Όταν το “Hellraiser” βγήκε στις αίθουσες το 1987, έγινε σημείο καμπής για τον κινηματογραφικό τρόμο. Με σκηνοθέτη τον Clive Barker και βασισμένο στο δικό του μυθιστόρημα “The Hellbound Heart”, αυτή η βρετανική παραγωγή χαμηλού κόστους σύστησε στους θεατές έναν τελείως διαφορετικό τύπο τρόμου. Η ιστορία δεν περιστρέφεται γύρω από μασκοφόρους δολοφόνους που κυνηγούν εφήβους ή φαντάσματα σε προαστιακά σπίτια. Ο Barker, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα τη σκηνοθεσία, το σενάριο και τη δημιουργία μιας ολόκληρης μυθολογίας, στρέφει την προσοχή στο ανθρώπινο σώμα, στις επιθυμίες του και στα όριά του. Με τον Doug Bradley στον ρόλο του ψυχρού και μεθοδικού Lead Cenobite (ο οποίος έγινε γνωστός ως Pinhead) και την Clare Higgins ως Julia, το “Hellraiser” καθιερώθηκε ως ορόσημο για το body horror.
Η ιστορία επικεντρώνεται στον Frank Cotton, έναν άνδρα που κυνηγά εμπειρίες πέρα από τα συνηθισμένα όρια της αίσθησης. Στην πρώτη σκηνή, ο Frank λύνει ένα περίτεχνο παζλ που ονομάζεται Lament Configuration και έτσι καλεί μια ομάδα υπερφυσικών πλασμάτων, τους Cenobites, οι οποίοι αμέσως διαλύουν το σώμα του με γάντζους και αλυσίδες. Αυτό που ακολουθεί μοιάζει περισσότερο με μια μορφή ανταλλαγής, μια βίαιη μετάβαση. Λίγο αργότερα, ο αδερφός του, Larry, και η σύζυγός του, Julia, μετακομίζουν στο ίδιο σπίτι. Μια σταγόνα από το αίμα του Larry επαναφέρει τον Frank στη ζωή, σε μια αποκρουστική και ανολοκλήρωτη μορφή. Από εκεί ξεκινά μια σκοτεινή ακολουθία γεγονότων, γεμάτη προδοσία, σεξουαλική εμμονή και υπερφυσικό τρόμο, και όλα οδηγούν πίσω στο φαινομενικά αθώο παζλ-κουτί.
Επιφανειακά, μοιάζει με μια κλασική ιστορία για ένα στοιχειωμένο σπίτι. Από κάτω, όμως, κρύβεται κάτι εντελώς διαφορετικό. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο τρόμος είχε γίνει υπόθεση ρουτίνας. Μια τελευταία επιζήσασα. Ένας μασκοφόρος δολοφόνος. Μια συγκεκριμένη συνταγή. Το “Hellraiser” δεν ακολούθησε τίποτα από αυτά. Ο Clive Barker είδε τον τρόμο όχι σαν ένα σταθερό μοντέλο, αλλά σαν μια διαδικασία εξερεύνησης, πετώντας έξω τα κλισέ των αμερικανικών slasher για να φτιάξει κάτι που λειτουργούσε ταυτόχρονα με το ένστικτο και το μυαλό. Εκεί που άλλες ταινίες βασίζονταν σε φτηνά κόλπα για να τρομάξουν, το “Hellraiser” χτίζει μια ολόκληρη αισθητική πάνω στην αποστροφή, με τον πόνο να γίνεται θέαμα, τον ακρωτηριασμό να λειτουργεί σαν γλώσσα, και το ανθρώπινο σώμα να μετατρέπεται σε μέσο αφήγησης.
Η πιο χαρακτηριστική και σοκαριστική σκηνή της ταινίας, η ανάσταση του Frank, το δείχνει αυτό με τον πιο έντονο τρόπο. Δημιουργήθηκε με τη χρήση κέρινων μοντέλων, αντίστροφης λήψης, μαριονετών και μεγάλων ποσοτήτων συνθετικής γλίτσας, και αποτελεί εντυπωσιακό δείγμα πρακτικών εφέ. Τα οστά επανασυναρμολογούνται, τα όργανα αρχίζουν να πάλλονται, οι φλέβες κυλούν και μπαίνουν στη θέση τους. Η σκηνή προκαλεί αηδία. Τραβά όμως το βλέμμα. Δεν ξεχνιέται εύκολα. Και το βασικότερο: η βία είναι μέρος μιας διαδικασίας αλλαγής, και ο τρόμος παίρνει τη μορφή μεταμόρφωσης.

Η ευφυΐα του Clive Barker δεν βρίσκεται μόνο στην εικόνα, αλλά κυρίως στην κεντρική ιδέα. Οι Cenobites. όπως τους περιγράφει ο ίδιος, είναι «εξερευνητές σε πιο απομακρυσμένες περιοχές της εμπειρίας». Λειτουργούν σαν θεολογικά όργανα, κάτι ανάμεσα σε ανακριτές και διεστραμμένους μυστικιστές, με ενδυμασία εμπνευσμένη από τον κόσμο του S&M και εμφανή σημάδια βασανιστηρίων στο σώμα τους. Ο ρόλος τους είναι να δοκιμάζουν τα όρια της ανθρώπινης αίσθησης. Μέσα από αυτή την οπτική, το “Hellraiser” πλησιάζει περισσότερο σε φιλοσοφικό πείραμα παρά σε κλασική ταινία τρόμου.
Το “Hellraiser” είναι μια ταινία που δείχνει εμμονή με το ανθρώπινο σώμα. Όχι μόνο με την καταστροφή του, αλλά και με τον έλεγχο, τη μεταμόρφωση και τον πειρασμό του. Ο Clive Barker είχε επηρεαστεί έντονα από τις εμπειρίες του σε κλαμπ σαδομαζοχισμού και από το ενδιαφέρον του για την καθολική εικονογραφία, και αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα σε κάθε καρέ. Η αλλαγή της Julia, από μια γυναίκα παγιδευμένη στον γάμο της σε αιμοδιψή συνεργό, δεν έχει να κάνει μόνο με τα συναισθήματά της, αλλά και με τη σεξουαλική της αναζωπύρωση. Ο Frank δεν επιστρέφει απλώς στη ζωή, γοητεύει, παρασύρει και σαγηνεύει, για να καταφέρει να αποκτήσει ξανά υπόσταση.
Οι ίδιοι οι Cenobites εκφράζουν με ακρίβεια τη βασική ιδέα της ταινίας. Ο καθένας τους είναι μια ζωντανή αντίφαση ανάμεσα στην απόλαυση και τον πόνο. Τα σώματά τους είναι τρυπημένα, τεντωμένα, κομμένα, ξανασχηματισμένα, όχι ως πράξη τιμωρίας, αλλά ως μια μορφή ανύψωσης. Και δεν είναι τυχαίο πως ο τρόμος που μεταδίδει η ταινία δεν πηγάζει από τέρατα που κυνηγούν ανθρώπους, αλλά από το γεγονός ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι τα καλούν. Ο Frank άνοιξε το κουτί με τη θέλησή του. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλους χαρακτήρες στις επόμενες ταινίες. Ο τρόμος δεν περιορίζεται σε ό,τι συμβαίνει στην οθόνη, είναι και η πιθανότητα να το θέλεις κι εσύ.
Αυτό αποτελεί τη βάση της σημασίας της ταινίας στον χώρο του body horror. Σε αντίθεση με τις ψυχρές μεταλλάξεις που βλέπουμε στις ταινίες του Cronenberg ή τη σκηνοθετημένη παρακμή του Carpenter, η προσέγγιση του Clive Barker μοιάζει με τελετή. Οι χαρακτήρες του δεν περνούν απλώς από βασανιστήρια, η ίδια η ταλαιπωρία είναι ο σκοπός. Αυτή η θεολογικής φύσης δομή δίνει στην ταινία μια άλλη διάσταση, πέρα από το αίμα και τη σωματική αηδία. Στο “Hellraiser” λειτουργεί ένα ολόκληρο σύστημα πεποιθήσεων, όπου η αγωνία έχει ιερό χαρακτήρα και το ανθρώπινο σώμα αποκτά αξία σαν να είναι είδος συναλλαγής.

Ο Clive Barker δεν είχε εμπειρία πίσω από την κάμερα όταν ανέλαβε τη σκηνοθεσία του “Hellraiser”. Ήταν η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους και, όπως έχει παραδεχτεί ο ίδιος, στην αρχή δεν ήξερε καν τη διαφορά ανάμεσα στους φακούς της κάμερας. Αυτό που του έλειπε σε τεχνικές γνώσεις, το κάλυπτε με την απόλυτη πίστη στο προσωπικό του όραμα. Αυτή η στάση τον έφερε συχνά σε σύγκρουση με το στούντιο. Οι παραγωγοί δεν ήξεραν πώς να προσεγγίσουν τον τόνο της ταινίας. Κάποιοι ήθελαν ο Pinhead να μοιάζει με τον Freddy Krueger, με σαρκαστικό χιούμορ και ατάκες. Άλλοι προτιμούσαν κάτι πιο σιωπηλό, όπως ο Jason Voorhees. Ο Barker απέρριψε και τις δύο ιδέες, επιμένοντας πως ο χαρακτήρας έπρεπε να είναι ευφυής, ψύχραιμος και εσωστρεφώς τρομακτικός, πιο κοντά στον Dracula του Christopher Lee παρά σε έναν pop culture μπαμπούλα.
Η ερμηνεία του Doug Bradley ως Pinhead επιβεβαίωσε την κατεύθυνση που είχε επιλέξει ο Barker. Αν και εμφανίζεται σε λίγες μόνο σκηνές και μιλά ελάχιστα, η ψυχραιμία και η επιβλητική του στάση τραβούν αμέσως την προσοχή. Οι ατάκες του, λιγοστές αλλά κοφτές, δίνουν στον χαρακτήρα μια αίσθηση εξουσίας. Σε μεγάλο βαθμό, η απόφαση να μεταφερθεί σχεδόν όλος ο διάλογος στον Pinhead (λόγω των τεχνικών περιορισμών στο μακιγιάζ των υπόλοιπων Cenobites) συνέβαλε ακούια στη δημιουργία ενός από τους πιο αναγνωρίσιμους κακούς στην ιστορία του κινηματογραφικού τρόμου.
Παρά τον περιορισμένο της προϋπολογισμό (λίγο κάτω από 1 εκατομμύριο δολάρια), η ταινία κατάφερε να ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Τα περισσότερα ειδικά εφέ έγιναν απευθείας στην κάμερα, μέσα από συνεχείς δοκιμές και πειραματισμούς. Η ομάδα κατασκεύασε ανιματρονικά, χρησιμοποίησε λιωμένο κερί για τα εφέ αντίστροφης ανάπτυξης και τα γυρίσματα έγιναν σε πραγματικό σπίτι, μόνο η σοφίτα φτιάχτηκε σε στούντιο. Ο Barker και η μικρή του ομάδα κατάφεραν να μετατρέψουν τους οικονομικούς περιορισμούς σε ευκαιρίες για δημιουργικότητα. Στην πραγματικότητα, κάποια από τα τελικά εφέ τα έφτιαξε ο ίδιος μαζί με έναν φίλο του, μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο, ενώ είχαν πιει αρκετά.
Ένα από τα πιο τολμηρά στοιχεία του “Hellraiser” είναι ότι αποφεύγει εντελώς τον ηθικοπλαστικό λόγο. Ο Frank τιμωρείται επειδή αναζητά κάτι που δεν μπορεί να διαχειριστεί, η Julia επιλέγει συνειδητά το κακό. Η Kirsty, ο χαρακτήρας που καταλήγει να επιβιώσει, δεν τα καταφέρνει επειδή είναι αγνή ή αθώα, αλλά επειδή ξέρει πώς να διαπραγματευτεί. Ο κόσμος που χτίζει η ταινία δεν βασίζεται σε μια μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό. Είναι ένας κόσμος όπου ο καθένας αναλαμβάνει την ευθύνη για τις επιθυμίες του.

Κι αυτό είναι που κάνει τους Cenobites να ξεχωρίζουν. Δεν κυνηγούν κανέναν, εμφανίζονται μόνο όταν προσκαλούνται και το Lament Configuration λειτουργεί σαν πύλη, αλλά ταυτόχρονα είναι και μια μορφή συμφωνίας. Όταν ανοίγεις το κουτί, έρχονται. Δεν υπάρχει αβεβαιότητα ή παρερμηνεία. Στον κόσμο του Clive Barker την κόλαση την προκαλείς και αυτή η μετατόπιση, από την παθητική θέση του θύματος στην ενεργή ευθύνη της επιλογής, είναι ένας από τους βασικούς λόγους που η ταινία εξακολουθεί να θεωρείται ριζοσπαστική μέχρι σήμερα.
Η επιτυχία του “Hellraiser” έφερε, όπως ήταν αναμενόμενο, πολλές συνέχειες. Όμως η πρώτη ταινία παραμένει κάτι ξεχωριστό. Οι περισσότερες από τις συνέχειες άφησαν πίσω τους τη φιλοσοφική διάσταση που χαρακτήριζαν το αρχικό φιλμ, παρουσιάζοντας τον Pinhead σαν έναν πιο συμβατικό κακό και τους Cenobites σαν gothic χαρακτήρες δράσης. Αυτό που ξεκίνησε ως μια σκοτεινή, εσωτερική εμπειρία μετατράπηκε σταδιακά σε μια μυθολογική σαπουνόπερα τρόμου. Ο Clive Barker αποστασιοποιήθηκε από τις περισσότερες από αυτές τις ταινίες, και όχι τυχαία.
Ακόμα και δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του, το “Hellraiser” μοιάζει πιο επίκαιρο από πολλές σύγχρονες ταινίες τρόμου. Όχι μόνο ως σημείο αναφοράς του είδους, αλλά και ως ένα πρώιμο παράδειγμα για το πώς ο τρόμος μπορεί να ανοίξει δύσκολες συζητήσεις: για τον εθισμό, τη συναίνεση, τη σωματική μεταμόρφωση, την εξουσία. Είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις που μια ταινία δεν περιορίζεται στο να σε τρομάξει, αλλά σε σπρώχνει να σκεφτείς τι σε τρομάζει, και κυρίως, γιατί. Κι αυτό είναι που της δίνει σημασία. Όχι μονάχα για το body horror, αλλά για τον κινηματογραφικό τρόμο γενικότερα. Δεν είναι το αίμα που δείχνει, αλλά αυτό που μένει από κάτω όταν το σκουπίσεις.