαυλος που προσφέρει σε «αόρατους» ανθρώπους πρόσβαση στη σκηνή, τον χρόνο και το κοινό που αξίζουν.
Η ελευθερία του να μη χωράς σε κανόνες
Οι επικριτές του μιλούν για χάος στο πρόγραμμά του, αυθόρμητες εμφανίσεις και έλλειψη σχεδιασμού. Τον θεωρούν ασυνεπή ή κακό διαχειριστή του εαυτού του. Εκείνος όμως οργανώνει τη ζωή του με τρόπο που τον κρατά μακριά από χορηγούς και υποχρεώσεις. Δεν φτιάχνει πλάνο για πάνω από τρεις μήνες, δεν ακολουθεί κύκλους προώθησης και αποφεύγει τις εταιρικές απαιτήσεις. Με αυτόν τον τρόπο δεν έχει ανάγκη να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, δεν στηρίζεται σε φεστιβάλ ή πλατφόρμες και μπορεί να βρίσκεται εκεί όπου αισθάνεται ότι έχει σημασία.

Σε μέρη όπως η Πόλη του Μεξικό και το Buenos Aires, οι συναυλίες του θυμίζουν μαζικές λαϊκές συγκεντρώσεις. Ο κόσμος τραγουδάει γιατί αναγνωρίζει τους στίχους του σαν αναγκαία μηνύματα για τη ζωή του. Αυτά τα τραγούδια υπάρχουν γιατί η ζωή έκανε απαραίτητο να ειπωθούν. Περιγράφουν τη μετανάστευση από τη μεριά εκείνων που τρέχουν στα σύνορα, μιλούν για τη δουλειά όπως βιώνεται στα εργοτάξια. Όχι όπως την παρουσιάζουν τα δελτία ή οι αναφορές των διοικήσεων, έτσι δίνουν υπόσταση σε εμπειρίες που αλλιώς δεν θα έβρισκαν ποτέ βήμα. Και για αυτό γίνονται γνωστά, όχι γιατί κάποιος τα προώθησε, αλλά γιατί οι άνθρωποι τα χρειάστηκαν.
Η κληρονομιά του Manu Chao προκύπτει από τις δεκαετίες όπου αρνείται να ακολουθήσει τη νόρμα. Όσο άλλοι χτίζουν το προφίλ τους με συνέπεια και επανάληψη, ο Chao βασίζεται σε μια στοχευμένη αταξία. Στο κάτω-κάτω, «mala vida» είναι να απορρίπτεις την άνεση όταν αυτή σε δένει με όσα σε βρίσκουν αντίθετο. Και εκεί, για αυτόν, ξεκινά η γιορτή.
ΥΓ: Και σήμερα, στις συναυλίες του υπάρχει πάντα μια παλαιστινιακή σημαία και ο ίδιος φοράει το χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο μαντήλι. Είπαμε, έχει επιλέξει να είναι με τη σωστή πλευρά της Ιστορίας.