Dark Tranquillity – Η αιώνια άβυσσος μίας σκοτεινής ηρεμίας
Αν ο τίτλος σας φαίνεται γνωστός, δε λαθεύετε. Aποτελεί παράφραση της ταινίας του Γάλλου σκηνοθέτη Michel Gondry με πρωταγωνιστή τον Jim Carrey, “Η Αιωνία Λιακάδα ενός Καθαρού Μυαλού”. Στην ταινία, ο πρωταγωνιστής μας Joel σβήνει από τη μνήμη του την αγάπη του για την Clementine. Ωστόσο, παρά την προσπάθεια του, εκείνη, επανέρχεται στο μυαλό του. Θα μου πείτε, “πώς κολλάνε όλα τα παραπάνω με τους Dark Tranquillity;”. Θα σας εξηγήσω αμέσως.
Δεν είναι λίγες οι μπάντες της σκηνής του Γκέτεμποργκ που προσπάθησαν – επιτυχώς ή μη – να φύγουν από το ιδίωμα. Κάποιες, όπως In Flames, πράττοντάς το, είδαν τη φήμη τους να εκτοξεύεται. Άλλες, όπως oι Sentenced, να οδηγούνται προς τη λήθη – χωρίς απαραίτητα να φταίει η αλλαγή. (Καλά η αποχώρηση του Jarva ευθύνεται εν προκειμένω). Όμως, οι ήρωες του σημερινού μας παραλληλισμού, όσες φορές και αν έκαναν να παρεκκλίνουν της αρχικής τους αγάπης, πάντα στο τέλος αυτή επικρατούσε. Και αυτή τους αντάμειψε. Πώς; Με το να είναι συνολικά η καλύτερη τους είδους τους. Όλων των εποχών.
Για να ξετυλίξουμε το νήμα των Σουηδών θα πρέπει να πάμε πολύ πίσω στον χρόνο. Συγκεκριμένα στο 1989. Εκεί όπου οι κιθαρίστες Mikael Stanne και Niklas Sundin δημιουργούν το συγκρότημα Septic Broiler. O Niklas όταν θυμάται αυτήν τη διαδρομή αναφέρει: «Δημιουργήσαμε αυτήν την μπάντα ως παιδιά, και δεν το λέω ως σχήμα λόγου. Αφού το 1989 κανείς μας δεν είχε ενηλικιωθεί. Το πλάνο τότε ήταν να γράψουμε ένα demo. Ίσως να βγάζαμε και έναν δίσκο. Και ευχόμασταν, να παίξουμε έστω και μία συναυλία. Σήμερα (2016) έχοντας περάσει τα 2/3 της ζωής ως κύτταρα του οργανισμού που λέγεται Dark Tranquillity μου φαίνεται σαν ψέμα. Ειδικά αν σκεφτείς ότι παίζουμε ακραίο metal. Ένα είδος που ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα φανταχτερό.».
Ο ήχος τους ως Septic Broiler θα θυμίζει περισσότερο αυτόν του τευτονικού thrash metal. Στο demo του 1990 συναντάμε το πρώτο τους διασταύρωμα με τη λέξη Tranquillity, με το κομμάτι “A Void of Tranquillity”. Μερικούς μήνες αργότερα, η πεντάδα κυκλοφορεί ένα νέο demo το “Trail of Life Decayed”. Αυτή τη φορά, όμως, έχει νέο όνομα, Dark Tranquillity. Και η σύνθεση τους είναι: Anders Jivarp τύμπανα, Niklas Sundin κιθάρα, Martin Henriksson μπάσο, Mikael Stanne κιθάρα & Anders Fridén φωνή.
Οι Dark Tranquillity από τον δεύτερο κιόλας δίσκο τους, αρχίζουν να καθιερώνονται
Έχοντας πλέον σταθεροποιήσει το line up τους και καταλήξει σε όνομα, τον Μάιο του 1993 μπαίνουν στο Soundscape στούντιο του Γκέτεμποργκ για να ηχογραφήσουν τον πρώτο τους δίσκο. Έτσι, τον Αύγουστο του ίδιου έτους, από τη Φιλανδική Spinefarm Records κυκλοφορεί ο πρώτος τους δίσκος, το “Skydancer“. O ένας εκ των δύο βασικών συνθετών του album, ο Sundin (o Niklas μαζί με τον Stanne έχουν και τους στίχους, ενώ έτερος συνθέτης είναι ο Martin Henriksson) το περιγράφει ως εξής: “Το Skydancer είναι ένα πολύ περίεργο άλμπουμ. Δεν ξανάκαμε ποτέ κάτι τέτοιο. Τα περισσότερα κομμάτια αποτελούνται από 20+ riffs που δεν επαναλαμβάνονται ποτέ με τον ίδιο τρόπο. Επίσης, η ενσωμάτωση καθαρών φωνητικών & ακουστικών κιθάρων ήταν εξαιρετικά ανορθόδοξη για την εποχή του.”
Παρότι το “Skydancer” αντιμετωπίστηκε με θετικές κριτικές και άνοιξε την πόρτα στο συγκρότημα για μία πορεία και εκτός Σουηδίας, δεν ήταν όλα ιδανικά. Υπήρχαν δύο ζητήματα που έπρεπε να λυθούν. Το πρώτο ήταν πως η συνεργασία με τον Anders Fridén δεν ήταν η καλύτερη. Και επιπλέον, ο Mikael Stanne, κατά ομολογία του, δεν ήταν και ο καλύτερος κιθαρίστας.
Έτσι, το 1994 το συγκρότημα προχωρά στην εξής αναδιάταξη. Ο Stanne που παράλληλα με τους Dark Tranquillity εκτελούσε χρέη τραγουδιστή για τους In Flames και τους HammerFall, αναλαμβάνει χρέη τραγουδιστή. Στη θέση του ως κιθαρίστας, έρχεται ο πρόσφατα εκλιπών, Fredrik Johansson.
Με αυτήν τη σύνθεση το συγκρότημα, συνεργάζεται με τον παραγωγό Fredrik Nordström για τις ανάγκες του δεύτερου album του. Το αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας είναι ένα από τα καλύτερα albums του ιδιώματος. Φυσικά ο λόγος για το ένδοξο “The Gallery“. To νέο κιθαριστικό δίδυμο φαίνεται να λειτουργεί σαφώς καλύτερα από τον προκάτοχο του. Ενώ πλέον η σύνθεση έχει μοιραστεί σε όλη την μπάντα, εκτός του Stanne που όμως υπογραφεί το σύνολο των στίχων.
Οι DT αρχίζουν να απομακρύνονται από τον μέχρι τότε ήχο τους και να προσθέτουν πιο goth & σκοτεινά στοιχεία στον ήχο τους
H ιδιαιτερότητα του δίσκου φαίνεται στο ότι έκτοτε οι Σουηδοί δεν προσπάθησαν να συνδυάσουν δύναμη και πολυπλοκότητα σε ένα album. Τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που το έκαναν στο “The Gallery”. Το αποτέλεσμα αυτού του πειράματος είναι μερικά από τα γνωστότερα κομμάτια του σχήματος. Όπως το “Punish My Heaven”, “Lethe”, “Edenspring” αλλά και το ομώνυμο. Κατά μία έννοια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως φυσική συνέχεια του πρώτου album. Όμως, είναι τέτοια η φινέτσα με την οποία έχουν προσεγγίσει τη μουσική τους, που σε δυσκολεύει να βρεις τις ομοιότητες. Αν και δεδομένα υπάρχουν.
Διατηρώντας τη φόρα που έχουν, δύο χρόνια αργότερα, το 1997 κυκλοφορεί ο τρίτος δίσκος του συγκροτήματος που φέρει τον διττό τίτλο, “The Mind’s I”. O δίσκος «πάσχει από όλες τις ασθένειες» ενός album που έπεται ενός αριστουργήματος και που προλογίζει μία νέα εποχή για μία μπάντα. Οι DT αρχίζουν να απομακρύνονται από τον μέχρι τότε ήχο τους. Πιο goth & σκοτεινά στοιχεία κάνουν την εμφάνισή τους στον ήχο τους. Παρόλα αυτά, να πω και τον πόνο μου, θεωρώ ότι αδίκως προσπερνάται από τους οπαδούς της μπάντας. Και από την ίδια.
Στις παρυφές της νέας χιλιετίας, οι Dark Tranquillity κυκλοφορούν τον, κατά πολλούς, καλύτερό τους δίσκο, το “Projector“. Πριν όμως φτάσουμε στο album, συναντούμε ακόμα μία αλλαγή στα μέλη της μπάντας. Ο Fredrik Johansson γίνεται πατέρας και λόγω της οικονομικής αβεβαιότητας που υπήρχε εκείνη την εποχή στην μπάντα, αποφασίζει να φύγει και να επικεντρωθεί σε διαφορετικά πράγματα.
Ο Fredrik όμως προλαβαίνει να αφήσει σημαντική παρακαταθήκη. Θα συμβάλλει συνθετικά στα 8 από τα 10 συνολικά κομμάτια του δίσκου. Οι δύο πλευρές διακόπτουν την κοινή τους πορεία σε καλό κλίμα. Μάλιστα, παρά την επιθυμία του να αποχωρήσει, ο Johansson μπαίνει ξανά στο στούντιο για να ηχογραφήσει.
Το κενό του θα το συμπληρώσουν πάλι με εσωτερική αλλαγή, αφού ο Henriksson μετατίθεται στην κιθάρα. Παράλληλα τη θέση στο μπάσο, έρχεται να καλύψει ο Michael Nicklasson. Επίσης, λόγω της φύσης του album, το ότι δηλαδή περιέχει αρκετά πλήκτρα, οι Dark Tranquillity προσθέτουν και μόνιμο πληκτρά. Με τον Martin Brändström να είναι αυτός που αναλαμβάνει τον ρόλο.
Η συντριπτική πλειονότητα των κομματιών εδώ είναι εξαιρετική. Με την έναρξη κιόλας του δίσκου και το “FreeCard” ακούμε ένα μελαγχολικό πιάνο να μας καλωσορίζει. Επίσης ο Stanne αρχίζει να τραγουδάει καθαρά με τον τρόπο που όλοι γνωρίζουμε σήμερα. Μάλιστα, στο “Projector” ακούμε και μία μπαλάντα (το “Auctioned”) με πλήρη απουσία brutal φωνητικών. Άλλη μία πρωτοτυπία που ακούμε είναι το “Day to End”. Eισάγονται ηλεκτρονικά στοιχεία δεμένα με τον trademarked μπουκωμένο κιθαριστικό ήχο του Γκέτεμποργκ. Η ιδιαιτερότητα του ήχου των DT έχει αρχίσει να ξεδιπλώνεται.
Αποτέλεσμα αυτών είναι το κατ’ εμέ καλύτερο τους album, Damage Done
Μιλώντας για αυτές τις καινοτομίες, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό το άλμπουμ αντιπροσωπεύει μία μπάντα που έχει τη διάθεση, αλλά και την ικανότητα, να ξεφεύγει από την πεπατημένη. Κάθε τραγούδι είναι καλά μελετημένο. Διατηρεί τις Γκετεμποργκικές του ρίζες. Παράλληλα, διαθέτει στοιχεία που ταλαντεύονται ανάμεσα σε διάφορους πειραματισμούς.
Διατηρώντας την ίδια σύνθεση, το 2000 (για πρώτη φορά τόσο σύντομα) οι Dark Tranqullity κυκλοφορούν το πέμπτο τους album, το “Haven“. Αυτός δίσκος «νοσηλεύεται» στο ίδιο δωμάτιο με το “Mind’s I”, αφού και αυτός επί της ουσίας είναι μία κυκλοφορία-γέφυρα.
Του λείπει η ποικιλία που διέθετε ο προκάτοχος του, όμως, και εδώ ακούμε πως παρά την περαιτέρω εξερεύνηση των πειραματισμών του “Projector”, η πολλή μελωδία παραμένει αναλλοίωτο χαρακτηριστικό των Σουηδών. Μην ξεχνάμε φυσικά, ότι το επιθετικό riffing του Sundin συνδυάζεται για πρώτη φορά με πλήκτρα. Τα οποία δεν υπάρχουν ως συμπλήρωμα, αλλά αποτελούν σημαντικό κομμάτι της κυκλοφορίας.
Το 2002 τους βρίσκει πιο ώριμους να συνδυάσουν όλα τα στοιχεία που έχουν εισάγει στη δεκατριάχρονη τότε πορεία τους. Αποτέλεσμα αυτών είναι, το κατ’ εμέ καλύτερο τους album, “Damage Done“. Έχοντας ήδη μεταβεί σε μεγάλη δισκογραφική εταιρεία, αφού από το “Projector” βρίσκονταν στη Century Media και με τη χημεία τους με τον παραγωγό τους Fredrik Nordström να είναι πλέον δεδομένη, οι Dark Tranquillity προσθέτουν ένα ακόμα αριστούργημα στη συλλογή τους. Και προσφέρουν -ακόμα- ένα από τα καλύτερα albums που έχει να επιδείξει το melodeath.
Tο 2007 βρίσκει τους Dark Tranquillity με έναν δίσκο στις αποσκευές που εντός του ακούμε πολλές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της μπάντας
Θα μπορούσε κάποιος να το περιγράψει ως την ένωση όλων των θετικών στοιχείων των “Projector” και “Haven”. Το οποίο θα ήταν σχεδόν ακριβές, αφού πλέον έχουν βρει ακριβώς τη συνταγή για να παράγουν δίσκους που θα τους καθιστούν δυνατό να διατηρούν το melodeath τους ύφος, αλλά και να είναι εμπορικά επιτυχημένοι. Αυτό το τελευταίο είναι και το χαρακτηριστικό που έως και σήμερα τους διατηρεί ως τους αδιαμφισβητήτους ηγέτες της σκηνής τους.
Αν μου ζητούσε κάποιος να διαλέξω κομμάτι, θα μου ήταν πρακτικά αδύνατο. Kάθε τραγούδι του album έχει τη δική του ξεχωριστή υπόσταση. Επίσης, νομίζω ότι η ερμηνεία του Stanne είναι σεμιναριακή. Χωρίς καθαρά, δίχως goth επιρροές, αποτελούμενη μόνο από επιθετικότητα και μίσος. Eρμηνεία δημιουργημένη για να κάνει ζημιά. Τσεκάρει κάθε κουτάκι για χαρακτηριστεί σπουδαίος frontman. Κάτι τελευταίο για το DD. Ακούω πολλά χρόνια melodeath και γενικότερα μουσική, δεν μπορώ να ονοματίσω ούτε ένα album που να συνδυάζει καλύτερα τη μελωδία με την επιθετικότητα του death metal.
Μη σας ξεγελάει ο τίτλος. Tίποτα δεν ξεκίνησε το 2005 για τους Dark Tranquillity. Aναφορά σε στίχο του γνωστότερου κομματιού τους είναι. Με σταθερή τη σύνθεσή τους και έχοντας βρει τη συνταγή της επιτυχίας τους, οι Σουηδοί μετά από αλλεπάλληλες συναυλίες σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, ετοιμάζονται για το νέο τους δίσκο.
Ο Martin Brändström πλέον είναι έμπειρο μέλος της μπάντας και παρότι συνδράμει συνθετικά μόνο στα “The Endless Feed” και “Am I 1?”, o τρόπος με τον οποίο εντάσσει τα πλήκτρα στον δίσκο είναι αριστουργηματικός. Μη φανταστεί κάποιος ότι ακούγοντας το “Character” θα έρθει αντιμέτωπος με solos τύπου Jon Lord. Οι άξονες πάνω στους οποίους χρησιμοποιούνται είναι οι εξής. Α) Η λειτουργία τους ως ηχητικό χαλί στις κιθάρες προκειμένου να αναδειχθεί η συνδυασμένη με αγριότητα μελωδία που τις διέπει. Και Β) η δημιουργία μίας μοναδικής ατμόσφαιρας.
Με τον Sundin να σέρνει τον χορό, κιθαριστικά έχουμε ένα άρτιο album. Tο οποίο, αν θυμάμαι καλά, δεν έχει ούτε ένα solo. Αυτή η πρόταση μπορεί να σταθεί ως αρνητικό χαρακτηριστικό. Όμως, αν κάποιος είναι εξοικειωμένος με τη δουλειά των Σουηδών, θα συνειδητοποιήσει ότι ποτέ η μουσική τους δεν χαρακτηριζόταν από βιρτουόζικα solos. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, από solos γενικά. Τεχνικά για ακόμα μία φορά είναι αρτιότατοι, ενώ συνθετικά έχουμε μερικές εξαιρετικές εμπνεύσεις σαν αυτές που ακούμε στα “The New Build” και “Mind Matters“.
Μέσες άκρες αποδεικνύει ότι είναι ο καλύτερος τραγουδιστής στη melodeath σκηνή
Δύο χρόνια αργότερα, οι Σουηδοί επιστρέφουν δισκογραφικά και με κάνουν να αναθεωρήσω, αφού τελικά το “Fiction” είναι το αγαπημένο μου album τους. Πατώντας πάνω στη λογική του “Character” το 2007 βρίσκει τους Dark Tranquillity με έναν δίσκο στις αποσκευές που εντός του ακούμε πολλές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της μπάντας. Κομμάτια όπως τα “Misery’s Crown“, “The Lesser Faith“, “Icipher“, “Focus Shift“, “The Mundane and the Magic” και “Terminus (Where Death Is Most Alive)” γνωρίζουν αποθεωτική υποδοχή από το κοινό της μπάντας και συγχρόνως αρχίζουν να το γιγαντώνουν περαιτέρω. Προάγγελος ενός εκπληκτικού DVD που θα κυκλοφορούσαν.
Το όνομα του δίσκου μεταφράζεται σε φαντασία και παρερμηνεύοντας τον υπότιτλο του “Terminus” θα μπορούσαμε να χωρέσουμε την περιγραφή του σε μία φράση. “Εκεί που η φαντασία είναι πιο πραγματική από ποτέ”. Αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει είναι το γεγονός ότι όλα τα στοιχεία της μακράς μέχρι τότε πορείας του συγκροτήματος – μιλάμε για την 8η κυκλοφορία τους – έχουν τοποθετηθεί στον δίσκο ακριβώς όσο πρέπει. Άλλωστε, η γαλήνη είναι συνώνυμο της ισορροπίας.
Tο 2013, οι Dark Tranquillity φτάνουν τον διψήφιο αριθμό κυκλοφοριών
Φυσικά, παρότι μιλάμε για έναν αψεγάδιαστο δίσκο που για να βγει θα έπρεπε όλα να έχουν λειτουργήσει τέλεια, δε γίνεται να μη γίνει ειδική μνεία στον frontman και ηγέτη του συγκροτήματος, Mikael Stanne. Μέσες άκρες αποδεικνύει ότι είναι ο καλύτερος τραγουδιστής στη melodeath σκηνή. Και ένας από τους καλύτερους στο γενικότερο ακραίο χώρο. Καταφέρνει κάθε λέξη του να γίνεται εύκολα κατανοητή χωρίς να θυσιάζει την επιθετικότητα των φωνητικών. Επίσης, πετυχαίνει κάτι που μόνο μεγάλοι ερμηνευτές έχουν κατορθώσει στο παρελθόν. Ενώνει τα αναρίθμητα στοιχεία του δίσκου και τα παρουσιάζει «καλύτερα» από ό,τι είναι.
To “Fiction” αποτελεί το ύστατο κεφάλαιο για τον Michael Nicklasson και την τελευταία πράξη των Σουηδών στο “Studio Fredman”. Τη θέση του Michael έρχεται να πάρει ο Daniel Antonsson (ex-Soilwork). Ο Daniel βρισκόταν ήδη στους DT ως touring μέλος και πλέον “προβιβάζεται” σε μόνιμο. Η αλλαγή όμως που θα στοιχίσει στους Dark Tranquillity είναι αυτή του παραγωγού, αφού πλέον στο booth βρίσκουμε τον Δανό Tue Madsen.
Έτσι, στις 24 Φεβρουαρίου του 2010 κυκλοφορεί η 9η δουλειά της μπάντας με τον τίτλο, “We Are The Void”. Σε μία πρώτη ακρόαση ακούγεται σαν ένας φτωχότερος συγγενής του “Character”. Αν αναλογιστούμε ότι ένα από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου, το “Iridium” έχει γραφτεί στα ‘90s, καταλαβαίνουμε οι DT δε βρίσκονται στην καλύτερη τους περίοδο.
Όμως χάρη στο “Iridium” ξεδιπλώνεται ακόμα ένα ταλέντο του Niklas Sundin. Αυτό των visual effects. O Niklas ήταν πάντα υπεύθυνος για οτιδήποτε αφορούσε την εικαστική προσέγγιση του σχήματος. Από τον σχεδιασμό του merch μέχρι τα visuals που συνοδεύουν το συγκρότημα στις εμφανίσεις του. Το εν λόγω video, όμως, σηματοδοτεί την παρθενική του σκηνοθετική απόπειρα για την μπάντα. Ο Stanne όταν κλήθηκε να σχολιάσει το αποτέλεσμα, το χαρακτήρισε ως «συμπυκνωμένο δείγμα της παραφροσύνης και της ιδιοφυΐας που χαρακτηρίζει τον Niklas.».
To 2020 ο Niklas Sundin ανακοινώνει την αποχώρησή του από την μπάντα
Εννέα χρόνια πριν, το 2013, οι Dark Tranquillity φτάνουν τον διψήφιο αριθμό κυκλοφοριών. Ο Daniel Antonsson δε θα μακροημερεύσει στην μπάντα και θα αποχωρήσει το ίδιο έτος. Τη θέση, σε επίπεδο studio θα καλύψει ο Martin Henriksson, ο οποίος επιστρέφει στο μπάσο μετά το “Projector”. Σε επίπεδο live, ο αδερφός του Peter Iwers των In Flames, Anders προσλαμβάνεται αρχικά ως touring member, πριν «προαχθεί» σε μόνιμο μέλος.
Στο “Construct” – περί ου ο λόγος – μοιάζει σαν η μπάντα να έχει μπει στον αυτόματο πιλότο. Ο κρυστάλλινος ήχος του, μπορεί να ξεγελάσει κάποιον (με τον Jens Bogren δεν έχεις και άλλη επιλογή είναι η αλήθεια), όμως, για πρώτη φορά οι DT μοιάζουν να έχουν στερέψει από ιδέες.
Συνολικά δε θα το χαρακτήριζα κακό album. Άλλωστε έχει μερικές εξαιρετικές στιγμές όπως τα “Uniformity”, “ What Only You Know” και “State of Trust”. Είναι εμφανής η προσπάθειά τους να παρουσιάσουν κάτι νέο, κάτι φρέσκο, ίσως και πιο απλό. Η οποία δεν στέφεται και με τόσο μεγάλη επιτυχία.
Τρία χρόνια αργότερα, το 2016, οι Dark Tranquillity μπαίνουν στο studio για ηχογραφήσουν το 11ο τους album και για πρώτη φορά χωρίς τον Hans Martin Knut Henriksson στη σύνθεση τους. Ο Martin, μετά από 26 χρόνια κοινής πορείας με το συγκρότημα, αποφασίζει λόγω «της έλλειψης πάθους για τη μουσική» να αποχωρήσει.
Πλέον, μοναδικό μέλος από την ίδρυση τους είναι ο Mikael Stanne
Η συνθετική του απουσία στο “Atoma” είναι εμφανής. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο δίσκος είναι η διαφορά ποιότητας ανάμεσα στα κομμάτια του. Για παράδειγμα, το “Forward Momentum” είναι από τα καλύτερα κομμάτια της σταδιοδρομίας τους. Από την άλλη, τα “Our Proof of Life” και “Clearing Skies” αμφιβάλλω αν τα θυμούνται και οι ίδιοι σήμερα.
Δεν ξέρω αν θα χαρακτήριζα καλό ή κακό το “Atoma”. Για μία μπάντα όμως που είναι τριάντα χρόνια στο δρόμο και εξακολουθεί να δείχνει καρδιά & πάθος στις κυκλοφορίες της, θα το έλεγα τίμιο. Το σημαντικότερο από όλα, είναι ότι ήταν μία ένεση αδρεναλίνης στο σώμα των Dark Tranquillity.
Στις 22 Μαρτίου του 2020 – και όσοι έχετε διαβάσει το κείμενο έχετε καταλάβει πόσο με πόνεσε αυτή η εξέλιξη – ο Niklas Sundin ανακοινώνει την αποχώρηση του από την μπάντα. Στη δήλωση του θα αναφέρει ότι παρά το γεγονός πως παραιτείται από μουσικός των DT, δε θα εγκαταλείψει πλήρως την μπάντα και θα συνεχίσει να κάνει αυτό που πάντα απολάμβανε περισσότερο. Να επιμελείται το εικαστικό κομμάτι.
Οχτώ μήνες αργότερα, η επόμενη δουλειά των Σουηδών κυκλοφορεί υπό την επωνυμία, “Moment”. Κρίνοντας αντικειμενικά, η παραγωγή του Martin Brändström, η ποιότητα των συνθέσεων του συγκροτήματος, οι στίχοι του Stanne ακόμα και το artwork του Sundin, όλα βρίσκονται σε κορυφαίο επίπεδο.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι επιφυλάσσει το μέλλον στους DT. Αυτό που είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε είναι ότι η παρουσία του Stanne είναι αρκετή για να τους κρατά ζωντανούς
Ένα χρόνο αργότερα από την κυκλοφορία του, αποχωρούν από την μπάντα οι δύο Anders. O Jivarp και ο Iwers. Αυτό σηματοδοτεί και την «προαγωγή» του Stanne στο μοναδικό «εν DT» founding member της μπάντας. Επομένως, την Πέμπτη στη χώρα μας θα δούμε ένα line up που όμοιο του δεν έχουμε ξανακούσει. Μη σας αγχώνει, γιατί αυτοί που θα συνοδέψουν τους Stanne & Brändström, είναι στην κιθάρα, ο «πολύς» Christopher Amott (ex-Arch Enemy), στα τύμπανα, ο Joakim Strandberg-Nilsson των In Mourning, στην έτερη κιθάρα ο Johan Reinholdz, αυτός που έχει συνθέσει σχεδόν όλο το Moment και στο μπάσο ο Christian Jansson.
Υπάρχει και κάτι ακόμα. Έχοντας δει τους Dark Tranquillity τρεις φορές μέχρι τώρα, με διάφορα line up, μπορώ να πω με ασφάλεια δύο πράγματα. Α) Είναι από αυτές τις μπάντες που το επίπεδό τους είναι τόσο υψηλό που, ακόμα και στην «κακή» τους ημέρα, η απόδοσή τους είναι εμπειρία ζωής. Β) Όσο υπάρχει ο Mikael Stanne στο μικρόφωνο (δεν είναι ίδιος με τον Tony Curran;) δε χρειάζεται να μας αγχώνει τίποτα αναφορικά με το μέλλον της μπάντας. Απολύτως τίποτα.