Κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1988, το “So Far, So Good… So What!” αποτυπώνει τους Megadeth σε μια από τις πιο περίεργες περιόδους τους. Ένα εκρηκτικό κοκτέιλ ταλέντου, κατάχρησης ουσιών και επιθυμίας να δημιουργήσουν καλή μουσική, αλλά και να ξεπεράσουν τους… Metallica ανταγωνιστές τους. Το αποτέλεσμα είναι ένα άλμπουμ που, παρά τις ατέλειές του, αποτελεί απόδειξη της δημιουργικής ικανότητας του ξανθομάλλη frontman τους, Dave Mustaine.

Μετά το “Peace Sells… But Who’s Buying?”, οι Megadeth αντιμετώπισαν σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση τους. Ο κιθαρίστας Chris Poland και ο ντράμερ Gar Samuelson απομακρύνθηκαν λόγω της αυξανόμενης εξάρτησής τους από τα ναρκωτικά (λολ). Αυτό άφησε τον Dave Mustaine και τον μπασίστα David Ellefson να αναλάβουν το δύσκολο έργο της «ανοικοδόμησης» του συγκροτήματος. Ο τεχνικός ντραμς Chuck Behler, πήρε προαγωγή και ανέλαβε τη θέση του ντράμερ των Megadeth. Ο Jeff Young αντικατέστησε τον Poland, καθώς η αρχική επιλογή του Mustaine, ο Jay Reynolds, για άνγωστους λόγους, κρίθηκε ακατάλληλη.
Η νέα σύνθεση έκανε το ντεμπούτο της στο “Christmas On Earth Festival” στο Leeds, τον Δεκέμβριο του 1987. Ήταν ένα ελπιδοφόρο ξεκίνημα, που όμως έκρυψε τα πραγματικά προβλήματα. Ο εθισμός του Mustaine στην ηρωίνη και σε άλλες ουσίες σκίασαν τις ηχογραφήσεις. Αναλογιζόμενος αυτή την περίοδο, ο Ellefson περιέγραψε το περιβάλλον ως καταστροφικό. Ούτε ο Behler, ούτε ο Young φάνηκε να ταιριάζουν πλήρως με το χάος της μπάντας.
Το “Set the World Afire”, με αρχικό τίτλο “Megadeth”, ήταν το πρώτο τραγούδι που έγραψε ο Mustaine μετά την απόλυσή του από τους Metallica
Το “So Far, So Good… So What!” ηχογραφήθηκε στα Woodstock Studios της Νέας Υόρκης με συμπαραγωγό τον Paul Lani, που είχε συνεργαστεί και στο “Peace Sells”. Ωστόσο, οι εντάσεις μεταξύ του Mustaine και του Lani οδήγησαν σε ρήξη. Τελικά, η παραγωγή του άλμπουμ ανατέθηκε στον Michael Wagener. Η δυσαρέσκεια του Mustaine για τη διαδικασία είναι ευρέως γνωστή. Ο ίδιος έχει δηλώσει πως οι ηχογραφήσεις χαρακτηρίζονταν από κακή διαχείριση και έλλειψη συγκέντρωσης. Φυσικά, δεν διευκρίνισε ποτέ του σε ποιον έλειπε η συγκέντρωση. Συνεχίζοντας, υποστήριξε ότι ο Lani, αντί να εστιάζει στη μίξη, περνούσε τον χρόνο του ταΐζοντας ελάφια στο δάσος.
Παρά τα προβληματάκια (σικ), τα οκτώ κομμάτια του άλμπουμ αναδεικνύουν μερικές από τις πιο τολμηρές συνθέσεις των Megadeth. Από το δυσοίωνο μπάσιμο του άλμπουμ με το “Into the Lungs of Hell” έως την άγρια κατακλείδα του “Hook in Mouth”, το συγκρότημα ανέδειξε μια διαφορετική μουσική και στιχουργική προσέγγιση στο thrash metal.
Το “Set the World Afire”, με αρχικό τίτλο “Megadeth”, ήταν το πρώτο τραγούδι που έγραψε ο Mustaine μετά την απόλυσή του από τους Metallica. Οι αποκαλυπτικές εικόνες του και η κιθαριστική δουλειά του έδωσαν τον τόνο για ένα άλμπουμ γεμάτο θυμό. Το “502”, ένα κλείσιμο του ματιού στον αστυνομικό κώδικα των ΗΠΑ για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, πρόσφερε μια δυνατή δόση punk. Αντανακλούσε με ένταση την ασεβή στάση του Mustaine.
Δεν ήταν όμως όλα μόνο θυμός και τσαντίλα. Ένα από τα πιο συγκινητικά κομμάτια του άλμπουμ, το “In My Darkest Hour”, γράφτηκε μετά τον τραγικό θάνατο του μπασίστα των Metallica, Cliff Burton. Ο Mustaine το συνέθεσε αρχικά ως μια απάντηση στη θλίψη του. Ωστόσο, οι στίχοι του επικεντρώνονται κυρίως στα συναισθήματα εγκατάλειψης και απόγνωσης, καθιστώντας το ένα από τα πιο προσωπικά έργα του.
Η κυκλοφορία του “So Far, So Good… So What!” συνοδεύτηκε από μια περιοδεία, που ήταν εξίσου επεισοδιακή με την ηχογράφησή του
Η διασκευή του “Anarchy in the UK” των Sex Pistols, που επαναδιατυπώθηκε ως “Anarchy in the USA”, πρόσθεσε μία punk εσάνς στον ήχο των Megadeth. Με τον κιθαρίστα Steve Jones των Pistols να συμμετέχει, το cover απέκτησε μια μοναδική διάσταση. Αλλά ο Dave Mustaine being Dave Mustaine. O αθεόφοβος έκανε λάθος στους στίχους και τραγούδησε “cunt-like tendencies” αντί για “another council tenancy”, προκάλεσαν τη δικαιολογημένη οργή του Johnny Rotten.
Κομμάτια όπως το “Mary Jane”, μια ιστορία για την εμμονή ενός κοριτσιού με τη μαγεία, και το “Liar”, ένα κομμάτι-χώσιμο στον Chris Poland, ανέδειξαν την ικανότητα του Mustaine να συνδυάζει τη γνωστή ξινίλα με τα υπέροχα riffs του. Το “Hook in Mouth” κλείνει το άλμπουμ με μια ευθεία επίθεση στη λογοκρισία και το PMRC (Parents Music Resource Center), παγιώνοντας την τότε θέση των Megadeth ως μια μπάντα που δεν διστάζει να θίξει αμφιλεγόμενα θέματα.

Η κυκλοφορία του “So Far, So Good… So What!” συνοδεύτηκε από μια περιοδεία, που ήταν εξίσου επεισοδιακή με την ηχογράφησή του. Ένα από τα πιο γνωστά περιστατικά συνέβη στη Βόρεια Ιρλανδία, όπου τα σχόλια του Mustaine στη σκηνή για το “The Cause” προκάλεσαν ακούσια μια εξέγερση. Το συγκρότημα αναγκάστηκε να φύγει από το Antrim με αλεξίσφαιρο λεωφορείο, υπογραμμίζοντας την αστάθεια των ζωντανών τους εμφανίσεων και ορισμένων μελών του.
Το καλοκαίρι του 1988, οι Megadeth εμφανίστηκαν στο φεστιβάλ Monsters of Rock μαζί με τους Guns N’ Roses, τους Kiss και τους Iron Maiden. Παρά την αυξανόμενη δημοτικότητά τους, οι εσωτερικές εντάσεις και η κατάχρηση ουσιών άρχισαν να τους καταβάλλουν. Τα στερητικά συμπτώματα του Ellefson και η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του Mustaine οδήγησαν το συγκρότημα στη διακοπή της περιοδείας. Αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο Λος Άντζελες για να ζητήσουν βοήθεια.
Εδραίωσε τη θέση των Megadeth ως ένα από τα κορυφαία συγκροτήματα του thrash metal
Το χάος που περιέβαλε το “So Far, So Good… So What!” κορυφώθηκε με μια μίνι διάλυση των Megadeth. Στις αρχές του 1989, οι Behler και Young απολύθηκαν, αφήνοντας κενές θέσεις στο συγκρότημα. Στη θέση τους εντάχθηκαν ο Nick Menza και ο υπέροχα-υπέροχος Marty Friedman. Αυτή η νέα σύνθεση θα ηχογραφούσε το “Rust in Peace”, ένα άλμπουμ που πολλοί θεωρούν ως το αποκορύφωμα της καριέρας των Megadeth.
Αν και συχνά επισκιάζεται από τον προκάτοχο και διάδοχό του, το “So Far, So Good… So What!” παραμένει ένα σημαντικό κομμάτι της εξέλιξης των Megadeth. Παρουσιάζει ένα συγκρότημα σε μια από τις πιο αφιλτράριστες φάσεις του, προσφέροντας ένα στιγμιότυπο μιας μπάντας που ισορροπεί στο χείλος της κατάρρευσης. Παρά την ταραχώδη δημιουργία του και την ανάμεικτη κριτική υποδοχή, το “So Far, So Good… So What!” σημείωσε σημαντική εμπορική επιτυχία. Έγινε πλατινένιο και εδραίωσε τη θέση των Megadeth ως ένα από τα κορυφαία συγκροτήματα του thrash metal. Κομμάτια όπως το “In My Darkest Hour” και το “Hook in Mouth” παραμένουν αγαπημένα των οπαδών και εμφανίζονται συχνά στα live sets της μπάντας.