Πολλά μπορούμε να πούμε για τους Megadeth και τον Mustaine. Κάποια από αυτά θα είναι για τα πικρόχολα σχόλια, που κατά καιρούς έχει εκτοξεύσει. Τα περισσότερα, όμως, θα αφορούν στην επίδρασή τους στον μουσικό κόσμο, κάτι που πέτυχαν σε τόσο μεγάλο βαθμό, όσο λίγες μπάντες μπορούν να ισχυριστούν. Το 1986, λοιπόν, οι Megadeth κυκλοφορούν το δεύτερο δίσκο τους, τον σπουδαίο “Peace Sells… but Who‘s Buying?“.
Το “Peace Sells… but Who’s Buying?” αποτέλεσε τη δεύτερη κυκλοφορία των Megadeth, μετά το ντεμπούτο τους, το 1985, “Killing Is My Business… And Business Is Good“. Η μπάντα, με επικεφαλής τον «συναρπαστικό» Dave Mustaine, πάλευε να τα βγάλει πέρα στις πρώτες μέρες της καριέρας της. Ο Mustaine θυμάται μια εποχή, που ο ίδιος και ο David Ellefson ήταν ουσιαστικά άφραγκοι. Συχνά, έψαχναν για φαγητό και ένα μέρος για να κοιμηθούν. Αυτές οι απελπιστικές συνθήκες αποτέλεσαν το σκηνικό για την πρωτοποριακή δουλειά τους.
Η ίδια η γένεση των Megadeth προήλθε από μεγάλες αντιξοότητες. Η εκδίωξη του Mustaine από τους Metallica το 1983, λόγω των “υπερβολικών” του πάρτι, του άφησε μια διακαή επιθυμία να αποδείξει περισσότερα για τον εαυτό του. Ήθελε να δημιουργήσει μια μπάντα, που όχι μόνο θα ανταγωνιζόταν τους Metallica, αλλά και θα τους ξεπερνούσε σε ένταση και μουσική αρτιότητα.
Η σύνθεση των Megadeth, κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του άλμπουμ, περιελάμβανε τον κιθαρίστα, Chris Poland, και τον ντράμερ, Gar Samuelson, οι οποίοι έφεραν ένα μοναδικό μείγμα τεχνικής ικανότητας και προβλημάτων κατάχρησης ουσιών. Ο χρόνος της μπάντας στο στούντιο σημαδεύτηκε από σκληρή χρήση ναρκωτικών και διαπροσωπικές συγκρούσεις. Ωστόσο, αυτό το χάος συνέβαλε με κάποιον τρόπο στη δημιουργία ενός από τα σπουδαιότερα άλμπουμ του thrash metal.
Οι ώρες τους στο στούντιο ήταν ένα ξέφρενο μείγμα δημιουργικότητας και χάους. Η εμπνευσμένη από την τζαζ κιθάρα του Poland προσέθεσε ένα επίπεδο πολυπλοκότητας στον ήχο των Megadeth. Ενώ το drumming του Samuelson τους παρείχε μια φρενήρη ραχοκοκαλιά. Ωστόσο, οι συνήθειές τους άρχισαν να επισκιάζουν τα μουσικά τους ταλέντα, οδηγώντας σε τεταμένες στιγμές στο στούντιο.
Παρά το ταραχώδες περιβάλλον, η χημεία της μπάντας ήταν αναμφισβήτητη. Το κοινό τους πάθος για την υπέρβαση των ορίων του thrash metal, τους οδηγούσε μπροστά, ακόμα και όταν ο κόσμος γύρω τους έμοιαζε να καταρρέει.
Ο τίτλος του άλμπουμ, “Peace Sells… but Who’s Buying?” ήταν εμπνευσμένος από έναν τίτλο περιοδικού, που ο Mustaine πέτυχε τυχαία. Ήταν μια φράση, η οποία συμπύκνωνε την πρόθεση του Megadave να συγκρουστεί με το στερεότυπο, που ήθελε τους metalheads ως κάτι ανεγκέφαλους τύπους. Η επιθυμία του Mustaine ήταν να μεταδώσει την πολυπλοκότητα των οπαδών του metal, και αυτό τροφοδότησε τη δημιουργία του άλμπουμ.
Οι στίχοι του Mustaine για το “Peace Sells” και άλλα κομμάτια του άλμπουμ αντανακλούσαν τη δυσαρέσκειά του για το status quo. Ο στίχος «What do you mean I “don’t support your system?” I go to court when I have to.» βρήκε απήχηση σε κόσμο που ένιωθε περιθωριοποιημένος από την κοινωνία.
Το άλμπουμ ανοίγει με το έντονο κομμάτι “Wake Up Dead“, ένα τραγούδι που αφηγείται την ιστορία της απιστίας και του φόβου της ανακάλυψης. Οι προσωπικές εμπειρίες του Mustaine, συμπεριλαμβανομένου του αρραβώνα του με την Diana, χρησίμευσαν ως έμπνευση για αρκετά τραγούδια του άλμπουμ. Το “Wake Up Dead” ήταν μόνο ένα από τα πολλά κομμάτια, που αντλήθηκαν από την ταραχώδη προσωπική του ζωή.
Η στιχουργική προσέγγιση του Mustaine ήταν ωμή και απολογητική, αντικατοπτρίζοντας το χάος της δικής του ύπαρξης. Ήταν αυτή η αυθεντικότητα, που είχε απήχηση στο κοινό και ξεχώρισε τους Megadeth από τους ομότεχνούς τους.
Το “Peace Sells”, το ομώνυμο κομμάτι του άλμπουμ, γρήγορα μετατράπηκε σε έναν thrash metal ύμνο. Η εμβληματική μπασογραμμή του χρησίμευσε ως εισαγωγή στο MTV News, αν και ο Mustaine ισχυρίστηκε ότι δεν έδωσε ποτέ δικαιώματα για τη χρήση του.
Ο αντίκτυπος του “Peace Sells” επεκτάθηκε πέρα από τον κόσμο της μουσικής. Έγινε μια πολιτιστική λυδία λίθος, αντιπροσωπεύοντας την απογοητευμένη νεολαία της δεκαετίας του 1980 από το πολιτικό τοπίο. Το καυστικό σχόλιο του Mustaine για την κατάσταση του έθνους χτύπησε χορδή σε μια γενιά, που τότε αναζητούσε φωνή.
Ανάμεσα στα κομμάτια του άλμπουμ ήταν και μια απροσδόκητη διασκευή του “I Ain’t Superstitious” του θρύλου των blues, Willie Dixon. Αν και μπορεί να φαίνεται αταίριαστο σε ένα thrash metal άλμπουμ, ο ίδιος ο Dixon έδωσε την έγκρισή του, αναδεικνύοντας την ευελιξία και τη δημιουργικότητα της μπάντας.
Η συμπερίληψη του “I Ain’t Superstitious” υπογράμμισε την προθυμία των Megadeth να αψηφήσουν τις συμβάσεις του είδους. Ο θαυμασμός του Mustaine για τη blues μουσική, παρά τη σύνδεσή του με το thrash metal, ήταν μια απόδειξη των εκλεκτικών μουσικών του προτιμήσεων. Η ικανότητα της μπάντας να συνδυάζει άψογα διαφορετικά στυλ ανέδειξε τη μουσικότητα και την καινοτομία της.
Σήμερα, το “Peace Sells… but Who’s Buying?” αποτελεί ένα ορόσημο για τον thrash metal ήχο. Μαζί με άλμπουμ, όπως το “Master of Puppets” των Metallica και το “Reign in Blood” των Slayer, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξη του είδους στο προσκήνιο. Καθώς περνούν τα χρόνια, το άλμπουμ αυτό παρέμεινε μια λυδία λίθος για τους μουσικούς του metal, που επιδιώκουν να ξεπεράσουν τα όρια. Ο αντίκτυπός του μπορεί να ακουστεί στη δουλειά συγκροτημάτων, τα οποία καλύπτουν διάφορα υποείδη του metal, από το progressive και το melodic μέχρι το death και το black metal.