Θυμάστε εκείνη την ασταμάτητη επίθεση από κολεγιακές κωμωδίες που κατάπιε τα 00s; Τώρα φανταστείτε μία από αυτές να έκανε παιδί με ένα αιματοβαμμένο splatter των 80s. Αυτό ακριβώς μου ήρθε στο μυαλό το Σάββατο στο An, στα 20ά γενέθλια των Mortal Torment. Και ναι, για τα δικά μου γούστα, αυτό είναι παράσημο.
Φωτογραφίες: Έλενα Βασιλάκη
Serement
«Άγγλοι», συνεπείς, χειρουργικά ακριβείς. Οι Serement ανέβηκαν στη σκηνή στην ώρα τους και, το σημαντικότερο, απέδειξαν πόσο σπουδαίοι παίκτες. Η σκηνική τους παρουσία μπορεί να χαρακτηρίζεται από λιτότητα, αλλά η εκτέλεση δεν άφηνε κανένα περιθώριο για τυπικότητες: ήταν καθηλωτικοί, με απόδοση που σκαρφάλωσε πολύ πάνω από το «εξαιρετική». Ο ήχος τους, αδιαπραγμάτευτα brutal, κουβαλάει μια μελωδική πινελιά τόσο μετρημένη όσο χρειάζεται για να προσδώσει γοητεία χωρίς να ρίξει ούτε στάλα από την αγριάδα του.










Μπορεί να μην διεκδικούν τον τίτλο του «θερμότερου» live act, όμως βλέπεις τέσσερις τύπους που το νιώθουν βαθιά πως πρέπει να είναι εκεί, και αυτό, αναπόφευκτα, σε παρασύρει. Ειδική μνεία στον frontman, που διαθέτει μερικά από τα «καθαρότερα» και πιο καλοδουλεμένα brutal που έχω ακούσει τον τελευταίο καιρό, με εντυπωσιακό εύρος και αξιοζήλευτη ποικιλία. Με λίγα λόγια; Στα περίπου 35 λεπτά που κράτησε το set τους, όχι απλώς κέρδισαν το στοίχημα, αλλά μου άφησαν και εκείνη τη γνώριμη, επίμονη επιθυμία να τους ξαναδώ με full σετ, μαζί με τα εύσημα που επισφραγίστηκαν από το ανεπανάληπτο ξύλο που έπεσε μπροστά στο stage στο κλείσιμο.
Γιώργος
Vile Species
Προφανώς, το να βλέπεις έναν τύπο με κίτρινες πυτζάμες γεμάτες παπάκια να τραγουδάει grind αρκεί από μόνο του για να τελειώσει κάθε πιθανή εισαγωγή. Για τους Vile Species δεν έχω να πω πολλά, όπως λένε και οι Άγγλοι, they’re not my cup of tea. Αυτό, όμως, είναι καθαρά ζήτημα προσωπικού γούστου και σε καμία περίπτωση αποτύπωση του πώς πέρασε το κοινό.








Διότι στο pit του An, το πράγμα ήταν ξεκάθαρο: ασταμάτητο ξύλο, χωρίς ανάσα, χωρίς παύσεις, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Κι όσοι δεν βρίσκονταν μέσα στη δίνη, τουλάχιστον οι μισοί και κάτι, κουνούσαν ρυθμικά τα κεφάλια τους. Και μια μικρή υποσημείωση εδώ: επειδή μιλάμε για grind, το «κουνάω ρυθμικά το κεφάλι» δεν είναι casual κίνηση, είναι άθλημα αντοχής, στα όρια της αυτοτιμωρίας. Οπότε, είναι μάλλον ασφαλές να πούμε ότι… ναι, περνούσαν καλά.
Γιώργος
Vermingod
Ήρθε η ώρα των Πατρινών. Την πρώτη φορά που είδα τους Vermingod είχα μείνει κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό, οπότε, ναι, οι προσδοκίες μου για αυτό το live ήταν υψηλές, και, αν έπιασα σωστά τον παλμό, δεν ήμουν ο μόνος. Η μπάντα βρίσκεται εδώ και καιρό σε σταθερά ανοδική πορεία και αυτό το βράδυ φάνηκε πως το κοινό το ήξερε και το περίμενε. Οπότε ας μιλήσουμε για τον ελέφαντα στο δωμάτιο: τις προσδοκίες μας οι Vermingod τις άρπαξαν, τις τσάλακωσαν, τις έκαναν μπαλάκι, τις πέταξαν στο καλάθι των αχρήστων και στη θέση τους μας παρέδωσαν κάτι σαφώς ανώτερο.
















Καθόμουν με εκείνους τους αγαπημένους, καθαρά «συναυλιακούς» φίλους, αυτούς που συναντάς μόνο σε λάιβ και μέσα σε μία ώρα έχεις προλάβει να κάνεις ανασκόπηση ζωής, να τσεκάρεις επερχόμενα shows και ταυτόχρονα να μην χάσεις ούτε δευτερόλεπτο από τη σκηνή. Ένας από αυτούς ήταν στην ίδια φάση με μένα σε ό,τι αφορά τους Vile Species: μπορεί να μην ήταν το προσωπικό του γούστο, αλλά αυτό που εξελισσόταν επί σκηνής το χάζευε με αρκετή ευχαρίστηση.
Και μιας και πιάσαμε την κουβέντα, πάμε σε κάτι κρίσιμο: το μεγάλο ατού των Vermingod. Δεν ρίχνουν ούτε χιλιοστό τους τόνους, δεν κάνουν εκπτώσεις στον ήχο τους, δεν «γλυκαίνουν» τίποτα. Κι όμως, καταφέρνουν να γράφουν riffs που καρφώνονται στη μνήμη. Αυτό από μόνο του τούς δίνει υπεροχή στο στούντιο, στο live όμως παίρνει άλλες διαστάσεις, γιατί όταν μπορείς να θυμηθείς το riff ενώ σε ρίχνουν στο pit, τότε, θεέ μου, το ξύλο μετά μουσικής είναι αδιάκοπο. Και τώρα το υποθετικό – ή μάλλον ρητορικό – ερώτημα: τι μπορεί να συμβεί όταν σε ήδη χαοτική συναυλία, με pit να θυμίζει πεδίο μάχης, ρίξεις μέσα διασκευή At The Gates και, σαν κερασάκι, τον frontman των Mortal Torment; Όπως θα έλεγε και ο Ευγγελάτος, «τι πιο σύνηθες να συμβεί;».
Γιώργος
Mortal Torment
Και τώρα στο κυρίως πιάτο της βραδιάς. Τους Mortal Torment τους παρακολουθώ ζωντανά και δισκογραφικά κοντά 15 χρόνια, και αν κάτι παραμένει σταθερό, είναι πως κάθε τους εμφάνιση μοιάζει με ασταμάτητο, θορυβώδες, ιδρωμένο, feelgood πάρτι.
Αυτή τη φορά, όμως, το live είχε ειδικό βάρος: τα 20 χρόνια παρουσίας στη σκηνή είναι παράσημο. Και οι Mortal Torment το τίμησαν όπως ξέρουν, με το μάτι να γυαλίζει και την ενέργεια να χτυπάει κόκκινο. Από την απόδοση μέχρι την παρουσία, τίποτα δεν ήταν μισό: φουσκωτά, πίτσες, πολύχρωμα πουκάμισα και ολόκληρο το An ένα τεράστιο, παλλόμενο moshpit. Ο Γιάννης Νάκος σε ρόλο μαέστρου του χάους, με το μικρόφωνο στο χέρι και τη μόνιμη εντολή: κουνηθείτε, χορέψτε, κάντε χαμό.














Ναι, υπήρξαν κάποια τεχνικά θέματα στην εκκίνηση, τα κλασικά μικρά απρόοπτα που συνοδεύουν τα live, αλλά δεν ίδρωσε κανενός το αυτί. Η μπάντα δεν πτοήθηκε στιγμή, ο ήχος ισορρόπησε γρήγορα και το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς αυτό που έπρεπε: βαρύ, ασήκωτο, συμπαγές, όπως αξίζει στο DNA τους. Και εδώ μπαίνει η special μνεία της βραδιάς: ο Γιάννης (main κιθαρίστας των Black Path), που ανέλαβε κιθάρα στη θέση του Αναστάση, έμαθε κομμάτια 20 χρόνων μέσα σε έναν μήνα και στάθηκε όχι απλώς αξιοπρεπώς, αλλά αντάξια των απαιτήσεων της περίστασης. Ό,τι και να περιμέναμε, το έπιασε.
Το set είχε τα πάντα από όλη τη δισκογραφία τους, αλλά μας έδωσε και νέο υλικό, και ναι, ακούγεται πολλά υποσχόμενο. Οπότε κάπου εδώ, χωρίς πολλά πολλά: αναμένουμε την επόμενη κυκλοφορία με υπαρκτό ενθουσιασμό και καθόλου υποκρισία.Το συγκεκριμένο μας θύμισε ότι βραδιές έχουν λόγο να συμβαίνουν. Πως η τοπική σκηνή δεν έχει να ζηλέψει απολύτως τίποτα. Και, τελικά, η ουσία βρίσκεται εκεί: στα κλειστά clubs, στον ιδρώτα, στο ξύλο, στα χαμόγελα και στο κοινό που γίνεται ένα με τη μπάντα. Να τα εκατοστήσετε Mortal Torment, και πάντα τέτοια.
Ξένια
