Tim Burton’s Batman: Όταν το χάος νικά τη φόρμουλα
Μια από τις πιο επιδραστικές ταινίες υπερηρώων των τελευταίων πενήντα χρόνων δεν ξεκινάει με καμία κάπα ή κάποιο θεαματικό άλμα. Όλα αρχίζουν με μπερδέματα, αναστάτωση στα στούντιο και αγωνία για τους φαν των κόμικς. Όταν ο Tim Burton, σκηνοθέτης που προτιμά τους περιθωριακούς αντί για τα πρότυπα ηρώων, ανέλαβε το “Batman” το 1989, κανείς δεν ήταν σίγουρος αν το εγχείρημα θα πετύχει. Η επιλογή του Michael Keaton, που μέχρι τότε έπαιζε κυρίως παράξενους ή απρόθυμους πατεράδες, προκάλεσε μεγαλύτερη αμφιβολία. Οι φαν του Batman, αντί για νιώθουν ενθουσιασμό, ανησυχούσαν. Όμως, η ανακοίνωση ότι ο Jack Nicholson θα υποδυθεί τον Joker ανέβασε τις προσδοκίες στα ύψη και έκανε τις εταιρείες να αλλάξουν στάση απέναντι στις ταινίες υπερηρώων.
Το ότι το Hollywood έδωσε το πράσινο φως σε αυτό το πείραμα μοιάζει, εκ των υστέρων, με ένα τυχερό λάθος. Τη δεκαετία πριν την ταινία, ο Batman είχε βρεθεί σε δημιουργικό τέλμα. Η παλιά τηλεοπτική σειρά των 60s είχε μείνει για τα καλά στη μνήμη του κόσμου, ενώ όσοι διάβαζαν comics ήθελαν μια πιο σκοτεινή εκδοχή του ήρωα. Τα μεγάλα στούντιο δεν έδειχναν ενδιαφέρον και οι ευκαιρίες για εμπορική εκμετάλλευση ήταν ελάχιστες. Το κοινό δεν είχε αποφασίσει καν αν του άρεσε ο Batman ή αν προτιμούσε να τον ξεχάσει.
Gotham City: O πραγματικός πρωταγωνιστής του Tim Burton
Enter Tim Burton. Ο σκηνοθέτης δεν ήθελε να κάνει τη Gotham City να μοιάζει με αληθινή πόλη, μαζί με τον σκηνογράφο Anton Furst, ήθελαν κάτι τελείως διαφορετικό. Επέλεξαν να αφήσουν στην άκρη τα κλασικά σκηνικά πόλης και να δημιουργήσουν μια εικόνα πιο σκοτεινή και απειλητική. Ο Furst συνδύασε τεράστιους, σχεδόν τρομακτικούς πύργους με γοτθικές λεπτομέρειες και εικόνες από μια πόλη που μοιάζει έτοιμη να διαλυθεί. Το στυλ του έφερνε στο μυαλό τον γερμανικό εξπρεσιονισμό αλλά και το αμερικανικό νουάρ. Σε κάθε γωνία της Gotham, ένιωθες πως κάτι κακό μπορεί να συμβεί, ενώ ακόμα και ο ουρανός έμοιαζε απειλητικός.
Αυτή η “πόλη εφιάλτης” έδωσε τον τόνο σε όλη την ταινία. Η Gotham γίνεται ένα ξεχωριστό κομμάτι της ιστορίας, σχεδόν σαν ένας ακόμα χαρακτήρας. Νιώθεις ότι μόνο ένας ήρωας τόσο σκοτεινός όσο ο Batman και ένας κακός τόσο εκκεντρικός όσο ο Joker θα μπορούσαν να υπάρξουν σε ένα τέτοιο μέρος.

Το σκηνικό της ταινίας, που κέρδισε και Όσκαρ, έγινε παράδειγμα για πολλές επόμενες ταινίες με υπερήρωες. Έδειξε ότι το πώς φαίνεται και γίνεται αντιληπτός ένας κόσμος επηρεάζει την ατμόσφαιρα, αλλά και την ψυχολογία των χαρακτήρων και τις προσδοκίες του κοινού. Ακόμα και η τριλογία “Dark Knight” του Christopher Nolan, όπως και κάποιες πόλεις του MCU, έχουν πάρει ιδέες από αυτήν την προσέγγιση. Όμως, καμία τους δεν τόλμησε να κάνει τόσο παραμορφωμένες και εξπρεσιονιστικές τις πόλεις όσο οι Furst και Τim Burton το 1989. Στηριζόμενοι σε σε ματ ζωγραφιές και σοκάκια γεμάτα καπνό και φώτα νέον που δεν σβήνουν ποτέ, δημιούργησαν έναν εύθυμο εφιάλτη. Καμία εκδοχή της Gotham, πριν ή μετά, δεν κατάφερε να φέρει αυτή την αίσθηση απειλής.
Εξίσου καθοριστική για την ατμόσφαιρα της ταινίας ήταν και η μουσική του Danny Elfman. O έστησε ένα ολόκληρο ηχητικό τοπίο που όρισε τον ρυθμό της Gotham. Το βασικό του θέμα, ταυτόχρονα μεγαλειώδες και μελαγχολικό, χάρισε στην ταινία μια gothic και ηρωική διάθεση με κάτι το στοιχειωτικό. Η μουσική του ενίσχυσε κάθε σκηνή αποκάλυψης, κάθε κυνηγητό και κάθε σύγκρουση. Συνδέθηκε άψογα με το οπτικό στυλ του Burton, κάνοντας τη Gotham να πιο ζωντανή από ποτέ. Αυτή η προσέγγιση όρισε τον ρόλο της μουσικής σε ταινίες υπερηρώων. Η μουσική απέκτησε περισσότερα επίπεδα και έντονο συναίσθημα και η επιρροή του Elfman φάνηκε αμέσως, αφού τα θέματα του ταυτίστηκαν με τον μύθο του Batman. Χρησιμοποιήθηκαν ξανά σε σειρές κινουμένων σχεδίων, σε βιντεοπαιχνίδια και σε μελλοντικές ταινίες. Έτσι, ο Elfman έγινε ο συνθέτης που καθόρισε πώς ακούγεται ο Batman στην οθόνη.
Ο Batman αλλιώς: Η ερμηνεία του Michael Keaton και η ψυχολογία του ήρωα
Σε αντίθεση με τους παλιότερους Batman που έβγαζαν δύναμη και σιγουριά ή με τους υπερβολικά σοβαρούς που ήρθαν μετά, ο Michael Keaton γεμίζει τον ρόλο με ανησυχία και του δίνει έναν άκρως απρόβλεπτο χαρακτήρα. Δεν θυμίζει τον κλασικό υπερήρωα ούτε στην όψη ούτε στη συμπεριφορά, κάτι που αποτέλεσε μεγάλη αλλαγή για το κοινό που είχε συνηθίσει σε σίγουρους ήρωες. Ο Bruce Wayne του Keaton είναι απομονωμένος, εσωστρεφής και διακριτικά εκκεντρικός, πολύ μακριά από το συνηθισμένο κλισέ του πλούσιου πλέιμποϊ. Ακόμα και ως Batman, μοιάζει με άνθρωπο που βρίσκει τον ρόλο του εκείνη τη στιγμή, όχι με τέλειο πολεμιστή του εγκλήματος, αλλά με κάποιον που παλεύει με το τραύμα και αυτοσχεδιάζει. Αυτή η αμφισημία έγινε το σήμα κατατεθέν του, ανοίγοντας τον δρόμο για πιο σύνθετες εκδοχές του ήρωα στις επόμενες ταινίες.
Η αρχική αντίδραση απέναντι στο καστ έσβησε γρήγορα, καθώς κοινό και κριτικοί κατάλαβαν ότι η εκκεντρικότητα του Michael Keaton ταίριαζε απόλυτα στον κόσμο του Tim Burton και ανέβαζε την ταινία ένα επίπεδο. Ο Batman έμοιαζε ταυτόχρονα πιο ευάλωτος και πιο επικίνδυνος. Αυτό το ρίσκο τελικά απέδωσε, αφού χωρίς το απρόβλεπτο στοιχείο του Keaton, το “Batman” ίσως να είχε καταλήξει σε παρωδία ή μια σειρά από τυπικές ηρωικές σκηνές. Αντίθετα, έγινε το σημείο αναφοράς για κάθε σκοτεινή και αντιφατική ερμηνεία υπερήρωα που ακολούθησε.
Ο χαρακτήρας του είναι πάντα επιφυλακτικός, κάπως αδέξιος, και δίνει περισσότερο την αίσθηση ενός κοινωνικού πειράματος παρά ενός ήρωα. Όταν ο Bruce Wayne οργανώνει ένα πάρτι, νιώθει πιο άνετα να κρύβεται πίσω από ένα άγαλμα και να ακούει τους άλλους, παρά να μιλάει με τους πλούσιους της Gotham. Η σχέση του με τη Vicki Vale θυμίζει περισσότερο μια σειρά από αμήχανες κοινωνικές στιγμές, παρά χημεία δύο ανθρώπων που έλκονται αμοιβαία. Κι όμως, αυτή είναι η ουσία του Tim Burton: ο Batman λειτουργεί σαν μάσκα για έναν άντρα που ζορίζεται να διαχειριστεί όσα νιώθει, με τον Michael Keaton να παίζει τον ρόλο με μια νευρικότητα που φαίνεται ότι το γνωρίζει.
Jack Nickolson: Το τέλειο blueprint του Joker
Από την άλλη, ο Jack Nicholson δεν παρουσιάζει τον Joker σαν έναν μανιακό με κάποιο μεγάλο σχέδιο. Η προσέγγισή του ξεφεύγει εντελώς από τις μεταγενέστερες ερμηνείες που έκαναν τον χαρακτήρα μηδενιστή φιλόσοφο ή σύμβολο του χάους. Ο Joker του Nicholson είναι χαρούμενος, ματαιόδοξος και συχνά αυτοσχεδιάζει, δείχνοντας πως τον νοιάζει περισσότερο το θέαμα παρά κάποια ιδεολογία. Με αυτή την ερμηνεία, ανέβασε τον πήχη για όλους τους κινηματογραφικούς «κακούς», αποδεικνύοντας ότι ένας χαρακτήρας από τα κόμικ μπορεί να είναι και υπερβολικός και, ταυτόχρονα, ανατριχιαστικά καθημερινός.

Άφησε πίσω του μεγάλη παρακαταθήκη, αφού όσοι ενσάρκωσαν αργότερα τον Joker, από τον Ledger μέχρι τον Phoenix, πάντα συγκρίνονταν με τον μοναδικό τρόπο που ο Jack Nicholson συνδύασε το χιούμορ με την απειλή. Επειδή δεν προσπάθησε να τον παρουσιάσει σαν ζωντανή φιλοσοφική θεωρία, ο λιγότερο “φιλοσοφικός” Joker του Nicholson είναι πιο απρόβλεπτος και τα κίνητρά του δεν ξεκαθαρίζονται ποτέ. Αυτή η αβεβαιότητα αποτελεί κομμάτι της δύναμής του. Η κακία του γεννιέται από το εγώ, την πλήξη και την ελευθερία που νιώθει επειδή πιστεύει πως είναι άτρωτος. Δεν τον ενδιαφέρει να δώσει μάθημα στη Gotham ή να ξεκινήσει έναν φιλοσοφικό πόλεμο. Θέλει απλώς να δει τι θα γίνει αν φτάσει το χάος στα άκρα και παρακολουθεί τους πάντες να καταρρέουν. Η ερμηνεία του κινείται ανάμεσα στη βία των καρτούν και στο στυλ του παλιού γκάνγκστερ, δείχνοντας πως οι σούπερ κακοί δεν χρειάζονται πάντα μια τραγική ιστορία για να σε καθηλώσουν.
Όχι άλλο origin story: Ο Tim Burton αλλάζει τους κανόνες
Παρά την οπτική του υπερβολή, το “Batman” είναι εκπληκτικά ξεκάθαρο για τα ψυχολογικά βάρη των χαρακτήρων του. Η ταινία σχεδόν δεν ασχολείται με το πώς ξεκίνησε ο Bruce Wayne, κάτι που εκείνη την εποχή πήγαινε κόντρα σε μια βασική προσδοκία για τις ταινίες με υπερήρωες. Το κοινό είχε συνηθίσει να βλέπει λεπτομερείς σκηνές εκπαίδευσης και αναδρομές στην παιδική ηλικία, ειδικά μετά την επιτυχία του “Superman” (1978), που εξηγούσαν πώς ο ήρωας απέκτησε τις ικανότητες και τα κίνητρά του. Με το να παραλείπει τα χρόνια της αυτοανακάλυψης και να εστιάζει σε έναν ήδη διαμορφωμένο αλλά βαθιά τραυματισμένο Bruce Wayne, ο Tim Burton έκανε την ταινία να αφορά περισσότερο το τι συμβαίνει όταν ένα ανεπίλυτο τραύμα παραμένει.
Αυτή η αλλαγή έδωσε στην ταινία πιο γρήγορο ρυθμό και έναν πρωταγωνιστή που παραμένει μυστηριώδης. Η ιστορία αντλεί δύναμη από τη δυσλειτουργία του Bruce Wayne στο παρόν, καθώς παρουσιάζει τον Batman ως σύμπτωμα και όχι ως λύση. Είναι μια επιλογή που λίγες σύγχρονες ταινίες με υπερήρωες τολμούν να ακολουθήσουν, όμως προσέφερε στο “Batman” μια ξεχωριστή ταυτότητα και συνέβαλε στο να διατηρηθεί η ταινία στη μνήμη του κοινού. Χωρίς να δείχνει τα χρόνια της εκπαίδευσης, το σενάριο επικεντρώνεται σε αυτό που συμβαίνει όταν ένα τραυματισμένο παιδί ενηλικιώνεται και τελικά γίνεται ένας ενήλικας με περισσότερα χρήματα από ό,τι τρόπους να διαχειριστεί όσα κουβαλάει μέσα του. Ταυτόχρονα, βλέπουμε τον Joker να αποκτά κατά λάθος τη δική του αρχή, συνδέοντας ήρωα και κακό με έναν τρόπο που προκάλεσε αντιδράσεις στους fans των comics, αλλά λειτουργεί μέσα στον αυτοτελή κόσμο του Burton.
Υπάρχει λόγος που το κοινό επιστρέφει ξανά και ξανά σε αυτή την ιδιαίτερη πλευρά της Gotham. Πρόκειται για μια πόλη, και μια ταινία, που αρνείται να χωρέσει σε καλούπια. Το σενάριο προχωρά προς το χάος στο τρίτο μέρος, ενώ η πλοκή συχνά μετατρέπεται σε καθαρό οπτικό θέαμα. Στις σύγχρονες ταινίες με υπερήρωες, το τρίτο μέρος σημαίνει σχεδόν πάντα ψηφιακές αναμετρήσεις και διακυβεύματα που απειλούν όλον τον κόσμο.
Η προσέγγιση του Tim Burton είναι πιο ακατάστατη, με σκηνές που προτιμούν την ατμόσφαιρα από τη σαφήνεια. Αντίθετα, οι σημερινές υπερπαραγωγές προτιμούν μια κορύφωση με αυστηρή λογική. Το “Batman” κάνοντας αυτήν την επιλογή αγήνει θέαμα και συναίσθημα να τραβήξουν όλη την προσοχή. Αυτό το ελεγχόμενο χάος είναι και ο λόγος που το φινάλε του μένει αξέχαστο. Η κορύφωση δεν νοιάζεται να λύσει τα πάντα στην πλοκή, αλλά να φτιάξει εικόνες που μένουν στο μυαλό για καιρό μετά. Οι σκηνές δράσης συχνά περιορίζονται από τη δυσκαμψία της στολής του Batman, όμως αυτά τα ελαττώματα είναι κομμάτι του χαρακτήρα της ταινίας. Το “Batman” λειτουργεί σαν ένα κολάζ από στυλ, διάθεση και ρίσκο.
Το χάος ως αρετή: Γιατί το φινάλε του Batman παραμένει μοναδικό
Αυτή η επιλογή του Burton δείχνει πόσο διαφορετικά μπορούσε να προσεγγίσει κάποιος το είδος πριν εδραιωθούν οι σημερινές κινηματογραφικές φόρμουλες. Σήμερα, τα περισσότερα superhero blockbusters ακολουθούν πιστά μια συνταγή όπου το φινάλε πρέπει να είναι εντυπωσιακό, γεμάτο λογική αλληλουχία και τυποποιημένη δράση. Δεν είναι τυχαίο ότι μεγάλες παραγωγές, όπως το “Avengers: Endgame” της Marvel ή σχεδόν όλες οι ταινίες της DC τα τελευταία χρόνια, κορυφώνονται με τεράστιες μάχες, CGI στρατούς και πόλεις που απειλούνται να σβηστούν από τον χάρτη. Σύμφωνα με ανάλυση του 2022, το 85% των μεγάλων superhero ταινιών μετά το 2010 καταλήγουν σε σκηνές όπου ο κόσμος κινδυνεύει. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το χαοτικό και αντισυμβατικό φινάλε του Burton λειτουργεί σαν υπενθύμιση πως η αυθεντικότητα και το ρίσκο μπορούν να αφήσουν το πιο έντονο αποτύπωμα.

Η τεράστια εισπρακτική επιτυχία του “Batman” έδειξε ότι το ρίσκο μπορεί να φέρει μεγάλα αποτελέσματα. Έτσι, άνοιξε τον δρόμο για δεκαετίες ανταγωνισμού ανάμεσα σε ήρωες με κάπες, είτε αυτό ωφέλησε είτε όχι το σινεμά. Παρ’ όλα αυτά, καμία ταινία της Marvel ή της DC δεν δοκίμασε ξανά να γίνει τόσο παράξενη ή τόσο ξεροκέφαλα αντισυμβατική. Ο “Batman” του Tim Burton δεν προσπαθεί να σε κάνει να πιστέψεις στους ήρωες, αλλά στη δύναμη που έχει να αφήνεις τους εκκεντρικούς να παίρνουν τα ηνία, και κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Η εμπορική επιτυχία της ταινίας έστειλε ξεκάθαρο μήνυμα στα στούντιο: το κοινό μπορεί να αγαπήσει τις ιδιόρρυθμες οπτικές και όχι μόνο τις συνταγές που ξέρει. Μετά το “Batman”, φάνηκε μια πραγματική αλλαγή στον τρόπο που τα στούντιο έβλεπαν τις μεταφορές κόμικς. Για λίγο, τόλμησαν να ρισκάρουν περισσότερο δημιουργικά, όπως έδειξαν το “Darkman” του Sam Raimi και οι πρώτες ταινίες “Blade”. Αν και σύντομα τα πράγματα γύρισαν σε πιο ασφαλείς παραγωγές, η επίδραση του Tim Burton απέδειξε κάτι σημαντικό. Αν αφήσεις έναν δημιουργό να βάλει τη σφραγίδα του, μπορεί να προκύψει ένα αποτέλεσμα που καθορίζει το είδος για δεκαετίες. Αυτό που μένει από το “Batman” δεν είναι τα κοστούμια, τα αμάξια ή το χαμόγελο του Joker. Η ταινία απέδειξε ότι μερικές φορές, το να δώσεις τα κλειδιά της πόλης σε έναν εκκεντρικό είναι η πιο έξυπνη απόφαση που μπορεί να πάρει ένα στούντιο.