Iron Maiden: Fear of the Dark | Ένα άλμπουμ ανάμεσα σε δύο εποχές
Το “Fear of the Dark” κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1992,με τους Iron Maiden να βρίσκονται σε δύσκολη φάση και να αναζητούν κατεύθυνση. Το άλμπουμ ήρθε μετά τη χλιαρή υποδοχή του “No Prayer for the Dying”, το οποίο ο Bruce Dickinson περιέγραψε ως «βήμα προς τα πίσω». Ο Steve Harris, πιο συγκρατημένος, σημείωσε: «Το άλμπουμ εξέπληξε αρκετούς, αλλά έχει μερικά καλά στοιχεία». Η ένταση στο συγκρότημα μεγάλωνε και η περίοδος που ακολούθησε αποδείχθηκε η πιο ταραχώδης της πορείας τους.
Από την κορυφή στην κρίση
Για να καταλάβει κανείς τι σήμαινε το “Fear of the Dark”, πρέπει να γυρίσει μερικά χρόνια πίσω. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, οι Iron Maiden βρίσκονταν στο απόγειο της πορείας τους. Με το “Seventh Son of a Seventh Son” έκαναν ένα σημαντικό άλμα, τόσο μουσικά όσο και σε επίπεδο παραγωγής. Παράλληλα, το μουσικό τοπίο άρχισε να μεταβάλλεται με ταχείς ρυθμούς. Η grunge εξαπλωνόταν, ενώ το “Nevermind” των Nirvana ετοιμαζόταν να ανατρέψει τα δεδομένα στο ροκ. Οι Metallica είχαν ήδη μειώσει την ένταση του thrash, αναζητώντας πρόσβαση σε ευρύτερο ακροατήριο. Μέσα σε αυτή τη νέα συνθήκη, οι Iron Maiden — με τα σύνθετα τραγούδια και τις φανταστικές θεματολογίες — έμοιαζαν ξαφνικά ξεπερασμένοι.
Η απάντηση των Iron Maiden ήταν το “No Prayer for the Dying”, ηχογραφημένο σε έναν αχυρώνα, χωρίς τα σύνθετα στοιχεία που χαρακτήριζαν τις προηγούμενες δουλειές τους. Ο ήχος ήταν πιο άμεσος και λιτός, αλλά η γενική αίσθηση δεν άφησε ιδιαίτερο αποτύπωμα. Ο Adrian Smith αποχώρησε πριν ξεκινήσουν οι ηχογραφήσεις, απογοητευμένος από την κατεύθυνση που έπαιρνε η μπάντα. Στη θέση του ήρθε ο Janick Gers, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον Bruce Dickinson στο προσωπικό του πρότζεκτ. Έφερε ενέργεια και ζωντάνια, χωρίς όμως τη μελωδική ακρίβεια του Smith.
«Ο Janick έχει τόση ενέργεια που τη μεταδίδει», είπε αργότερα ο Dave Murray. «Υπάρχει περισσότερη αλληλεπίδραση μεταξύ μας στη σκηνή». Ο Steve Harris συμπλήρωσε: «Ο Janick έφερε το πνεύμα που είχαμε ανάγκη εκείνη την περίοδο». Οι κριτικές ήταν διχασμένες, αν και ο δίσκος ανέβηκε στα charts. Παρόλα αυτά, κάτι δεν λειτουργούσε. Η παρουσία του Bruce Dickinson στη σκηνή έδειχνε εξαντλημένη. Ο Steve Harris είχε αρχίσει να ανησυχεί, όμως η πορεία της μπάντας συνεχιζόταν.
Το στοίχημα της επιστροφής
Όταν ξεκίνησαν να δουλεύουν στο “Fear of the Dark”, η ανάγκη τους ήταν σαφής. Ήθελαν ένα άλμπουμ που αποδείκνυε ότι οι Iron Maiden είχαν λόγο να συνεχίσουν, σε μια δεκαετία που άλλαζε γρήγορα και τους προσπερνούσε.
Η ηχογράφηση έγινε ξανά στα Barnyard Studios του Steve Harris, αυτή τη φορά με τον ίδιο να αναλαμβάνει την παραγωγή μαζί με τον Martin Birch. Η διαδικασία κράτησε περισσότερο και έγινε με μεγαλύτερη προσοχή. Το τελικό αποτέλεσμα είχε μεγαλύτερη ένταση σε σχέση με τον προηγούμενο δίσκο. Ο Martin Birch χαρακτήρισε τις ηχογραφήσεις «πιο συγκεντρωμένες και μεθοδικές». Ο Harris πρόσθεσε: «Πήραμε τον χρόνο μας. Μετά το προηγούμενο άλμπουμ, ξέραμε ότι έπρεπε να βγάλουμε κάτι πιο σφιχτό και δυναμικό».

Κομμάτια όπως το “Be Quick or Be Dead” ξεκινούν με ένταση και σχολιάζουν την επικαιρότητα. Η έμπνευση για το τραγούδι ήταν ο Robert Maxwell, ένας διαβόητος μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης. Ο Bruce εξήγησε: «Δεν θέλαμε να τραγουδάμε μόνο για φαντάσματα και ιστορία. Ο πραγματικός κόσμος ήταν ήδη αρκετά τρομακτικός». Ο Harris υπογράμμισε το ίδιο: «Ήταν η κατάλληλη στιγμή να γράψουμε για όσα συμβαίνουν γύρω μας. Το νιώθαμε αναγκαίο».
Το άλμπουμ είχε ένταση, αλλά και ποικιλία. Το “Afraid to Shoot Strangers” ήταν μια αντιπολεμική σύνθεση, βασισμένη στο ψυχολογικό βάρος ενός στρατιώτη στον Πόλεμο του Κόλπου. Το “Fear Is the Key” σχολίαζε την αδιαφορία απέναντι στην επιδημία του AIDS, με λόγια κοφτά και επικριτικά. Το “Wasting Love” ξεχώριζε με τον αργό ρυθμό και τη λιτή μελωδία του· θύμιζε μπαλάντα, χωρίς να στηρίζεται σε συναισθηματικά κλισέ. Αυτές οι επιλογές έδειχναν μια στροφή. Ο Bruce Dickinson είχε τονίσει ότι η μπάντα έπρεπε να εξελιχθεί για να παραμείνει ζωντανή. «Ο κόσμος αλλάζει πραγματικά», είπε. «Όχι λίγο, αλλά πολύ».
Ρωγμές πίσω από τη βιτρίνα
Κι όμως, παρά τη θεματική του φιλοδοξία, το Fear of the Dark δεν είχε συνοχή. Τραγούδια όπως τα “The Apparition” και “Weekend Warrior” έμοιαζαν με πρόχειρα γεμίσματα, στριμωγμένα σε ένα ήδη μακροσκελές άλμπουμ. Δεν υπήρξε συνεργασία στη σύνθεση ανάμεσα στον Harris και τον Dickinson — μια απουσία που φανέρωνε τις ολοένα και μεγαλύτερες ρωγμές στο εσωτερικό της μπάντας.
Παρότι το “Fear of the Dark” είχε φιλόδοξες θεματικές, δεν έδινε πάντα την αίσθηση ενός ενιαίου δίσκου. Τραγούδια όπως τα “The Apparition” και “Weekend Warrior” έμοιαζαν να έχουν προστεθεί απλώς για να γεμίσει η διάρκεια. Η απουσία συνεργασίας στη σύνθεση μεταξύ Harris και Dickinson φανέρωνε μια απόσταση που μεγάλωνε στο εσωτερικό της μπάντας.
Ακόμη και τα οπτικά στοιχεία του άλμπουμ έδειχναν μια αλλαγή κατεύθυνσης. Ο μάνατζερ Rod Smallwood ήθελε έναν Eddie που να ταιριάζει περισσότερο με το κλίμα της δεκαετίας του ’90. Ο Derek Riggs, που είχε δημιουργήσει όλες τις προηγούμενες εκδοχές του, αποχώρησε. Στη θέση του ήρθε ο Melvyn Grant. Η δική του εκδοχή παρουσίαζε έναν Eddie που θύμιζε τον Nosferatu και ξεπρόβαλλε από ένα δέντρο κάτω από το φως του φεγγαριού. Ήταν σκοτεινός, σύγχρονος και αμέσως αναγνωρίσιμος. Ίσως πρόκειται για την πιο επιτυχημένη προσπάθεια του άλμπουμ να συνδεθεί με την εποχή, κρατώντας κάτι από την ταυτότητα του παρελθόντος.
Το τέλος μιας εποχής
Όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ, οι οπαδοί αντέδρασαν θετικά. Έφτασε στο νούμερο 1 στο Ηνωμένο Βασίλειο και στο νούμερο 12 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις συναυλίες, το ομώνυμο τραγούδι εξελίχθηκε σε κομμάτι που τραγουδούσε ολόκληρο το κοινό, και μπήκε αμέσως στο live ρεπερτόριο της μπάντας. Η περιοδεία περιλάμβανε άλλη μία εμφάνιση ως headliner στο Donington, καθώς και την πρώτη ουσιαστική περιοδεία τους στη Νότια Αμερική. Εκεί, η υποδοχή του κοινού είχε σχεδόν τελετουργικό χαρακτήρα. Στα χαρτιά, όλα έμοιαζαν ιδανικά.
Στο παρασκήνιο, όμως, η κατάσταση άρχιζε να ξεφεύγει. Ο Bruce Dickinson παραδέχτηκε αργότερα: «Ένιωθα πως ανήκα σε έναν θεσμό και ότι θα τελείωνα εκεί, αν δεν έκανα κάτι». Ο Rod Smallwood επιβεβαίωσε την ένταση που υπήρχε: «Ξέραμε πως τα πράγματα δεν λειτουργούσαν σωστά, αλλά κανείς δεν περίμενε αυτό που θα συνέβαινε μετά».
Ο Bruce Dickinson είχε ήδη πάρει την απόφασή του. Την ώρα που το κοινό ύψωνε αναπτήρες στο “Fear of the Dark”, εκείνος σχεδίαζε την αποχώρησή του. Μετά το πρώτο σκέλος της περιοδείας, ταξίδεψε στο Λος Άντζελες για να δουλέψει πάνω στο νέο σόλο υλικό του. Εκεί, ξεφυλλίζοντας την LA Times, στάθηκε σε μια φράση του Henry James: «Κάθε πρόοδος είναι ένα άλμα στο άγνωστο». Αυτή η φράση τον ώθησε να πάρει την τελική του απόφαση.

Η ανακοίνωση τάραξε το συγκρότημα. Ο Harris αιφνιδιάστηκε και χρειάστηκε να καλέσει τα υπόλοιπα μέλη για να τους μεταφέρει την απόφαση του Dickinson. Η μπάντα ετοιμαζόταν για το επόμενο σκέλος της περιοδείας. Ο Dickinson συμφώνησε να παραμείνει, όμως οι μήνες που ακολούθησαν ήταν από τις πιο δύσκολες περιόδους στην ιστορία των Iron Maiden. Οι συναυλίες είχαν ένα βαρύ κλίμα, καθώς όλοι γνώριζαν ότι το τέλος πλησίαζε. Οι εντάσεις κορυφώθηκαν. Ο Harris κατηγόρησε τον Dickinson ότι δεν έδινε τον καλύτερό του εαυτό. Η αγανάκτηση του Nicko McBrain δεν άργησε να βγει προς τα έξω.
Η περιοδεία έκλεισε στα Pinewood Studios, με το συγκρότημα να γυρίζει ένα παράξενο τηλεοπτικό σόου για το MTV, με τίτλο “Raising Hell”. Ο Bruce είπε αργότερα: «Ήταν και συμβολικό και γελοίο. Ο Eddie με “εκτέλεσε” πάνω στη σκηνή — πώς αλλιώς θα τελείωνε; Ήταν μια μεταφορά που δεν χρειαζόταν εξήγηση». Το σόου συνδύαζε συναυλία με κόλπα μαγείας και κατέληγε στη σκηνοθετημένη «εκτέλεση» του Bruce. Το νόημα ήταν σαφές. Η ατμόσφαιρα όμως είχε βαρύνει πολύ πριν πέσει η αυλαία.
Όταν όλα τελείωσαν, οι Iron Maiden ήρθαν αντιμέτωποι με μια ψυχρή πραγματικότητα. Ο Bruce Dickinson είχε φύγει. O Martin Birch, ο άνθρωπος πίσω από τον ήχο τους για χρόνια, είχε αποσυρθεί αθόρυβα. Ο Blaze Bayley πήρε τη θέση του Bruce, όμως τίποτα δεν λειτούργησε. Τα “The X Factor” και “Virtual XI” απέτυχαν να πείσουν. Οι κριτικές ήταν σκληρές, οι πωλήσεις απογοητευτικές. Μια μπάντα που κάποτε έμοιαζε ανίκητη, τώρα πάλευε απλώς για να μείνει όρθια.
Μια παρακαταθήκη που επιμένει
Κοιτώντας πίσω, το “Fear of the Dark” φαίνεται σαν ένα περίεργο σημείο καμπής. Δεν μπήκε ποτέ στο ίδιο βάθρο με άλμπουμ όπως το “Powerslave” ή το “The Number of the Beast”. Ήταν άνισο, γεμάτο αντιθέσεις και ξεπερασμένες ιδέες δίπλα σε νέες προσπάθειες. Όμως υπήρξε κομβικό. Οι Iron Maiden βρίσκονταν σε φάση μετάβασης, προσπαθώντας να ισορροπήσουν ανάμεσα σε όσα ήξεραν καλά και σε όσα ήξεραν πως έρχονταν. Όπως είπε κάποτε ο Dave Murray, «Μπορεί να μην είναι το αγαπημένο όλων, αλλά μας χάρισε μία από τις πιο δυνατές ζωντανές στιγμές μας – και αυτό συνεχίζει να μετράει».
Κι όμως, όσο κι αν το “Fear of the Dark” θεωρείται δίσκος της μετάβασης, παραμένει σημείο αναφοράς. Μπορεί να μην ανέβηκε ποτέ στην κορυφή της δισκογραφίας των Iron Maiden, όμως λίγοι δίσκοι απέκτησαν τόσο ισχυρή ζωντανή δυναμική. Είναι από εκείνους που τραγουδιούνται ακόμη και σήμερα από χιλιάδες φωνές. Κι αν αυτό δεν θεωρείται κορυφή, τότε οι υπόλοιποι μπορούν μόνο να ονειρεύονται τέτοιες «δευτερεύουσες» στιγμές. Τα ρεφρέν του εξακολουθούν να ενώνουν στάδια, γενιές και εποχές. Και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Όπως δε θα αλλάξει ποτέ το ότι όλοι θυμόμαστε την πρώτη φορά που ακούσαμε ζωντανά την κραυγή «Fear of the daaark».