Υπάρχει κάτι «βέβαιο» στον τρόπο που εκφράζεται ο Alex Kapranos. Όχι με την έννοια της απόλυτης σιγουριάς, αλλά με αυτήν της ακρίβειας, σαν ένας μάστορας που έχει ξέρει πότε ένα εργαλείο δεν κάνει πια τη δουλειά του και πότε μια ιδέα πρέπει να πεταχτεί, να το «σπάσει και να το ξαναρίξει» που λέμε. Για τον frontman των Franz Ferdinand, η δημιουργική διαδικασία δεν είναι ζήτημα ξαφνικής έμπνευσης. Είναι κάτι που “χτίζεται”, με χρόνο και κόπο, μέσα από δοκιμές, επανάληψη, αυστηρή αυτοκριτική και την υποψία πως αν κάτι σου φαίνεται έτοιμο με την πρώτη, μάλλον χρειάζεται κι άλλη δουλειά.
Ο Άλεξ Καπράνος δεν πιστεύει σε μυστικισμούς γύρω από την τέχνη, ούτε στη Θεία Επιφώτιση. «Δεν παίρνεις το ουίσκι πριν πετάξεις τα πρώτα αποστάγματα», λέει, με έναν τόνο που ισορροπεί ανάμεσα στην ειρωνεία και τη βεβαιότητα. Δεν έχει να κάνει με το να περιμένεις έμπνευση από το σύμπαν ή κάποια θεία επιφοίτηση, αλλά με το να ξέρεις τι αξίζει να κρατήσεις και τι πρέπει να κόψεις. Οι μεταφορές που χρησιμοποιεί έχουν πάντα βάση το χειροπιαστό, ξυλουργική, μαγειρική, κατασκευές. Και αυτό δεν είναι επειδή θέλει να διαφέρει, πριν γνωρίσει την επιτυχία στα charts, είχε δουλέψει, μεταξύ άλλων, ως σεφ και ηχολήπτης. Αυτό το παρελθόν τού έδωσε έναν πρακτικό τρόπο να βλέπει την τέχνη. Όχι με όρους Excel και KPI, αλλά με μια λογική που βάζει τη λειτουργικότητα πάνω από το ταλέντο και την εξάσκηση πάνω από το ύφος.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής του της λογικής είναι ο τρόπος που γράφει τραγούδια. Ο Alex Kapranos δεν βλέπει τη διαδικασία σαν μια πράξη εξωτερίκευσης, αλλά σαν ανασκαφή. Του θυμίζει «σκάψιμο στο υποσυνείδητο χωρίς χάρτη και χωρίς να ξέρεις από πριν πού πας να καταλήξεις». Το παρομοιάζει με το να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι ή με έναν τυφλοπόντικα που σκάβει χωρίς να βλέπει, απλώς νιώθοντας πού πάει. Κι όταν κάτι τελικά «κουμπώσει», το αποτέλεσμα βγαίνει με ακρίβεια, έχει ρυθμό και είναι φτιαγμένο για να λειτουργεί. Αυτή η κόντρα, χαοτική δημιουργία, μεθοδικό τελικό αποτέλεσμα, είναι στον πυρήνα του πώς δουλεύουν οι Franz Ferdinand εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια.

Αν υπάρχει κάτι που λειτουργεί σαν σταθερή αρχή στον τρόπο σκέψης του Καπράνου, είναι μάλλον το εξής: η ένταση κάνει καλό. Για την ακρίβεια, είναι απαραίτητη. Ζει μέσα στη σύγκρουση ανάμεσα στο απλό και το πολύπλοκο, στο προσεγμένο και το ατημέλητο, στο «υψηλό» και το απόλυτα καθημερινό. Μπορεί με την ίδια ευκολία να αναφερθεί σε μοντερνιστές καλλιτέχνες ή στο ηχοσύστημα ενός νυχτερινού club. Και ποτέ δεν δείχνει να παίρνει εντελώς το μέρος κάποιας πλευράς. «Μισώ όταν τα συγκροτήματα ανακοινώνουν την εποχή των πειραματισμών τους», έχει πει κάποια στιγμή. «Αν πρέπει να το ανακοινώσεις, δεν πειραματίζεσαι. Κάνεις μάρκετινγκ». Μια δήλωση που λέει πολλά, όχι μόνο για το πώς βλέπει τα μουσικά είδη, αλλά και για τις αποστάσεις που κρατά από όσους κάνουν πρώτα εντύπωση και μετά Τέχνη.
Η στάση του απέναντι στην έννοια της κληρονομιάς είναι εξίσου ψύχραιμη. Δεν τον απασχολούν οι επετειακές περιοδείες και ούτε τα μνημεία για το παρελθόν της μπάντας. Για τον Alex Kapranos, το μόνο που μετράει είναι το δημιουργικό παρόν. Αυτή η λογική έχει κάνει τη δισκογραφία των Franz Ferdinand περιέργως στοιβαρή, (με τον δικό της τρόπο), ανήσυχη τα μάλα για να εξελίσσεται και αρκετά συνεκτική ώστε να ακούγεται πάντα σαν δική τους. «Θέλω τα τραγούδια να αντέχουν, είτε τα παίζουμε εμείς είτε ένα παιδί με μια κιθάρα σε μια γωνιά του δρόμου», λέει. Μια φαινομενικά απλή φράση, που όμως, από πίσω της κρύβει ολόκληρη τη φιλοσοφία του.
Τα οπτικά στοιχεία έχουν τη δική τους σημασία. Όχι σαν κάτι συνοδευτικό, αλλά σαν κομμάτι της μουσικής. Εξώφυλλα, βιντεοκλίπ, ακόμα και ο τρόπος που στέκονται οι Fran Ferdinand πάνω στη σκηνή, όλα λειτουργούν σαν ενιαίο σύνολο. Κι αυτό δεν γίνεται από κάποια «καλλιτεχνική πετριά». Ο λόγος που τα αντιμετωπίζει με την ίδια σοβαρότητα που δίνει και στη σύνθεση είναι ότι τον νοιάζει να υπάρχει συνοχή. Και κυρίως, γιατί θέλει να έχουν νόημα. Ένα νόημα που δεν πρόκειται να αφήσει στην τύχη.

Συχνά τον ρωτάνε αν είναι/νιώθει Έλληνας. Ο Alex, όμως, δεν δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τέτοιου τύπου ταμπέλες, είτε έχουν να κάνουν με την καταγωγή του, είτε με το είδος της μουσικής που του αρέσει. Τον νοιάζει περισσότερο να καταλαβαίνει από πού έρχονται τα πράγματα και πώς μπορεί να τα φέρει κοντά σε αυτά που φτιάχνει ο ίδιος. Κάποιες φορές, αυτά τα στοιχεία περνάνε στα τραγούδια του, χωρίς να είναι προφανή. «Είπε ότι δεν ακουγόταν καθόλου ελληνικό», θυμάται να του λένε, γελώντας, για ένα κομμάτι βασισμένο σε ρεμπέτικο μοτίβο. «Και κάπως έτσι κατάλαβα ότι δεν έχει σημασία τι βάζεις μέσα, αλλά πώς το νιώθεις». Για εκείνον, δεν έχει σημασία από πού ξεκινά μια μελωδία, αλλά τι κουβαλάει. Η αυθεντικότητα, θεωρεί ότι, είναι κάτι που το ψάχνεις κάθε φορά, απ’ την αρχή, με ό,τι έχεις εκείνη τη στιγμή.
Δεν υπάρχει κάποιο ξεκάθαρο πρότυπο για το τι σημαίνει «να είσαι» Alex Kapranos, καμία συνταγή, κανένας οδηγός. Υπάρχουν όμως μερικά σταθερά σημεία: η άρνηση να μένεις αμέτοχος στην Τέχνη, η δυσπιστία απέναντι στη νοσταλγία όταν σερβίρεται σαν εμπορικό προϊόν, η ιδέα ότι μια καλή δουλειά χρειάζεται και ένστικτο και κρίση, σε ισορροπία. Είτε γράφεις τραγούδια είτε βάζεις πλακάκαι, η διαδικασία βασίζεται στα ίδια πράγματα: να συγκεντρωθείς, να το δουλέψεις, να το τελειώσεις. Και μετά, να πας στο επόμενο.