Μέχρι το 1983, οι Misfits είχαν κυκλοφορήσει αρκετά singles και δύο άλμπουμ. Αρκετά για να τους χαρίσουν ένα cult status και πιστό κοινό. Πίσω από κάθε νότα της μπάντας βρισκόταν ο ηγέτης της, ο Glenn Danzig. Η εξάρτηση του σχήματος από τον Danzig ήταν τόσο έντονη που στους δύο πρώτους δίσκους τους – τότε οι μοναδικοί – όλα τα συνθετικά credits ήταν αποκλειστικά δικά του. Τον Οκτώβριο του ’83, ο Glenn αποφάσισε να διαλύσει την μπάντα λόγω προσωπικών και επαγγελματικών διαφορών. Αργότερα εξήγησε: «Ήταν δύσκολο για μένα να συνεργαστώ με τους υπόλοιπους. Δεν έδειχναν πρόθυμοι να κάνουν τις απαραίτητες θυσίες για να εξελιχθούμε. Ήθελα να προχωρήσουμε μπροστά, αλλά εκείνοι δεν είχαν τον ίδιο στόχο».
Οι Misfits είχαν ταυτιστεί με το horror στη μουσική, και φυσικά με το punk. Αυτή η εικόνα έκανε τον Danzig να νιώθει δημιουργικά εγκλωβισμένος. Παρά την επιτυχία του συγκροτήματος, ήθελε να δοκιμάσει πιο «βαθιά πράγματα», όπως έχει δηλώσει ο ίδιος. Αυτή η επιθυμία ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με το όραμα των αδερφών Caiafa, ειδικά με τον Jerry Only. Οι εντάσεις στην μπάντα κλιμακώθηκαν και έγιναν καθημερινές, οδηγώντας σε μια άκρως ταραχώδη περιοδεία. Σε αυτήν την περίοδο, φαίνεται πως ήρθε και η στιγμή που ο Danzig αποφάσισε να αποχωρήσει. Βάζοντας ουσιαστικά τέλος στους Misfits, μέχρι την ανασυγκρότησή τους χρόνια αργότερα χωρίς τον ίδιο.
Μετά την αποχώρησή του από τους Misfits, ο Danzig δημιούργησε τους Samhain το 1983. Αυτό το project λειτούργησε ως μεταβατικό στάδιο μεταξύ του horror punk των Misfits και του πιο σκοτεινού, βαρύτερου ήχου που θα ανέπτυσσε με τους Danzig. Οι Samhain ενσωμάτωσαν στοιχεία goth rock, death rock και heavy metal, αντανακλώντας τις διευρυνόμενες μουσικές επιρροές του Danzig. Η μπάντα ήταν πιο σκοτεινή, τόσο στιχουργικά όσο και μουσικά, σε σύγκριση με τους Misfits, εμβαθύνοντας σε θέματα αποκρυφισμού και μυστικισμού.
Το μινιμαλιστικό στυλ παραγωγής του Rubin ταίριαζε απόλυτα με το όραμα του Danzig
Ωστόσο, οι Samhain ήταν απλώς ένα μεταβατικό στάδιο. Η δουλειά του Danzig με το νέο σχήμα τράβηξε την προσοχή του Rick Rubin, επιδραστικού παραγωγού και συνιδρυτή της Def Jam Recordings. Ο Rubin διέκρινε στον Danzig τη δυνατότητα να δημιουργήσει κάτι ακόμα πιο ισχυρό. Τον έπεισε να αφήσει πίσω τους Samhain και να σχηματίσει μια νέα μπάντα με το όνομά του. Στόχος του να πραγματοποιήσει πλήρως το όραμά του χωρίς τις αγκιστρώσεις του μουσικού του παρελθόντος.
Μια ζεστή νύχτα του Ιουλίου του 1986, ο Danzig μόλις έχει κατέβει από τη σκηνή του Ritz, όπου έπαιζε στο πλαίσιο του New Music Seminar. Εκεί, στα παρασκήνια, είδε έναν τύπο και σκέφτηκε, «Ποιος στο διάολο είναι αυτός ο τύπος με ZZ Top μούσι και τι δουλειά έχει στα παρασκήνια;»
Ο Rubin είχε βρεθεί στο Ritz για να βρει νέα ταλέντα, στο ίδιο σημείο όπου τον προηγούμενο χρόνο είχε ανακαλύψει τους Slayer. Είδε τεράστιες δυνατότητες στον Danzig και προσφέρθηκε να τον υπογράψει. Έθεσε, όμως, μια απαραίτητη προϋπόθεση: «να καθαρίσει το σπίτι του». «Δε θέλω κανέναν από τους παλιούς», θυμάται ο Danzig να λέει ο Rubin. Στα αυτιά του Rubin, «ο Eerie, ο μπασίστας μας, δεν έπαιζε καλά και ο Steve Zing ήταν ανεπαρκής drummer». Τα ενδιαφέροντά του ήταν σαφή και συγκεκριμένα, και ξεκαθάρισε αμέσως κάτι στον Danzig: «Ποτέ δεν μου άρεσαν οι Misfits».
Ο Danzig ενδιαφέρθηκε για την πρόταση του Rubin, αλλά είχε και αυτός τους όρους του. Αρχικά, ξεκαθάρισε ότι ο Eerie Von θα παρέμενε ως μπασίστας και πως, αν άλλαζαν drummer, αυτό θα γινόταν μόνο για τον Chuck Biscuits (D.O.A., Black Flag), τον οποίο ο Rick Rubin έπρεπε να πείσει. Ο Rubin αποδέχθηκε και τα δύο αιτήματα, αλλά τα δικά του θέλω δεν είχαν τελειώσει. Ήθελε, και τελικά κατάφερε, να απολυθεί ο κιθαρίστας Pete “Damien” Marshall, τον οποίο αντικατέστησε ο John Christ.
Ήταν μια σκόπιμη απομάκρυνση από τη χαοτική ενέργεια των Misfits και το πειραματικό σκοτάδι των Samhain
Οι ηχογραφήσεις του άλμπουμ “Danzig” ξεκίνησαν το 1987, με τον Rubin στο τιμόνι ως παραγωγό. Το μινιμαλιστικό στυλ παραγωγής του Rubin ταίριαζε απόλυτα με το όραμα του Danzig. Απογύμνωσε τον ήχο, δίνοντας έμφαση στη δύναμη των βαθιών φωνητικών του Danzig και στη μελαγχολική, blues κιθάρα του John Christ. Ταυτόχρονα, το rhythm section παρείχε σταθερή βάση για τον ήχο της μπάντας, συνδυάζοντας την επιθετικότητα του punk με τη στιβαρότητα του heavy metal.
Η επιρροή του Rubin επεκτάθηκε πέρα από την παραγωγή. Βοήθησε τους Danzig να δημιουργήσουν έναν ήχο, ταυτόχρονα πρωτόγονο και γυαλισμένο, ωμό αλλά και προσιτό. Το άλμπουμ ήταν σκληρό και απειλητικό, με βαριά, μπλουζάτα riffs, δυσοίωνες μπασογραμμές και στοιχειωμένα φωνητικά από τον Danzig. Ήταν μια σκόπιμη απομάκρυνση από τη χαοτική ενέργεια των Misfits και το πειραματικό σκοτάδι των Samhain. Ο ήχος αυτός ανήκε αποκλειστικά στον Danzig: ένα κράμα κλασικού ροκ, μπλουζ και μέταλ, με σκοτεινή, απόκρυφη πλευρά.
Όταν ρωτήθηκε για τη διαφορά μεταξύ των Danzig και των Misfits, ο Danzig απάντησε: «Δεν νομίζω ότι πολλοί κατάλαβαν τι έκανα στους Misfits. Ούτε καν τα παιδιά στο συγκρότημα δεν το κατάλαβαν. Ακόμα δεν το καταλαβαίνουν. Τους μισώ αυτούς τους τύπους. Δεν τους αντέχω. Οι Misfits δε διαλύθηκαν με καλούς όρους. Έκοψα τον εαυτό μου γιατί ήταν αδιέξοδο. Με κρατούσαν πίσω. Πάντα πίστευα ότι η φαντασίωση είναι: πόσο μακριά μπορεί να φτάσει το μυαλό σου; Μην συμβιβάζεσαι με τίποτα όταν μπορείς να έχεις τα πάντα. Έτσι είναι η ζωή μου. Γιατί να βάζεις στόχο το δέκα όταν μπορείς να βάλεις στόχο το ένα εκατομμύριο, το ένα δισεκατομμύριο, το ένα τρισεκατομμύριο;»
Το “Danzig” ήταν κάτι περισσότερο από ένα απλό ντεμπούτο άλμπουμ- ήταν μια δήλωση προθέσεων
Το “Danzig” ανοίγει με το επιβλητικό “Twist of Cain”. Ένα σκοτεινό mid-tempo κομμάτι που καθορίζει τον τόνο για ολόκληρο το άλμπουμ. Με ένα βαρύ riff και τα επιβλητικά φωνητικά του Glenn Danzig, το τραγούδι μάς εισάγει σε έναν κόσμο καταδίκης. Το επόμενο “Not of This World” συνεχίζει το ίδιο δυναμικά, με τους στίχους να αντικατοπτρίζουν θέματα απομόνωσης και υπερφυσικού. Ο δίσκος παρουσιάζει τη γοητεία του Danzig για τον αποκρυφισμό και τον σκοτεινό ρομαντισμό, δημιουργώντας μια απόκοσμη ατμόσφαιρα που διαπερνά όλα τα κομμάτια.
Το πιο διάσημο κομμάτι του άλμπουμ, το “Mother”, αποτελεί τον πυρήνα του “Danzig”. Με το χαρακτηριστικό bluesy riff και τη δυναμική φωνητική ερμηνεία, το τραγούδι εξελίχθηκε σε anthme. Οι προκλητικοί στίχοι και η επιτυχία του βίντεο στο MTV, που έκανε το συγκρότημα γνωστό σε ευρύτερο κοινό, συνέβαλαν στη διαχρονικότητά του. Ο Danzig έγραψε το “Mother” ως απάντηση στο Parents Music Resource Center της Tipper Gore. Μια επίθεση στην προσπάθεια λογοκρισίας της μουσικής στα τέλη της δεκαετίας του ’80, που κατέστησε το τραγούδι ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του.
Στο σύνολό του, το άλμπουμ αναδεικνύει την ωμή δύναμη των Danzig, με τραγούδια όπως το “She Rides” και το “Soul on Fire” να ξεχωρίζουν για τον σκοτεινό αισθησιασμό και την ένταση τους. Η φωνή του Danzig, βαθιά και επιβλητική, συνδυάζεται άψογα με τις λιτές ενορχηστρώσεις του Rick Rubin, δημιουργώντας έναν δίσκο γεμάτο απειλή και μυστήριο.
Το άλμπουμ σηματοδότησε επίσης μια σημαντική απομάκρυνση από τη δουλειά του Danzig με τους Misfits
Το “Danzig” ήταν κάτι περισσότερο από ένα απλό ντεμπούτο άλμπουμ- ήταν μια δήλωση προθέσεων. Σηματοδότησε την άφιξη του Danzig ως σόλο καλλιτέχνη και μια υπολογίσιμη δύναμη στη σκηνή. Η επιτυχία του άλμπουμ έχτισε την εικόνα του Danzig ως σκοτεινό είδωλο, μια περσόνα που αντλούσε στοιχεία από το gothic και τον αποκρυφισμό, αλλά μουσικά πατούσε στα blues και το rock.
Επίσης, σηματοδότησε μια σημαντική απομάκρυνση από τη δουλειά του Danzig με τους Misfits. Εκεί που οι Misfits ήταν θρασείς και γρήγοροι, οι “Danzig” ήταν μελαγχολικοί και μεθοδικοί. Η horror-punk αισθητική των Misfits αντικαταστάθηκε από ένα πιο ώριμο, απόκρυφο όραμα που αντλούσε από ένα ευρύτερο φάσμα επιρροών, από τα blues μέχρι το heavy metal. Αυτή η αλλαγή στο ύφος, όχι μόνο διέκρινε τον Danzig από την προηγούμενη μπάντα του, αλλά του επέτρεψε επίσης να προσεγγίσει ένα ευρύτερο κοινό.