Από τις 16 Σεπτεμβρίου και μετά, ένα τέτοιο κείμενο γίνεται ξαφνικά βαρύ και δύσκολο. Είναι η μέρα που ο Tomas “Tompa” Lindberg, η φωνή που σφράγισε το “Slaughter of the Soul”, έφυγε από τη ζωή ύστερα από επιπλοκές στη μάχη του με τον καρκίνο. Και μόνο αυτή η σκέψη αρκεί για να μετατρέψει κάθε αναφορά στους At The Gates, κάθε πρόταση, σε έναν μικρό φόρο τιμής. Άλλωστε, τον κέρδισε επάξια.
Ένας απόκοσμος, ανατριχιαστικός ήχος δονεί τα ηχεία. Ένα σύρσιμο, σαν κιμωλία πάνω σε πίνακα, έρχεται να σε κάνει ακόμα πιο άβολα. Μια φωνή, παγωμένη και ανυποχώρητη, αρχίζει να απαγγέλει: «We are blind to the worlds within us, waiting to be born». Και τη στιγμή που νομίζεις πως θες να το κλείσεις, ένα riff ξεσπάει σαν άγριος χείμαρρος, μελωδικό και αμείλικτο ταυτόχρονα, σαν νανούρισμα γραμμένο με αίμα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ο Tomas παίρνει θέση, σε κοιτά κατάματα και σου ρίχνει το «I cast aside my chains, Fall from reality». Και εδώ μπορούμε, νομίζω όλοι, να συμφωνήσουμε ότι ο Tomas είναι αθάνατος.
«Κάθε μπάντα, όταν δουλεύει έναν δίσκο, θέλει να πιστεύει ότι κάνει κάτι ιδιαίτερο», έλεγε ο Tomas Lindberg για το “Slaughter of the Soul”. «Και τότε το νιώθαμε κι εμείς. Αλλά με τα χρόνια, το “Slaughter of the Soul” άρχισε να αποκτά δική του ζωή. Θέλω να ελπίζω πως όταν αναφέρονται σε αυτό άλλοι καλλιτέχνες, το κάνουν για τους σωστούς λόγους και όχι απλώς επειδή θεωρείται σημαντικό. Δεν είμαι πάντα σίγουρος πως ισχύει. Όταν ένας δίσκος φτάσει σε τέτοιο σημείο επιρροής, αρκετοί νιώθουν σχεδόν υποχρεωμένοι να δείξουν ότι τον αναγνωρίζουν»,
«Ποιο ήταν το μυστικό; Απλό», συνεχίζει. «Βάλαμε στόχο να φτιάξουμε έναν δίσκο τόσο καλό όσο το “Bonded by Blood” των Exodus ή το “Reign in Blood” των Slayer. Δεν πιστέψαμε ποτέ ότι θα τα φτάσουμε, ούτε για αστείο. Αλλά σκεφτήκαμε πως αν αυτός ήταν ο πήχης, ίσως καταφέρναμε να καλύψουμε τη μισή απόσταση. Εκείνη την εποχή υπήρχαν αμέτρητες death metal μπάντες, οι περισσότερες βολεμένες με την ιδέα ενός απλώς αξιοπρεπούς άλμπουμ. Για εμάς, αυτό δεν υπήρξε ποτέ επιλογή. Οι At the Gates θέλαμε να συγκριθούμε με τους γίγαντες».
Πριν καταλήξουν στην Earache Records τον Ιούλιο του 1995, οι At the Gates ανήκαν στο δυναμικό της Peaceville. Η σχέση τους με την εταιρεία, όπως θυμάται ο Lindberg, έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του άλμπουμ. «Δεν θέλω να θάψω την Peaceville, αλλά δεν υπήρχε το οικονομικό υπόβαθρο που χρειαζόμασταν για να εξελιχθούμε. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήρθε όταν, μετά από περιοδεία, μείναμε εγκλωβισμένοι στην Αγγλία για σχεδόν μια εβδομάδα, επειδή η εταιρεία απλώς δεν είχε τα χρήματα να μας στείλει σπίτι. Η οργή εκείνης της στιγμής ήταν πραγματική, και πιθανότατα μπορείτε να την ακούσετε μέσα στους στίχους που έγραψα για το “Slaughter of the Soul”».
«Όταν εμφανίστηκε η Earache», συνεχίζει ο Tomas Lindberg, «ήταν πραγματικά σαν σανίδα σωτηρίας. Και είχαν ήδη χτίσει τη φήμη τους στον χειρισμό των death metal συγκροτημάτων. Ξέραμε ότι στο ρόστερ τους υπήρχαν ονόματα όπως οι Napalm Death, οι Carcass, οι Morbid Angel. Δεν χρειάστηκε πολύ, νιώσαμε αμέσως σαν στο σπίτι μας».
Η Earache, από την πρώτη στιγμή, έδωσε στους At The Gates χώρο, ελευθερία, χρόνο και πλήρη έλεγχο πάνω στη διαδικασία της ηχογράφησης, όλα όσα δηλαδή χρειάζονταν για να απελευθερωθούν δημιουργικά. «Μέχρι τότε, είχαμε συνηθίσει να παίρνουμε δύο, το πολύ τρεις εβδομάδες για να ολοκληρώσουμε έναν δίσκο», εξηγούσε ο Lindberg. «Αυτή τη φορά είχαμε τον διπλάσιο χρόνο. Και σίγουρα βοήθησε ότι τα τραγούδια ήταν ήδη προσεγμένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Είχαμε δουλέψει το υλικό εξαντλητικά εκ των προτέρων, μέχρι να βγει αυτό ακριβώς που θέλαμε».
Οι At The Gates επέλεξαν να ηχογραφήσουν το άλμπουμ στο Fredman, ένα τοπικό στούντιο στο Γκέτεμποργκ. Ως μεγάλοι οπαδοί των Mercyful Fate, ο ενθουσιασμός τους απογειώθηκε όταν έμαθαν πως ο Andy LaRocque, κιθαρίστας των King Diamond, δούλευε σε ένα κοντινό μουσικό κατάστημα, στο οποίο περνούσε περιστασιακά και ο παραγωγός Fredrik Nordström. Δεν άργησε να τον πείσει να περάσει από το στούντιο, κι εκεί ο LaRocque άφησε το στίγμα του. «Έγραψε ένα απίστευτο σόλο στο “Cold”. Το να τον ακούω να αυτοσχεδιάζει πάνω σε ένα δικό μας riff ήταν καθαρή απόλαυση», είχε πει ο Lindberg.
Παρότι η συμβολή της Earache αποδείχθηκε καθοριστική, οι At The Gates είχαν ήδη αρχίσει να αλλάζουν πορεία πριν καν υπογράψουν μαζί της. «Στα πρώτα μας χρόνια, η μουσικότητα και ο πειραματισμός πολλές φορές μας παρέσυραν μακριά από την ουσία», είχε πει ο Lindberg ανατρέχοντας στο παρελθόν της μπάντας. Από το “Terminal Spirit Disease” και έπειτα, το συγκρότημα άρχισε να εγκαταλείπει τη φλυαρία και να αγκαλιάζει ένα πιο άμεσο ύφος που λίγο αργότερα θα έβρισκε την απόλυτη μορφή του στο “Slaughter of the Soul”.
«Σε κάποιους αυτό ίσως φάνταζε σαν βήμα προς τα πίσω, αλλά για εμάς ήταν μια πρόκληση που θέλαμε να κατακτήσουμε», είχε εξηγήσει ο Lindberg. «Στόχος μας ήταν να γίνουμε πιο άμεσοι, πιο ωμοί, πιο βίαιοι, χωρίς περιττό βάρος να θολώνει την πρόθεση. Το “Terminal Spirit Disease” άνοιξε την πόρτα. Ήταν το έμβρυο, και το “Slaughter of the Soul” η πλήρης, αιχμηρή του εξέλιξη».
Το να αποκαλέσει κανείς το “Slaughter of the Soul” μια απλή ανάσα φρέσκου αέρα, μοιάζει, ειδικά σήμερα, σχεδόν άδικο. Η επίδρασή του ξεπέρασε κατά πολύ τον ρόλο ενός ακόμη επιδραστικού δίσκου. Και δεν είναι τυχαίο ότι συγκροτήματα όπως οι Killswitch Engage, Trivium, Lamb of God, The Black Dahlia Murder, Darkest Hour, Arch Enemy και Gatecreeper μιλούν για αυτόν σαν την πυξίδα που τους έδειξε τον δρόμο. Βέβαια, με τον Lindberg να μην είναι πια εδώ, αυτές οι αναφορές αποκτούν μία γλυκόπικρη γεύση.
Η σημασία του “Slaughter of the Soul” μπορεί να γίνει διακριτή και την πορεία των At the Gates. Η μπάντα διαλύθηκε μόλις ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του, φανερά κουρασμένη από τις ολοένα και πιο αδιάκοπες ζωντανές περιοδείες που έφερε το άλμπουμ.
Το Slaughter of the Soul κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1995 και γρήγορα κέρδισε οπαδούς και κριτικούς παγκοσμίως. «Θυμάμαι ότι υπήρχε ένας τεράστιος θόρυβος για το άλμπουμ», περιγράφει ο Lindberg. «Πουλούσε πολύ καλά, τουλάχιστον σε σύγκριση με ό,τι είχαμε κάνει στο παρελθόν. Και τα πράγματα πήγαιναν τόσο καλά. Περιοδεύσαμε στη Βρετανία, την Ευρώπη και την Αμερική και ήμασταν έτοιμοι για τον επόμενο δίσκο».
Και τότε ήρθε η στιγμή που ο Anders ανακοίνωσε πως αποχωρεί, αιφνιδιάζοντας τους πάντες. «Δεν άντεξε την πίεση, τόσο απλά», είχε πει ο Lindberg. «Προσπαθήσαμε να του αλλάξουμε γνώμη, αλλά δεν γινόταν. Η επιτυχία του άλμπουμ μάς ανέβασε επίπεδο, αλλά μας έφερε και ένα βουνό από βάρος. Ήρθαν όλα μαζί: πέντε περιοδείες στη σειρά, τρελή προσοχή από παντού, κι από πάνω η Earache να μας πιέζει να μπούμε ξανά στο στούντιο. Κάπου εκεί έσπασε».
«Αν το δούμε ψύχραιμα, ίσως έπρεπε απλώς να τον αντικαταστήσουμε και να συνεχίσουμε. Αλλά ήμασταν παιδιά. Εγώ, ο μεγαλύτερος, ήμουν 23 χρονών», είχε πει γελώντας με μια πικρία που σήμερα ακούγεται αλλιώς. «Και ο Anders είχε γράψει τόσο μεγάλο κομμάτι της μουσικής μας, που να συνεχίσουμε χωρίς αυτόν… θα ήταν απλώς λάθος».
Και έτσι, εκεί που κανείς δεν το περίμενε, μόλις δέκα μήνες μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, οι At the Gates πάτησαν “pause”. Όχι με έκρηξη, ούτε με καβγάδες, απλώς έβγαλαν την πρίζα. «Μερικές φορές το σκέφτομαι και λέω ότι ίσως αυτή η απόφαση να με βαραίνει λίγο», είχε παραδεχτεί ο Lindberg. «Γιατί, ναι… ήμασταν σε τροχιά για κάτι ακόμη μεγαλύτερο»,
Το “Slaughter of the Soul” τους εκτόξευσε και το “Blinded by Fear” βρέθηκε να παίζει σταθερά στο MTV της Αμερικής, “φωτογραφία” μιας εποχής που το extreme metal κατάφερνε, έστω για λίγο, να μπει στη mainstream πραγματικότητα. Μάλιστα, το 1996, οι At the Gates έφτασαν μέχρι και στα Σουηδικά Grammis, υποψήφιοι, διεκδικώντας μια θέση που πριν από λίγα χρόνια θα έμοιαζε αδιανόητη για μια death metal μπάντα.
Οι At the Gates επέστρεψαν για πρώτη φορά στα τέλη των 00s, για μια εμφάνιση στο Wacken, για να παίξουν ζωντανά και ολόκληρο το “Slaughter of the Soul”. Ήταν ένα «μια κι έξω», περισσότερο μια στιγμία ανάφλεξη παρά επανεκκίνηση. Η πραγματική επιστροφή ήρθε σχεδόν δέκα χρόνια μετά, στις αρχές της δεκαετίας του 2010, όταν η μπάντα ανακοίνωσε πια την οριστική της επαναδραστηριοποίηση. Ακολούθησαν τρία άλμπουμ, αντάξια της κληρονομιάς τους, όμως – όσο κι αν γράφτηκαν εξαιρετικές σελίδες μετά – η κορυφή τους παραμένει εκεί: στο “Slaughter of the Soul”, το σημείο όπου όλα ευθυγραμμίστηκαν και τίποτα δεν ξεπεράστηκε ποτέ. Και σήμερα, ξέροντας πως ο Tompa δεν είναι πια εδώ, κάθε ακρόαση μοιάζει λίγο με υπόσχεση ότι το όνομά του δεν θα ξεχαστεί ποτέ.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Artist: At the Gates
Album: Slaughter of the Soul
Label: Earache Records
Release Date: 14/11/1995
Genre: Melodic death metal
1. Blinded by Fear
2. Slaughter of the Soul
3. Cold
4. Under a Serpent Sun
5. Into the Dead Sky
6. Suicide Nation
7. World of Lies
8. Unto Others
9. Nausea
10. Need
11. The Flames of the End
Producer: Fredrik Nordström
At the Gates: Tomas Lindberg (Φωνή), Anders Björler (Κιθάρα), Jonas Björler (Μπάσο), Adrian Erlandsson (Τύμπανα), Martin Larsson (Κιθάρα)
At the Gates (OW) | Bandcamp | Deezer | Facebook | Instagram | SoundCloud | Spotify | Tidal | Twitter | YouTube
