Το 1995, το gaming δεν ήταν ακόμα cool. Τουλάχιστον όχι στο Χόλιγουντ. Οι κινηματογραφικές μεταφορές video games θεωρούνταν μια καταραμένη υπόθεση, με τις αποτυχίες των Super Mario Bros. (1993) και Double Dragon (1994) να λειτουργούν αποτρεπτικά. Τότε εμφανίζεται το Mortal Kombat του Paul W.S. Anderson, με χαμηλό προϋπολογισμό αλλά καθαρό στόχο: να μην προσποιηθεί πως είναι κάτι άλλο πέρα από αυτό που υποσχόταν το arcade.
Καμία ερμηνεία δεν ήταν δραματική· όλες ήταν βγαλμένες απευθείας από κασέτες βιντεοκλάμπ. Αλλά αυτό ήταν το ζητούμενο.
Η ταινία βασίστηκε στο γνωστό βιντεοπαιχνίδι της Midway, το οποίο είχε ήδη προκαλέσει σάλο στις ΗΠΑ λόγω της βίας μέσω των Fatalities. Όμως το φιλμ, παρότι με σήμανση PG-13, δεν πρόδωσε το πνεύμα του παιχνιδιού: κράτησε το lore, τις ατάκες, τις κινήσεις, τους ήρωες και κυρίως τον τόνο – ένα κράμα martial arts, fantasy και 90s αγνότητας. Και ακόμη και να μην πήρε διθυραμβικές κριτικές, η σημασία του στην ενθάρρυνση του Χόλιγονυτ, να πάρει σοβαρά το gaming, δεν μπορεί να μην θεωρείται τεράστια.
Ο Christopher Lambert στον ρόλο του Raiden, ο Robin Shou ως Liu Kang, η Bridgette Wilson-Sampras ως Sonya Blade και ο Cary-Hiroyuki Tagawa ως ο απειλητικός Shang Tsung, έδωσαν στην ταινία ένα αναγνωρίσιμο και καρτουνίστικο καστ που αγκάλιασε το camp στοιχείο. Καμία ερμηνεία δεν ήταν δραματική· όλες ήταν βγαλμένες απευθείας από κασέτες βιντεοκλάμπ. Αλλά αυτό ήταν το ζητούμενο.

Το «Mortal Kombat» δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς το απόλυτα 90s techno theme του. Η κραυγή “MORTAL KOMBAT!“ πριν σκάσει το beat έμεινε στην ιστορία, με το soundtrack να γίνεται πλατινένιο – κάτι ανήκουστο για ταινία βασισμένη σε παιχνίδι. Η μουσική έδωσε ενέργεια, ταυτότητα και στυλ στην ταινία και βοήθησε να περάσει το gaming στο club culture και την mainstream ποπ κουλτούρα.
Σκηνοθετικά, ο Anderson δανείστηκε στοιχεία από το Big Trouble in Little China και το Enter the Dragon, συνθέτοντας έναν κόσμο από περάσματα, μάχες, τέρατα και ηχητικά εφέ σαν από videogame. Η χρήση πρακτικών εφέ, σε συνδυασμό με πρώιμα CGI (π.χ. ο Goro), έδινε στην ταινία έναν ειλικρινή αλλά όχι πάντα επιτυχημένο χαρακτήρα — κάτι που ενίσχυσε το cult status της. Οι χορογραφίες των μαχών ήτανε τίμιες και μας έδιναν την αίσθηση ότι βλέπαμε τους αγαπημένους μας χαρακτήρες να ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας.

Το Mortal Kombat κατέκτησε τον τίτλο του cult όχι μόνο επειδή πήγε κόντρα στις προβλέψεις αλλά επειδή σφράγισε μια ολόκληρη εποχή. Ήταν η πρώτη φορά που οι χαρακτήρες ενός video game –όπως ο Scorpion με το “Get over here!” ή ο Sub-Zero με τις παγωμένες επιθέσεις– απέκτησαν σάρκα και οστά, χωρίς να γελοιοποιηθούν. Η αισθητική της ταινίας – με καπνό, neon, μπλε φωτισμούς και martial arts δράση – κουβαλούσε όλη την ορμή της δεκαετίας του ’90 και της εφηβικής νοσταλγίας.
Ένα από τα πιο αγαπημένα guilty pleasures της δεκαετίας του ’90
Επιπλέον, η camp ερμηνεία του Lambert, οι υπερβολικοί ήχοι των χτυπημάτων, το techno theme που ακουγόταν παντού (από γυμναστήρια μέχρι κλαμπ), και οι χαοτικοί αλλά διασκεδαστικοί αγώνες σε εναλλασσόμενα σκηνικά, καθιέρωσαν μια ταυτότητα που δεν επιδίωκε ρεαλισμό αλλά αναγνώριση. Ήταν μια ταινία που ήξερε τι ήταν: μια μεταφορά arcade fun στη μεγάλη οθόνη, με τόση αυτογνωσία και στυλ ώστε έγινε απολαυστική – και τελικά αξέχαστη.
Το Mortal Kombat δεν είναι ούτε σπουδαίο σινεμά ούτε σωστή κινηματογραφική αφήγηση – και αυτό είναι το μεγαλύτερο του προτέρημα. Με χορογραφίες που άλλοτε εντυπωσιάζουν και άλλοτε φλερτάρουν με την παρωδία, με διάλογους γεμάτους iconic one-liners, η ταινία καταφέρνει να είναι επική με τον δικό της τρόπο και τελικά διαχρονική για τους fans. Σήμερα, παραμένει ένα από τα πιο αγαπημένα guilty pleasures της δεκαετίας του ’90 και μια από τις ελάχιστες video game μεταφορές που κατάφεραν να αποκτήσουν ταυτότητα και κοινό.