Με μια διαδρομή που ξεκινά από τις παιδικές αναμνήσεις και φτάνει έως την κυκλοφορία του νέου άλμπουμ, ο Mikael Åkerfeldt έχει διαμορφώσει τους Opeth σε ένα από τα πιο ανατρεπτικά και πολυσχιδή σχήματα της σύγχρονης μουσικής. Μέσα από ερωτήσεις που αντλούν υλικό από παλιότερες συνεντεύξεις, ξεδιπλώνεται η προσωπική και καλλιτεχνική του εξέλιξη: από τα πρώτα βήματα και τις αρχικές του επιρροές, μέχρι τις δημιουργικές προκλήσεις και τα ρίσκα κάθε νέας εποχής της μπάντας.
Ας ξεκινήσουμε από τα πρώτα σου βήματα: το οικογενειακό σου περιβάλλον, τις αρχικές μουσικές ανακαλύψεις και τις πρώτες εμπειρίες σου σε συγκροτήματα. Τι θυμάσαι πιο έντονα από εκείνα τα χρόνια που σε διαμόρφωσαν; Πώς σε επηρέασαν η οικογένειά σου, οι πρώτες σου μουσικές αναζητήσεις και οι εμπειρίες με τα αρχικά σου σχήματα ώστε να εξελιχθείς στον μουσικό και τον frontman που είσαι σήμερα στους Opeth;
Mikael Åkerfeldt: Δεν θα έλεγα ότι προέρχομαι από μουσική οικογένεια, αλλά στο σπίτι υπήρχε πάντα ένα πραγματικό ενδιαφέρον για την μουσική. Ο πατέρας μου αγαπούσε τον Elvis, η μητέρα μου προτιμούσε τους Tommy Steele, Cliff Richard, και The Shadows. Η πραγματική σπίθα προήλθε όμως από τη γιαγιά μου – ήταν ζωγράφος και ποιήτρια, και όταν την επισκεπτόμασταν αυτοσχεδίαζε τραγούδια. Αυτή μου έδωσε την πρώτη μου κιθάρα και μερικά βιβλία με ακόρντα. Έπαιζα συνέχεια με την κιθάρα της και με ηχογραφούσε, μετά έπαιζε τις κασέτες στα οικογενειακά δείπνα, κάτι που ήταν λίγο ντροπιαστικό! Αλλά νομίζω ότι με βοήθησε υποσυνείδητα να ξεκινήσω.
Όταν ήμουν μικρός, ήμουν σαν όλα τα άλλα παιδιά που ήθελαν να παίξουν κιθάρα. Μου άρεσε πολύ το heavy metal από μικρός, αλλά άκουγα τα πάντα στο ραδιόφωνο – Eurovision, ABBA, ακόμα και Bowie. Το πρώτο riff που έμαθα ήταν το “Smoke On The Water”, μετά από αυτό, μόλις έμαθα μερικά ακόρντα, έμαθα και το “The House Of The Rising Sun”. Θυμάμαι ότι αγόρασα μερικά βιβλία με ακόρντα για κιθάρα, αλλά τα τραγούδια των Beatles ήταν λίγο δύσκολα για μένα τότε. Απλά μάθαινα ό,τι μπορούσα.
Η πρώτη μου μπάντα δεν ήταν πραγματικά μπάντα – ήμασταν μόνο εγώ και ένας φίλος που παίζαμε στο κελάρι του με ό,τι όργανα είχαμε. Προσπαθούσαμε να παίζουμε metal τραγούδια, αλλά ουσιαστικά, το μόνο που καταφέρναμε ήταν να κάνουμε πολύ θόρυβο. Δεν ήταν κάτι σοβαρό, δεν κάναμε συναυλίες ή demo. Εκείνη την εποχή μου ζήτησαν να μπω στην αρχική σύνθεση των Opeth ως μπασίστας. Στην αρχή, δεν ήθελα καν να παίξω μπάσο, αλλά μου φάνηκε σαν ευκαιρία, ειδικά αφού η δική μου μπάντα δεν πήγαινε πουθενά. Ο αρχικός μπασίστας των Opeth εμφανίστηκε στην πρώτη μου πρόβα και έγινε ένας μεγάλος καβγάς, τον απέλυσαν και ξαφνικά μείναμε μόνο εγώ και ο David Isberg – και γίναμε οι Opeth.
Τελικά, κατέληξα να γίνω τραγουδιστής σχεδόν εξ ορισμού, όταν ο David έφυγε. Ήμουν τραγουδιστής στους Eruption, αν και τότε δεν ήμουν καθόλου σίγουρος για τις φωνητικές μου ικανότητες. Κανείς άλλος δεν ήθελε να τραγουδήσει, οπότε το ανέλαβα εγώ. Δεν υπήρξε μεγάλη συζήτηση – ήταν περισσότερο από ανάγκη παρά από φιλοδοξία. (GuitarWorld)
Ηχογράφησες το ντεμπούτο άλμπουμ των Opeth, “Orchid”, σε ηλικία 19 ετών. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε και μιξαρίστηκε σε 12 ημέρες. Πόσο καιρό άκουγες progressive μουσική εκείνη την εποχή;
Mikael Åkerfeldt: Όχι πολύ καιρό, ίσως δύο ή τρία χρόνια. Οι αρχές της δεκαετίας του ’90 είναι μια θολή περίοδος για τις death metal μπάντες. Δεν άκουγα τίποτα άλλο εκτός από μερικές μπάντες. Ο καλύτερός μου φίλος τότε ήταν συλλέκτης δίσκων όπως εγώ – συλλέγαμε τα πάντα – death metal και thrash, βραζιλιάνικο black metal… άγνωστα πράγματα, γιατί ήταν ωραίο να έχεις πράγματα που δεν είχε κανείς άλλος. Έτσι, όποτε μας έμεναν κάποια χρήματα, βγαίναμε και αγοράζαμε δίσκους.

Στη συλλογή μου υπήρχαν δίσκοι όπως των Lynyrd Skynyrd. Δεν είχα ιδέα ποιοι στο διάολο ήταν, νομίζω ούτε καν το “Sweet Home Alabama” δεν είχα ακούσει τότε. Αλλά μου φαίνονταν κουλ – είχαν μακριά μαλλιά και φορούσαν καμπάνες. Έτσι άρχισα να ψάχνω μεταχειρισμένους δίσκους στα δισκοπωλεία της Στοκχόλμης, την εποχή που είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν τα CD και όλοι ξεπουλούσαν τις συλλογές τους για να τα αγοράσουν. Μπορούσες να βρεις τα πάντα πολύ φθηνά. Σκέψου, έφευγα από το σπίτι με 10 λίρες και επέστρεφα με 20 δίσκους. Ήταν τόσο φθηνά που αγόραζα ό,τι μου φαινόταν ενδιαφέρον, κι έτσι άρχισα να ανακαλύπτω διάφορα συγκροτήματα – μερικά, υποθέτω, ήταν progressive rock. Για παράδειγμα, όταν έβλεπα εξώφυλλα των Yes σκεφτόμουν “πρέπει να το πάρω”, γιατί τα εξώφυλλα του Roger Dean ήταν εντυπωσιακά. Έτσι μάζεψα πολλή τέτοια μουσική – έπεφτα πάνω σε μπάντες τυχαία κι έτσι ανακάλυψα κάποια απ’ αυτές. Υποθέτω ότι όλα αυτά οδήγησαν στο “Orchid”. (GuitarWorld)
Πώς νιώθεις για το “Morningrise” τώρα, που έχουν περάσει κάποια χρόνια από την κυκλοφορία του;
Mikael Åkerfeldt: Στο δεύτερο άλμπουμ “Morningrise”, ήμασταν πραγματικά επιτηδευμένοι – παίζαμε σκάκι, γράφαμε ποίηση, τέτοια πράγματα. Ήμασταν απλώς νέοι, ξέρεις. Παρ’ όλα αυτά, μου αρέσουν όλα αυτά. Φτάναμε στο σημείο να σχεδιάζουμε μέχρι και την παγκόσμια κυριαρχία μας για τις ζωντανές εμφανίσεις! Τότε δεν δίναμε πολλές συναυλίες, αλλά κάναμε πρόβες μέσα σε απόλυτο σκοτάδι για να μάθουμε να παίζουμε τα κομμάτια χωρίς να κοιτάμε τα όργανά μας. Ακούγεται ίσως κάπως περίεργο, αλλά αυτό ακριβώς κάναμε τότε. (Igor Miranda)
Το "My Arms, Your Hearse" διαφέρει από τα προηγούμενα άλμπουμ των Opeth τόσο στη δομή όσο και στο concept, με τα κομμάτια να ενώνονται και τους στίχους να αφηγούνται μια ενιαία ιστορία. Τι σας οδήγησε σε αυτή την προσέγγιση και τι ιστορία θέλατε να αφηγηθείτε με το άλμπουμ; Επίσης, τι σε εμπνέει στη φωνητική σου έκφραση, που έχει ξεχωρίσει τόσο στους Opeth όσο και σε άλλες συνεργασίες σου;
Mikael Åkerfeldt: Το “My Arms, Your Hearse” γράφτηκε εξαρχής ως concept album, κάτι που σκεφτόμουν για πολύ καιρό. Ήθελα το άλμπουμ να ακούγεται ενιαίο, σχεδόν σαν ένα μεγάλο κομμάτι, και η σύνδεση των τραγουδιών και των στίχων το έκανε πιο ολοκληρωμένο στο τελικό αποτέλεσμα. Επειδή ήταν concept, χρειαζόμουν περισσότερα τραγούδια για να πω όλη την ιστορία, γι’ αυτό και είναι λίγο πιο σύντομα τα κομμάτια αυτή τη φορά.
Ουσιαστικά είναι μια ιστορία φαντασμάτων που διαδραματίζεται μέσα σε ένα γήινο έτος, από την άνοιξη μέχρι τον χειμώνα. Η κεντρική θεματική είναι ο θάνατος, κάτι που με έλκει επειδή είναι ένα θέμα που δεν υπάρχουν απόλυτες απαντήσεις – κανείς δεν μπορεί να σου πει ότι έχεις άδικο όταν γράφεις γι’ αυτό. Η ιστορία μιλά για το πώς προσπαθείς να κρατηθείς από τους ανθρώπους και τα πράγματα που αφήνεις πίσω, ή ακόμα και να τα πάρεις μαζί σου στον θάνατο. Είναι μια απλή ιστορία φαντασμάτων, τίποτα παραπάνω.
Όσο για τη φωνή μου, απλά μου αρέσει να φωνάζω με όλη μου τη δύναμη, και το κάνω για χρόνια, οπότε με τον καιρό βελτιώθηκα. Ακόμα και όταν ήμουν άρρωστος στις ηχογραφήσεις για το “My Arms, Your Hearse”, αυτό τελικά βοήθησε τη φυσιολογική μου φωνή. Δεν χάνω ποτέ τη φωνή μου, ό,τι κι αν γίνει. (Metal Hammer)
Το “Still Life” είναι ένα ακόμα άλμπουμ των Opeth με μια σαφή αφηγηματική δομή. Μπορείς να εξηγήσεις την ιστορία που ήθελες να πεις;
Mikael Åkerfeldt: Το “Still Life” δεν είναι σατανικό άλμπουμ, αλλά έχει αντιχριστιανικό θέμα. Ίσως ακούγεται κάπως αφελές αν το εξηγήσω έτσι, όμως η ιστορία διαδραματίζεται σε μια εποχή όπου ο Χριστιανισμός είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία από σήμερα. Ο βασικός χαρακτήρας είναι ουσιαστικά εξόριστος από τον τόπο του, επειδή δεν μοιράζεται την πίστη των υπόλοιπων κατοίκων. Η αφήγηση ξεκινά τη στιγμή που επιστρέφει, μετά από πολλά χρόνια, για να βρει την παλιά του αγαπημένη. Από εκεί και πέρα αρχίζουν να συμβαίνουν διάφορα σκοτεινά γεγονότα, με βασικό ρόλο το “συμβούλιο” – τους άρχοντες της πόλης, που καταλαβαίνουν ότι έχει επιστρέψει. Τον αντιμετωπίζουν περίπου σαν υποκριτή. Σε κάποιο βαθμό, είναι σαν να παίρνει το ρόλο του δικηγόρου του διαβόλου. (Metalupdate)
Αναλογιζόμενος τη δημιουργία του “Blackwater Park”, πώς εξελίχθηκε η διαδικασία σύνθεσης και ηχογράφησης των τραγουδιών και τι ρόλο έπαιξαν η μπάντα και ο Steven Wilson στη διαμόρφωση του ήχου του άλμπουμ;
Mikael Åkerfeldt: Το “Blackwater Park” αποτέλεσε σημείο καμπής για εμάς. Τότε ακόμα χρησιμοποιούσα συχνά χαρτί και στυλό, κρατώντας σημειώσεις και δίνοντας στα riffs παράξενες περιγραφές για να μην τα ξεχάσω. Όμως, για αυτό το άλμπουμ, ένας φίλος μου εγκατέστησε το Cubase και ξεκίνησα να ηχογραφώ demo μέρη για τραγούδια όπως το “Bleak” και το “The Drapery Falls” στο σπίτι του – απλές, ωμές ιδέες με drum machine, τίποτα το ιδιαίτερο. Αν και δεν έγραφα παρτιτούρες, σημείωνα πράγματα όπως «εισαγωγή του κακού King Diamond Abigail» ή «blast beat riff: τέσσερις φορές». Μερικά κομμάτια, όπως το “Dirge For November”, δεν ολοκληρώθηκαν παρά μόνο όταν μπήκαμε στο στούντιο.
Ως συνθέτης, σταδιακά απομακρυνόμουν από τις μελωδίες που χτίζονται με δύο κιθάρες και κατευθυνόμουν προς riffs βασισμένα σε ακόρντα, δημιουργώντας έναν πιο βαρύ και φυσικό ήχο. Πάντα μου άρεσαν τα jazz ακόρντα, αλλά επειδή δεν γνωρίζω να διαβάζω μουσική, απλά δημιουργούσα τα δικά μου. Ειλικρινά, δεν ξέρω πώς προκύπτουν τα riffs μου. Νομίζω πως είναι αποτέλεσμα τόσο της επαφής μου με όλα τα είδη μουσικής όσο και της απέχθειάς μου απέναντι στα μουσικά όρια.
Εκείνη την περίοδο, έγραφα περισσότερο μόνος μου. Ο Peter συνέβαλε με μερικά riff, ειδικά στο “Dirge For November”, αλλά εγώ είχα τον πρώτο λόγο. Στο στούντιο εξακολουθούσαμε να συμπεριφερόμαστε σαν μπάντα, μοιράζοντας τα μέρη της ρυθμικής κιθάρας, αλλά η δημιουργική πλευρά είχε αλλάξει. Οι περισσότεροι από τη μπάντα δεν έγραφαν μουσική – ο Méndez δεν έγραψε ποτέ, ο López πρόσθεσε μέρη για τα ντραμς και τις μπασογραμμές, αλλά εγώ ήμουν ο κύριος συνθέτης.

Πάντα είχα μια ιδιαίτερη αγάπη για τις ακουστικές κιθάρες. Λατρεύω τον ήχο τους και πιστεύω πως είναι αναπόσπαστο κομμάτι των Opeth. Για τις ανάγκες του “Blackwater Park”, χρειάστηκε να επισκευάσω μια σπασμένη ακουστική Seagull για να τη χρησιμοποιήσω στο στούντιο. Όσον αφορά τις ηλεκτρικές κιθάρες, μόλις είχα αγοράσει την πρώτη μου PRS από τον κιθαρίστα των Katatonia και τη χρησιμοποίησα πολύ, σε συνδυασμό με τη Les Paul Custom του Peter. Η συμβολή του Steven Wilson ήταν ανεκτίμητη: βοήθησε στις φωνητικές γραμμές, στις αρμονίες, στις κιθαριστικές μελωδίες, ενώ πρόσθεσε και τη χαρακτηριστική «φωνή τηλεφώνου» στο “The Drapery Falls”.
Το “Blackwater Park” ήταν πολλά παραπάνω από ένα metal άλμπουμ, και αυτό μου άρεσε πολύ. Το αντιμετωπίσαμε ως ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης, όχι απλώς ως μουσική που θα παίζαμε στις συναυλίες. Με τη βοήθεια του Steven Wilson, καταλάβαμε ότι ήταν αποδεκτό να πειραματιστούμε και να ξεπεράσουμε τα συνηθισμένα όρια, κάνοντας το άλμπουμ πραγματικά ξεχωριστό. Ακόμα και τόσα χρόνια μετά, εξακολουθώ να νιώθω υπερηφάνεια για το “Blackwater Park”. Θέλαμε να δημιουργήσουμε κάτι που θα άντεχε στον χρόνο, και νομίζω πως το πετύχαμε. (musicradar)
Πώς ήταν η εμπειρία της σύνθεσης και της ηχογράφησης του τραγουδιού “Deliverance” και πού βρήκες την έμπνευση για τη μουσική και τους στίχους του;
Mikael Åkerfeldt: Μετά την επιτυχία του “Blackwater Park”, είχα πολύ θάρρος, αλλά αυτό με οδήγησε να αναλάβω περισσότερα από όσα μπορούσα να χειριστώ. Όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε τα “Deliverance” και “Damnation”, δεν είχα τελειώσει κανένα τραγούδι και είχα δύο άλμπουμ να ηχογραφήσω. Η δισκογραφική εταιρεία δεν ήθελε καν να κάνουμε διπλό άλμπουμ, νόμιζαν ότι προσπαθούσαμε να λύσουμε το συμβόλαιο, αλλά εγώ είχα αυτό το concept. Έγραφα κυριολεκτικά τη νύχτα για να έχουμε κάτι να ηχογραφήσουμε την ημέρα. Ειλικρινά, ήταν μια από τις χειρότερες περιόδους της ζωής μου, αν και βγήκαν μερικά καλά τραγούδια, μεταξύ των οποίων και το “Deliverance”.
Στην πραγματικότητα, πρώτα ηχογραφήσαμε το “Damnation”, αλλά με το “Deliverance” ήξερα ότι ήθελα ένα ομώνυμο τραγούδι. Είχα τα πρώτα και τα τελευταία riff, αλλά ήμουν εξαντλημένος εκείνη την περίοδο. Η μπάντα βρισκόταν σε αναταραχή και ήμουν ο μόνος που δούλευε πραγματικά – ο Peter έφυγε ακόμη και στη μέση της ηχογράφησης για να πάει σε ένα πάρτι. Θυμάμαι που καθόμουν σε ένα μικροσκοπικό γραφείο με ένα ψηφιακό 8-track, γράφοντας παρά την κούραση και νιώθοντας πραγματικά χάλια.
Στιχουργικά, δεν είχα τίποτα να πω στην αρχή. Οι στίχοι πάντα μου φαινόταν ένα αναγκαίο κακό, αλλά σε αυτή την περίπτωση, το τραγούδι βασιζόταν σε ένα πραγματικό γεγονός που αφορούσε την κοπέλα του Peter. Αυτή και οι φίλες της κρατήθηκαν όμηροι από τον πρώην φίλο μιας από τις γυναίκες. Τις κλείδωσε μέσα, τις απείλησε, έκοψε τον εαυτό του με ένα μαχαίρι και απειλούσε να τις σκοτώσει όλες. Ευτυχώς, κανείς δεν τραυματίστηκε, αλλά αυτός ο εμμονικός, ελεγκτικός τύπος αγάπης έγινε η βάση για τους στίχους. Όσο για το τελικό riff, το ονομάσαμε “Meshuggah” επειδή εμπνεύστηκε από το στυλ τους, ειδικά από το άλμπουμ “Destroy Erase Improve”.
Συνολικά, η δημιουργία αυτών των άλμπουμ ήταν σαν μια μαύρη τρύπα. Θυμάμαι που σκεφτόμουν ότι ίσως οι κασέτες ήταν άδειες επειδή ήμουν τελείως εξαντλημένος στο τέλος. Υπάρχουν άσχημες αναμνήσεις και δεν ακούω αυτά τα άλμπουμ πια, αλλά δεν νιώθω έτσι όταν παίζουμε τα τραγούδια ζωντανά. Μερικές φορές εκπλήσσομαι που βγήκε κάτι καλό από εκείνη την περίδο, αλλά αναδρομικά υπήρχαν μερικά καλά τραγούδια και το ομώνυμο κομμάτι είναι υπέροχο. Το παίζουμε ακόμα κάθε βράδυ και δεν μετανιώνω για τίποτα. Μάθαμε από την εμπειρία. (Kerrang!)
Πώς προσεγγίσατε τη σύνθεση και την ηχογράφηση του “Damnation” και τι σας ξεχωρίζεις στον ήχο του και στις επιρροές σας εκείνη την περίοδο;
Mikael Åkerfeldt: Ήθελα σίγουρα το “Damnation” να είναι ένα άλμπουμ των Opeth. Πριν από το “Blackwater Park”, ένιωθα ότι δεν συνέβαινε τίποτα για εμάς, αλλά όλα άλλαξαν μετά από αυτό το άλμπουμ. Ξαφνικά, ο κόσμος ήξερε ποιοι ήμασταν και είχα αυτή την ιδέα για δύο άλμπουμ: ένα βαρύ και ένα πολύ πιο ήρεμο, με μπαλάντες. Πάντα ήθελα να κάνω ένα χαλαρό άλμπουμ, αλλά ποτέ δεν πίστευα ότι θα γινόταν πραγματικότητα. Η δισκογραφική εταιρεία αρχικά είπε όχι, αλλά επέμεινα και τους έπεισα, παρόλο που αυτό σήμαινε ότι και τα δύο άλμπουμ θα μετρούσαν ως μία κυκλοφορία, κάτι που δεν ήταν η καλύτερη συμφωνία για εμάς.
Όσον αφορά τον εξοπλισμό, μόλις είχα αγοράσει μια ακουστική Martin που έγινε ένα από τα κύρια όργανα του δίσκου, και χρησιμοποίησα την μπλε PRS Custom 24 μου για τα περισσότερα ηλεκτρικά μέρη. Το Fender Twin του Fredrik Nordström ήταν υπεύθυνο για τους περισσότερους καθαρούς ήχους, και μπορεί να χρησιμοποιήσαμε και μερικά plugins του Steven Wilson.
Μουσικά, επηρεάστηκα πολύ από τον Andy Latimer των Camel και τα ακόρντα που έμαθα από το “Visions” του Stevie Wonder. Η εισαγωγή στο “Windowpane” είναι άμεσο αποτέλεσμα αυτής της έμπνευσης. Το σόλο σε αυτό το κομμάτι – και τα περισσότερα σόλο του δίσκου – γράφτηκαν επί τόπου στο στούντιο, με τον Steven Wilson να μου δίνει την αυτοπεποίθηση να κρατήσω τις καλύτερες λήψεις.

Πολλές από τις ιδέες για τα τραγούδια προήλθαν από απλά concepts, συχνά χρησιμοποιώντας ανοιχτές χορδές ή ασυνήθιστους ήχους, και μερικές φορές δανειζόμενοι μελωδίες από απρόσμενα μέρη – όπως μια φωνητική γραμμή στο “Windowpane” που άκουσα για πρώτη φορά στο Grand Theft Auto III! Με το “Closure”, ήθελα να αποτυπώσω την ατμόσφαιρα της Μέσης Ανατολής από το “Friends” των Led Zeppelin και να δημιουργήσω ένα τραγούδι με μελαγχολική και αιθέρια ατμόσφαιρα. Η χρήση του καπό στο “Hope Leaves” ήταν απλά τύχη, αλλά πρόσθεσε μια ευαισθησία στη φωνή μου που μου άρεσε.
Το γράψιμο του “Damnation” είχε να κάνει με την αναζήτηση πραγμάτων που δεν είχαμε κάνει πριν –φολκ, απλά τραγούδια που ήταν διαφορετικά από το συνηθισμένο στυλ μας. Όταν άκουσα για πρώτη φορά το μίξ του Steven Wilson, ένοιωσα ρίγη. Δεν ακουγόταν σαν death metal, ακουγόταν ώριμο και ατμοσφαιρικό, με πολύ Mellotron και vintage πλήκτρα, ακριβώς όπως ήθελα. Το μίξ του ήταν τέλειο, ούτε παλιομοδίτικο ούτε υπερβολικά ρετρό. Είμαι πολύ περήφανος για αυτό που καταφέραμε. Με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι οι Opeth μπορούν να εξελιχθούν και να εξερευνήσουν είδη που ήταν εντελώς καινούργια για εμάς και τους οπαδούς μας. (Louder)
Οι Opeth πάντα ξεχώριζαν στη metal σκηνή, χάρη στον ποικιλόμορφο ήχο σας, τη σταδιακή άνοδό σας και την άρνησή σας να ακολουθήσετε τις τάσεις. Τι ήταν αυτό που σε κράτησε κινητοποιημένο όλα αυτά τα χρόνια; Και ποιο θεωρείς το πιο σημαντικό που πρέπει να γνωρίζει ο κόσμος για τους Opeth, καθώς προχωράτε στη νέα εποχή με το “Ghost Reveries”;
Mikael Åkerfeldt: Ο στόχος μας ήταν πάντα να ξεχωρίζουμε. Δεν θέλω οι Opeth να ακούγονται σαν μια ακόμα μπάντα. Ακόμα και σε αυτή την περιοδεία, είμαστε οι διαφορετικοί και ο κόσμος αντιδρά έντονα σε αυτό που κάνουμε. Δεν θα ήθελα ο κόσμος να αδιαφορεί – θέλω οι οπαδοί μας να αγαπούν πραγματικά τη μουσική μας, γιατί εμείς την αγαπάμε. Οι Opeth έχουν να κάνουν με τη μουσική, όχι με την εικόνα. Από την αρχή, ήταν ένα μείγμα από στυλ που μας άρεσαν, χωρίς ποτέ να περιορίζουμε τον ήχο μας. Πάντα ψάχνω για καλή μουσική και θέλω οι Opeth να είναι μια δημιουργική μπάντα, όχι μια μπάντα που κυνηγάει τις τάσεις για τα λεφτά.
Μας πήρε χρόνια να γίνουμε γνωστοί. Τα τέλη της δεκαετίας του ’90 ήταν δύσκολα, αλλά από νωρίς αποφάσισα ότι αυτό ήταν που ήθελα, όσο δύσκολο και αν ήταν. Η πραγματική καμπή ήταν το “Blackwater Park”, όταν πήραμε την κατάλληλη υποστήριξη, ξεκινήσαμε να κάνουμε επαγγελματικές περιοδείες και συνειδητοποιήσαμε ότι μπορούσαμε πραγματικά να ζήσουμε από αυτό. Το κοινό μας είναι τόσο διαφορετικό όσο και η μουσική μας, και αυτό μου αρέσει – έχουμε νεαρά παιδιά και ακόμη και ανθρώπους στα εβδομήντα τους που έρχονται στις συναυλίες μας. Νομίζω ότι αν κάποιος ενδιαφέρεται πραγματικά για τη μουσική, θα βρει κάτι για τον εαυτό του στους Opeth.
Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, εξακολουθώ να αγαπώ αυτό που κάνουμε. Είμαι αυτοδίδακτος, αλλά παθιασμένος – η εκπαίδευση και η έμπνευση είναι διαφορετικά πράγματα. Εμπνέουμε τους ανθρώπους, και αυτό σημαίνει πολλά. Τώρα, κάποιοι πιστεύουν ότι θα πουληθούμε επειδή υπογράψαμε με μια μεγαλύτερη δισκογραφική εταιρεία, αλλά αυτό δεν θα συμβεί ποτέ. Οι Opeth δεν θα κάνουν ποτέ κάτι για τα χρήματα, ούτε θα αλλάξουν αυτό που είναι για να πετύχουν. Είμαστε σίγουροι για τον εαυτό μας και αν κάποιος προσπαθήσει να μπει ανάμεσα σε εμάς και τη μουσική, απλά θα φύγουμε. Αυτή η μπάντα είναι από την καρδιά μας, δεν μπορούμε να το κάνουμε με άλλο τρόπο. (Metal Hammer)
Πώς προσεγγίσατε τη σύνθεση και την ηχογράφηση του “Watershed” και πώς διαφέρει από τα προηγούμενα άλμπουμ των Opeth, τόσο μουσικά όσο και στη δημιουργική διαδικασία;
Mikael Åkerfeldt: Το “Watershed” είναι λίγο πιο τολμηρό και πειραματικό για εμάς – υπάρχουν ήχοι και είδη που δεν έχουμε ξανακάνει, όπως το funk riff στο “Lotus Eater”. Πιέσαμε τους εαυτούς μας με εφέ και μείξη ειδών, περισσότερο από ό,τι στα προηγούμενα άλμπουμ μας. Έγραψα όλα τα τραγούδια εκτός από μερικά riffs που έφερε ο Fredrik για το “Porcelain Heart”. Παρόλο που με θεωρούν τον αρχηγό, ζητάω από τα άλλα μέλη να φέρουν ιδέες και riff. Μερικές φορές οι ιδέες τους δίνουν νέα κατεύθυνση στα τραγούδια, αλλά πρέπει να είμαι ειλικρινής: αν κάτι δεν ταιριάζει, δεν το χρησιμοποιώ, ακόμα κι αν το θεωρώ καλό. Το ίδιο ισχύει και για τις δικές μου ιδέες.
Η διαδικασία ηχογράφησης ήταν έντονη, αλλά γρήγορη, διήρκεσε περίπου πέντε με έξι εβδομάδες. Μου αρέσει να έχω ένα φυσικό άλμπουμ, οπότε δεν είμαι οπαδός του download, αν και αναγνωρίζω ότι μας βοήθησε να γίνουμε γνωστοί. Οι περισσότεροι οπαδοί μας εξακολουθούν να θέλουν το πραγματικό πράγμα. Οι πωλήσεις αυξάνονται με κάθε άλμπουμ. Το “Ghost Reveries” είναι το best-seller μας, αλλά πιστεύω ότι το “Watershed” θα μπορούσε να τα πάει ακόμα καλύτερα.

Δεν έχω σπουδάσει θεωρία ή αρμονία και δεν ξέρω τα ονόματα των συγχορδιών που παίζω – όλα είναι αυθόρμητα και αυτό μου ταιριάζει. Δεν με ενδιαφέρει να γίνω τεχνικός κιθαρίστας ή να ξέρω ακριβώς τι κάνω, αρκεί να ακούγεται καλά. Μερικές φορές είναι ντροπιαστικό να μην ξέρω ποια συγχορδία παίζω, αλλά με ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα ο ήχος.
Τελικά, εξακολουθώ να ακούω οτιδήποτε καλό, αλλά όχι πολύ σύγχρονο metal τελευταία – ίσως είναι απλά μια φάση. Όσον αφορά τις συμβουλές προς τους μουσικούς, άκουσα κάποτε μια καλή φράση: «Ένας αληθινός μουσικός δεν δέχεται συμβουλές». Αυτό συνοψίζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπω τη δημιουργικότητα – απλά κάνε ό,τι νιώθεις σωστό για σένα. (Guitar Messenger)
Το “Heritage” σηματοδοτεί μια τολμηρή νέα κατεύθυνση για τους Opeth, χωρίς death metal φωνητικά και με έναν ήχο πιο οργανικό, ψυχεδελικό και με πιο jazz επιρροές από ποτέ. Ποια ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από μια τόσο ριζική αλλαγή και πώς νιώθεις που προκαλείς τις προσδοκίες των οπαδών σου;
Mikael Åkerfeldt: Ήξερα ότι ήθελα αυτό το άλμπουμ να είναι διαφορετικό, ειδικά όσον αφορά τον ήχο και την παραγωγή. Θέλαμε πραγματικά να έχει μια ανθρώπινη αίσθηση, όχι τετραγωνισμένη και σταθερή όπως τόσα πολλά metal άλμπουμ σήμερα. Στην πραγματικότητα, άρχισα να γράφω τραγούδια που έμοιαζαν πολύ με το “Watershed”, αλλά δεν τα ένιωθα. Τα έπαιξα στον Martin Méndez και μου είπε: «Αν αυτό είναι το επόμενο άλμπουμ, θα απογοητευτώ πολύ». Αυτό ήταν ανακούφιση, γιατί επιβεβαίωσε αυτό που σκεφτόμουν: είχαμε κορεστεί με αυτόν τον ήχο και ήταν ώρα να προχωρήσουμε. Έτσι, διέγραψα αυτά τα τραγούδια και άρχισα από την αρχή.
Με το “Heritage”, μειώσαμε την παραμόρφωση και αφήσαμε το ακουστικό fingerpicking και τους οργανικούς ήχους να οδηγήσουν το αποτέλεσμα. Χρησιμοποιήσαμε vintage εξοπλισμό, φυσικά reverbs και δοκιμάσαμε ακόμη και κιθάρες single-coil για να ανοίξουμε περισσότερο χώρο για το rhythm section. Η ιδέα ήταν να ακούγεται σαν να παίζουμε πραγματικά μαζί σε ένα δωμάτιο και να εμπιστευόμαστε τα δάχτυλά μας και τη μουσικότητά μας αντί να βασιζόμαστε σε ένα τείχος παραμόρφωσης.
Μερικοί οπαδοί πάντα αντιδρούν έντονα όταν κάνεις κάτι καινούργιο – υπήρχε ακόμη και ένας τύπος στο YouTube που έκαψε τα CD μας πριν ακούσει έστω μια νότα! Αλλά για μένα, το να είμαι στους Opeth πάντα σήμαινε να μην περιορίζουμε τους εαυτούς μας, να μην επαναλαμβάνουμε ποτέ το ίδιο άλμπουμ και να ακολουθούμε το μουσικό μας ένστικτο. Ακόμα και όταν άκουγα μόνο metal, πάντα μου άρεσαν τα ακουστικά μέρη των King Diamond ή των Sepultura, και αυτές οι επιρροές ήταν πάντα μέρος των Opeth. Δεν γυρίζουμε την πλάτη στο παρελθόν μας, αλλά θέλω να είμαστε σχετικοί με το παρόν, να συνεχίσουμε να εξελισσόμαστε και να μην είμαστε γνωστοί μόνο για κάτι που κάναμε πριν από δέκα άλμπουμ.
Για μένα είναι σημαντικό κάθε σόλο, κάθε ήχος και κάθε φωνητική ερμηνεία να έχει νόημα. Θέλω η μπάντα να συνεχίσει να προχωράει μπροστά, και το “Heritage” ήταν ένα απαραίτητο βήμα σε αυτό το ταξίδι. Δεν ξέρω τι θα κάνουμε στη συνέχεια, αλλά ξέρω ότι θέλω να συνεχίσω να εξελίσσω τόσο το τραγούδι μου όσο και τον ήχο μας. Το μόνο σταθερό στους Opeth είναι η αλλαγή, και ελπίζω οι οπαδοί μας να μας ακολουθήσουν σε αυτό το ταξίδι. (Total Guitar)
Το “Pale Communion” σηματοδοτεί ένα άλλο ξεχωριστό κεφάλαιο για τους Opeth, ένα κεφάλαιο που φαίνεται να ωθεί τον ήχο και την ταυτότητα της μπάντας σε νέες κατευθύνσεις, ενώ παράλληλα χτίζει πάνω σε όλα όσα έχουν προηγηθεί. Μπορείς να μας περιγράψεις τη δημιουργική διαδρομή αυτού του άλμπουμ, από τις αρχικές σου εμπνεύσεις και στόχους, μέχρι τη διαδικασία σύνθεσης και ηχογράφησης, και πώς νιώθεις για το τελικό αποτέλεσμα σήμερα; Τι θέλατε να πετύχετε καλλιτεχνικά με το “Pale Communion” και τι σημαίνει για εσάς στο πλαίσιο της εξέλιξης των Opeth και της δικής σας μουσικής πορείας;
Mikael Åkerfeldt: Νομίζω ότι το “Pale Communion” ήταν μια φυσική συνέχεια του ταξιδιού που ξεκινήσαμε με το “Heritage”. Δεν υπήρξε ποτέ μια στιγμή που σκέφτηκα ότι πρέπει να παίξουμε με ασφάλεια και να επιστρέψουμε στον παλιό μας ήχο για να ευχαριστήσουμε τους οπαδούς, γιατί για μένα οι Opeth πάντα είχαν να κάνουν με το πείραμα, με το να ακολουθώ την περιέργειά μου και την αγάπη μου για τη μουσική, όπου κι αν μας οδηγήσει αυτό. Πολλοί περίμεναν αυτό το άλμπουμ να είναι μια απολογία, μια επιστροφή στις πιο heavy ρίζες μας, αλλά αυτό δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου. Αν μη τι άλλο, προχωρήσαμε ακόμα πιο βαθιά στο λαβύρινθο, αγκαλιάζοντας ακόμα περισσότερο τις vintage prog επιρροές και αφήνοντας τα πλήκτρα, ειδικά το mellotron, να παίξουν πραγματικά κεντρικό ρόλο.
Είναι αστείο, γιατί ο κόσμος κολλάει τόσο πολύ στο τι πρέπει να είναι το «metal» ή τι πρέπει να είναι οι Opeth. Πάντα πίστευα ότι το metal, στην καλύτερη εκδοχή του, είναι ένα επαναστατικό και προοδευτικό είδος, όχι ένα σύνολο κανόνων που πρέπει να ακολουθείς. Ακόμα κι αν αυτό που κάνουμε ενοχλεί κάποιους, νομίζω ότι αυτό είναι καλό. Για μένα, έχει να κάνει με την ειλικρίνεια. Η βάση αυτής της μπάντας ήταν πάντα να πιέζουμε τους εαυτούς μας και να μην γινόμαστε προβλέψιμοι ή βαρετοί. Ποτέ δεν ήθελα οι Opeth να είναι απλά μια άλλη μπάντα που επαναλαμβάνει την ίδια φόρμουλα για δέκα δίσκους στη σειρά.
Με το “Pale Communion”, η νοοτροπία ήταν απλά να συνεχίσουμε να εξερευνούμε. Είχα ερωτευτεί το μελότρον και, καθώς άρχισα να γράφω, συνειδητοποίησα πόσο περισσότερο χώρο μπορούσαμε να δώσουμε στα πλήκτρα, χρησιμοποιώντας τα όπως έκαναν οι Deep Purple ή οι Uriah Heep. Δηλαδή να είναι ουσιαστικό μέρος του ήχου και όχι απλώς υπόκρουση. Αυτό άνοιξε τόσες πολλές νέες δυνατότητες στη σύνθεση και ήθελα πραγματικά να δω μέχρι πού μπορούσαμε να φτάσουμε. Οι vintage επιρροές είναι πιο έντονες αυτή τη φορά και νομίζω ότι τα τραγούδια είναι πιο συνεκτικά από ό,τι στο “Heritage”, αλλά εξακολουθούν να είναι όλα δικά μας.

Φυσικά, πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν το ίδιο άλμπουμ ξανά και ξανά, αλλά ποτέ δεν κατάλαβα τις μπάντες που δεν θέλουν να εξελιχθούν. Βαριέμαι αν δεν δοκιμάζω κάτι καινούργιο. Εξακολουθώ να πιστεύω στην καλή σύνθεση και στην πραγματική μουσική ποιότητα – αυτά είναι πράγματα που δεν θα εγκαταλείψω ποτέ – αλλά πιστεύω επίσης ότι είναι σημαντικό να διατηρούμε το ενδιαφέρον μας ως μουσικοί.
Δεν βλέπω το νόημα στο να επαναλαμβάνουμε απλώς τις δόξες του παρελθόντος. Θέλω οι Opeth να είναι σχετικοί, να νιώθουμε ότι συνεχίζουμε να προχωράμε μπροστά και δεν αρκούμαστε σε ό,τι έχουμε κάνει. Η ηχογράφηση στο Rockfield ήταν μια υπέροχη εμπειρία – ιστορική, εμπνευσμένη, τέλεια για αυτό που θέλαμε να πετύχουμε ηχητικά.
Αλλά τελικά, το σημαντικό είναι να διατηρήσουμε ζωντανή την πείνα και τον ενθουσιασμό μας. Είμαι ευγνώμων για το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε τώρα και, ειλικρινά, πιστεύω ότι ως μπάντα είμαστε σε καλύτερη θέση από ποτέ. Το “Pale Communion”, για μένα, είναι η απόδειξη ότι δεν φοβόμαστε να πάρουμε ρίσκα, και ελπίζω ότι ο κόσμος θα ακούσει τη χαρά και την προσπάθεια που καταβάλαμε για να το κάνουμε κάτι μοναδικό στο ρεπερτόριό μας. (Metal Hammer)
Το νέο άλμπουμ, “Sorceress”, φαίνεται να εξερευνά τόσο τις σκοτεινές πλευρές του έρωτα όσο και τη συνεχή μουσική σας εξέλιξη, αντλώντας έμπνευση από προσωπικές εμπειρίες και σπάνια prog άλμπουμ, ενώ ο ήχος των Opeth συνεχίζει να μεταβάλλεται προς νέες κατευθύνσεις και να προκαλεί διαφορετικές αντιδράσεις από τους οπαδούς. Μπορείς να μας μιλήσετε για το τι ενέπνευσε αυτό το άλμπουμ, πώς η δική σας ζωή και οι μουσικές σας ανακαλύψεις το διαμόρφωσαν και πώς αισθάνεσαι για το σημείο στο οποίο βρίσκονται οι Opeth σήμερα;
Mikael Åkerfeldt: Πολλή έμπνευση για το “Sorceress” προέρχεται από τις δικές μου εμπειρίες τα τελευταία χρόνια, ειδικά από κάποιες δυσκολίες στις προσωπικές μου σχέσεις. Δεν είχα σκοπό να γράψω συγκεκριμένα για τις αρνητικές πλευρές του έρωτα, αλλά όταν άρχισα να δουλεύω τους στίχους, αυτό ήταν που βγήκε – πράγματα όπως η ζήλια, η παράνοια και τα ψυχολογικά παιχνίδια που μπορεί να συνοδεύουν τον έρωτα. Παρόλο που η αγάπη είναι κάτι που εκτιμώ βαθιά, μπορεί επίσης να είναι πολύ καταστροφική, κάτι που έχω νιώσει ο ίδιος.
Μουσικά, πάντα εμπνέομαι από άγνωστους δίσκους prog, και αυτή τη φορά μεγάλη επιρροή είχε το ομώνυμο άλμπουμ του 1972 των Il Paese dei Balocchi, το οποίο ανακάλυψα τυχαία ενώ συλλέγαμε δίσκους. Μου αρέσει να ανακαλύπτω τέτοιου είδους συγκροτήματα και να μπαίνω στις τοπικές σκηνές διαφορετικών εποχών, κάτι που πάντα βρίσκει τον δρόμο του σε αυτό που κάνουμε.
Όσον αφορά την εξέλιξη των Opeth, νομίζω ότι ο κόσμος αρχίζει να αποδέχεται και μάλιστα να απολαμβάνει τις αλλαγές στον ήχο μας, αν και φυσικά υπάρχουν ακόμα κάποιοι που θέλουν να επαναλάβουμε τα παλιά μας άλμπουμ. Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό – πρέπει να συνεχίσουμε να προχωράμε μπροστά και να κάνουμε αυτό που νιώθουμε αληθινό για εμάς, και είναι ικανοποιητικό να βλέπουμε νέους οπαδούς να έρχονται, καθώς και παλιούς οπαδούς να μας ακολουθούν σε αυτό το μονοπάτι. (Total Guitar)
Το “In Cauda Venenum” μοιάζει να είναι ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο και προσωπικό άλμπουμ για τους Opeth, από τους σουηδικούς στίχους και τη διγλωσσική προσέγγιση μέχρι τα περίπλοκα arrangements. Περιέγραψέ μας τι σας ενέπνευσε να γράψετε και να ηχογραφήσετε αυτό το άλμπουμ, τι σήμαινε για σας το να δημιουργήσετε στη μητρική σας γλώσσα και και τη στάση σας απέναντι στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να βιώνεται η μουσική;
Mikael Åkerfeldt: Η έμπνευση για το “In Cauda Venenum” προήλθε πραγματικά από την ανάγκη να κρατηθώ απασχολημένος μετά την περιοδεία του “Sorceress”, απλά για να αποφύγω να νιώθω άχρηστος όταν η οικογένειά μου ήταν έξω και εγώ ήμουν μόνος στο σπίτι. Αρχικά δεν είχα σκοπό να ξεκινήσω ένα νέο άλμπουμ, αλλά μόλις άρχισα να γράφω, όλα μπήκαν στη θέση τους.
Το να γράψω το άλμπουμ στα σουηδικά ήταν κάτι καινούργιο για μένα – δεν μπορούσα να κρυφτώ πίσω από τη γλώσσα όπως κάνω μερικές φορές με τα αγγλικά, χρησιμοποιώντας παλιές, ποιητικές λέξεις. Με τα σουηδικά, το αποτέλεσμα ήταν πιο άμεσο, πιο σύγχρονο και σε κάποια σημεία ακόμη και λίγο πολιτικό, αλλά και πολύ προσωπικό. Είναι σίγουρα ο πιο προσωπικός και ευθύς δίσκος που έχω κάνει. Αρχικά, δεν σκόπευα να κάνω αγγλική έκδοση, αλλά συνειδητοποίησα ότι ορισμένοι θα μπορούσαν να έχουν πρόβλημα με τους σουηδικούς στίχους – όπως εγώ με ορισμένα ξένα άλμπουμ – οπότε φρόντισα να λειτουργούν και οι δύο εκδόσεις, ακόμα κι αν οι μεταφράσεις δεν είναι πάντα κυριολεκτικές.

Ηχογραφήσαμε στα Park Studios στη Στοκχόλμη, δίνοντας μεγάλη προσοχή στον ήχο και τις λεπτομέρειες, αλλά δεν έχω εμμονή με το αναλογικό έναντι του ψηφιακού. Αυτό που έχει σημασία είναι να ακούγεται σωστό και να έχει καλό ήχο. Είμαι πολύ περήφανος για το πώς ακούγεται η μπάντα συνολικά τώρα. Όσον αφορά τη θέση των Opeth στη μουσική, νομίζω ότι είμαστε τυχεροί που οι οπαδοί μας δίνουν το χρόνο και την προσοχή τους σε αυτό που κάνουμε. Η εποχή του streaming μπορεί να κάνει πιο δύσκολη την πραγματική εμπειρία της μουσικής, και ελπίζω ότι οι δίσκοι μας ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να επιβραδύνουν και να ακούσουν. Μπορεί να μην είμαστε η μεγαλύτερη μπάντα στο διαδίκτυο, αλλά δεν πειράζει – προτιμώ να είμαι μέρος της αντίστασης, να κάνω μουσική που απαιτεί σεβασμό και πραγματική αφοσίωση. (Louder Sound)
Το νέο άλμπουμ των Opeth, “The Last Will And Testament”, είναι ένα concept album, που αφηγείται μια σκοτεινή ιστορία με φόντο την περίοδο μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, γεμάτη μυστικά, προδοσίες και έντονες συγκινήσεις, μαζί με μερικά από τα πιο βαριά, ανήσυχα και προοδευτικά κομμάτια που έχετε γράψει τα τελευταία χρόνια.
Mikael Åkerfeldt: Η ιδέα για το “The Last Will And Testament” προήλθε πραγματικά από μια γοητεία για τις δυναμικές της οικογένειας – πώς τα χρήματα, τα μυστικά και η εξουσία μπορούν να χωρίσουν τους ανθρώπους. Σκεφτόμουν αυτά τα θέματα από το τελευταίο μας άλμπουμ, ειδικά την ιδέα ότι το αίμα δεν είναι πάντα πιο παχύ από το νερό και ότι τα χρήματα μπορούν να μετατρέψουν τις οικογένειες σε εχθρούς. Το να βλέπω τη σειρά “Succession” σίγουρα έβαλε το σπόρο. Ήθελα ένα κεντρικό θέμα για να καθοδηγήσει τους στίχους, αλλιώς τείνω να παρασύρομαι και να γράφω πράγματα που δεν καταλαβαίνω ούτε εγώ ο ίδιος.
Η ιστορία διαδραματίζεται στη δεκαετία του 1920, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την ανάγνωση της διαθήκης ενός πλούσιου πατριάρχη. Ξεκινά με τα τρία παιδιά του και μια μυστηριώδη ορφανή κοπέλα που έχει μεγαλώσει με την οικογένεια, και καθώς το άλμπουμ εξελίσσεται, αποκαλύπτονται όλα τα μυστικά, οι προδοσίες και οι συνέπειες. Μουσικά, είναι το πιο σκοτεινό και ανήσυχο άλμπουμ μας εδώ και πολύ καιρό.
Συμβαίνουν πολλά πράγματα – τα growls επιστρέφουν σε μερικά κομμάτια και είναι ένα πολύ κλειστοφοβικό άλμπουμ. Είναι σχεδόν σαν μια έκρηξη διαφορετικών διαθέσεων και κατευθύνσεων. Η συμμετοχή καλλιτεχνών όπως ο Ian Anderson από τους Jethro Tull και ο Joey Tempest από τους Europe πρόσθεσε κάτι μοναδικό, ενώ η συνεργασία με τον Dave Stewart για τα έγχορδα ανέβασε πραγματικά τα arrangements.
Η δομή του άλμπουμ είναι ασυνήθιστη για εμάς – τα περισσότερα τραγούδια δεν έχουν τίτλους, μόνο αριθμούς παραγράφων, και όλα συγχέονται, αντανακλώντας το συνεχές δράμα της ανάγνωσης της διαθήκης. Ηχογραφήσαμε με τον νέο μας ντράμερ, Waltteri, και η ατμόσφαιρα στο στούντιο ήταν υπέροχη. Οπτικά, το artwork του Travis Smith βοηθάει στο να δημιουργηθεί η ατμόσφαιρα, και το όλο αποτέλεσμα μοιάζει με ένα παλιό θρίλερ που ξετυλίγεται, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά. Τελικά, το ζητούμενο είναι να δημιουργήσουμε κάτι που σε απορροφά – ένα άλμπουμ στο οποίο μπορείς να χαθείς, που απαιτεί την προσοχή σου και που πραγματικά ωθεί τα όρια του τι μπορεί να είναι οι Opeth. (Bloodstock TV)