The Rock | 90s Michael Bay γύρνα πίσω ή έστω τηλεφώνα
Η μεταλλική πόρτα τρίζει και ανοίγει. Ο Sean Connery εμφανίζεται και λέει, με το γνώριμο ύφος του, το εμβληματικό πλέον: «Welcome to the Rock». Η φράση αυτή, μαζί με τον τρόπο που εκφέρεται από τον Σκοτσέζο μύθο, αποτυπώνει με ακρίβεια το ύφος ολόκληρης της ταινίας: κοφτό και γεμάτο ένταση. Το “The Rock”, σε σκηνοθεσία Michael Bay, είναι ακριβώς αυτό. Μια ταινία δράσης που στηρίζεται πάνω σε τρεις εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες. Από τη μία ο Nicolas Cage ως ειδικός στα χημικά όπλα και χωρίς καμία εμπειρία σε πεδία μάχης. Από την άλλη ο Sir Sean Connery ενσαρκώνει έναν πρώην Βρετανό κατάσκοπο με σκληρό παρελθόν και απρόβλεπτο χαρακτήρα. Και απέναντί τους, ο Ed Harris. Ένας στρατηγός με σύνθετα κίνητρα που φέρνει μαζί του ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ηθικά διλήμματα που έχουμε δει στο είδος.
Η σκηνοθεσία και το καστ γύρω από το βασικό τρίο
Γύρω από τους τρεις βασικούς χαρακτήρες, το υπόλοιπο καστ χτίζεται προσεκτικά. Όλοι οι ρόλοι είναι εκεί για να εξυπηρετήσουν την ιστορία και τίποτα δεν περισσεύει. Ο Michael Bay αφήνει στην άκρη τις υπερβολές που τον χαρακτηρίζουν και σκηνοθετεί με πειθαρχία, δίνοντας χώρο στους χαρακτήρες να αναπνεύσουν. Η δράση διατηρεί τον ρυθμό, όμως ποτέ δεν σκεπάζει τη δραματουργία, ούτε θυσιάζει τις σχέσεις ανάμεσα στους ήρωες. Η πλοκή προχωρά με σαφήνεια και χωρίς τεχνητές εξάρσεις, διατηρώντας την ένταση με τρόπο οργανικό. Οι χαρακτήρες έχουν κίνητρα που βγάζουν νόημα και ακολουθούν μια πορεία με συνέπεια, ενώ οι διάλογοι μένουν λειτουργικοί ακόμη και όταν οι καταστάσεις ξεφεύγουν.
Όλα αυτά συνθέτουν κάτι σπάνιο για ταινία δράσης: μια ιστορία που δεν βασίζεται μόνο στην ένταση, αλλά και στις επιλογές των χαρακτήρων. Το “The Rock” ξεπερνά τις συμβάσεις του είδους και αποκτά ξεχωριστή θέση μέσα στη φιλμογραφία του Michael Bay. Όχι γιατί αλλάζει εντελώς τους κανόνες, αλλά γιατί τους αξιοποιεί με συνέπεια και ξεκάθαρη πρόθεση.
To Alcatraz και η “ωρολογιακή βόμβα” της πλοκής
Με κύριο σκηνικό το διαβόητο νησί Alcatraz, το “The Rock” εκτυλίσσεται μέσα σε ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον, όπου η κάμερα του Bay κινείται με ένταση και σταθερό ρυθμό. Η υπόθεση δείχνει αρχικά απλή: ένας απογοητευμένος στρατηγός των ΗΠΑ καταλαμβάνει τη φυλακή, που πλέον λειτουργεί ως τουριστική ατραξιόν, και απειλεί να εξαπολύσει χημικά όπλα στο San Francisco αν δεν ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του για στρατιωτική αποζημίωση. Πρόκειται για την κλασική “ωρολογιακή βόμβα” που χρησιμοποιείται συχνά στο είδος. Αυτό που ενισχύει τη συγκεκριμένη ταινία είναι η ισορροπία ανάμεσα στο θέαμα, την απειλή και τις σχέσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες.

Ο Nicolas Cage υποδύεται τον Stanley Goodspeed, έναν κυβερνητικό επιστήμονα χωρίς καμία ικανότητα στη μάχη. Η φρενήρης ενέργεια και η διανοητική του αλαζονεία λειτουργούν ως αντίβαρο στον John Mason του Connery, έναν σαρκαστικό πρώην πράκτορα, κουρασμένο από τη ζωή, για τον οποίο κυκλοφορούν φήμες πως είχε καταφέρει να αποδράσει από το Alcatraz. Η αναγκαστική συνεργασία τους δίνει ώθηση τόσο στο χιούμορ όσο και στην ένταση της ταινίας. Ο Bay σπάνια αφήνει περιθώριο για χαλάρωση· όταν το κάνει, οι σκηνές γεμίζουν με λεκτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών — διάλογοι που θυμίζουν παρτίδες σκάκι. Και φυσικά, θυμίζω κάτι βασικό: ποτέ δεν έχουμε αρκετό Cage.
Ένας ανταγωνιστής που ξεφεύγει από τα κλισέ
Από πλευράς αφήγησης, η ταινία παρουσιάζει έναν σπάνια συμπαθή «κακό». Ο στρατηγός Hummel, τον οποίο υποδύεται με σοβαρότητα ο Ed Harris, δεν είναι η κλασική καρικατούρα που συναντούμε στο είδος. Τα κίνητρά του ξεκινούν από την απογοήτευσή του για τους πεσόντες στρατιώτες που έμειναν χωρίς αναγνώριση. Παρότι απειλεί με μαζική δολοφονία, η διστακτικότητά του και η εσωτερική σύγκρουση δημιουργούν ρήγμα μέσα στην ίδια του την ομάδα. Αυτός ο τύπος χαρακτήρα, με ιδανικά γύρω από την έννοια της δικαιοσύνης αλλά με ακραίες μεθόδους, είναι κάτι που δυσυτυχώς ο Michael Bay έχει σταμτήσει να χρησιμοποιεί.
Το “The Rock” φροντίζει σε όλη τη διάρκειά του να τιμά τις βασικές αρχές του είδους. Η περίφημη καταδίωξη στους δρόμους του San Francisco — μια Ferrari απέναντι σε ένα Hummer — μας παρουσιάζει μόια ήπια εκδοχή του Michael Bay. Η σκηνή δεν υπήρχε στο αρχικό σενάριο και προστέθηκε αργότερα, για να διορθώσει πρόβλημα ρυθμού που εντοπίστηκε στις δοκιμαστικές προβολές. Παρόλο που δεν προκύπτει απόλυτα από την πλοκή, η καταδίωξη ξεχωρίζει. Προκαλεί χάος στην πόλη, αλλά ταυτόχρονα φανερώνει την απρόβλεπτη συμπεριφορά του Mason και την απελπισία του Goodspeed. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Bay, μεγάλο μέρος των σκηνών μέσα στα οχήματα βασίστηκε σε χαμηλού κόστους τεχνάσματα φωτισμού και επιτόπιο αυτοσχεδιασμό — κάτι που μας θυμίζει ότι η ταινία γυρίστηκε πριν την κυριαρχία της ψηφιακής τεχνολογίας στην κινηματογραφική δράση.
Το υπόλοιπο καστ στηρίζει δυναμικά το βασικό τρίο, ακόμα κι αν σπάνια έχει αρκετό χρόνο στην οθόνη. Οι ρόλοι τους, όμως, είναι καλοζυγισμένοι και ενισχύουν διαρκώς την ένταση. Οι John Spencer, William Forsythe και Michael Biehn προσθέτουν κύρος σε χαρακτήρες που, σε λιγότερο προσεγμένες ταινίες, θα περνούσαν απαρατήρητοι. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί πως η ταινία εξετάζει τη στρατιωτική πίστη και την ανυπακοή χωρίς απλουστεύσεις. Δεν στηρίζεται σε εύκολους διαχωρισμούς ανάμεσα σε πατριώτες και προδότες. Ακόμα και μέσα στην ομάδα του Hummel, οι ρωγμές είναι εμφανείς. Ορισμένοι αρχίζουν να αμφιβάλλουν, καθώς καταλαβαίνουν ότι ο στρατηγός ίσως δεν αντέχει το βάρος μιας μαζικής απώλειας.
Αν και η ταινία “The Rock” χρησιμοποιεί αρκετά κλισέ του είδους — όπως η κλασική αποσυναρμολόγηση βόμβας την τελευταία στιγμή ή η βολική υποκλοπή — το κάνει με πλήρη επίγνωση. Δεν τα πουλάει ως κάτι πρωτότυπο, ούτε προσπαθεί να τα κρύψει. Υπάρχει μια σιωπηλή αποδοχή του πόσο γνώριμα είναι, κάτι που δίνει έναν αέρα αυτογνωσίας στην αφήγηση. Η σκηνοθεσία του Michael Bay, αν και γεμάτη ένταση, παραμένει πιο συγκεντρωμένη και πειθαρχημένη από άλλα έργα του. Σε κάποιες σκηνές, αφήνει χώρο ακόμη και για λίγη αυτοκριτική — στοιχείο σπάνιο στο στυλ του.
Η θέση του “The Rock” στο πάνθεον των ταινιών δράσης
Αν κοιτάξει κανείς τις πιο αγαπημένες ταινίες δράσης των ‘90s, το “The Rock” εμφανίζεται σχεδόν πάντα. Συζητιέται συχνά μαζί με τα “Con Air” και “Face/Off” ως μέρος της εποχής όπου ο Nicolas Cage μεσουρανούσε στο είδος. Από την άλλη, ο Sean Connery ίσως να μην είχε πει την τελευταία του λέξη, αλλά για πολλούς αυτός ο ρόλος ήταν η πιο αξέχαστη στιγμή του στα τελευταία χρόνια της καριέρας του. Η χημεία με τον Cage κρατάει την ταινία ζωντανή από την αρχή ως το τέλος. Οι δυο τους, εντελώς διαφορετικοί, φτιάχνουν ένα δυναμικό δίδυμο που κινείται με φυσικότητα ανάμεσα στη δράση και το χιούμορ.

Σε αντίθεση με τις περισσότερες σύγχρονες ταινίες δράσης, το “The Rock” δεν χτίστηκε πάνω σε CGI ή ατελείωτα sequels. Είναι μια αυτόνομη ιστορία, με σαφές διακύβευμα και πραγματικό φινάλε. Αυτό που την ξεχωρίζει δεν είναι οι εκρήξεις — αν και υπάρχουν πολλές. Είναι το πώς ισορροπεί την υπερβολή με πειστικές ερμηνείες και χαρακτήρες με καθαρά κίνητρα. Η ηθική πολυπλοκότητα υπάρχει, χωρίς να βαραίνει την αφήγηση. Ο Michael Bay αργότερα γύρισε πιο εντυπωσιακές και πιο εμπορικές ταινίες. Καμία, όμως, δεν είχε αυτόν τον έλεγχο, το χιούμορ και την ένταση που κρατούν την ισορροπία σε κάθε σκηνή.