Η ιστορία της μουσικής είναι γεμάτη με συγκροτήματα που άλλαξαν τον ήχο της εποχής τους, αλλά υπάρχουν και εκείνοι που έμειναν στη σκιά, παρότι έσπασαν τα στερεότυπα και άνοιξαν δρόμους για τους επόμενους. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι Pure Hell, τέσσερις πιτσιρικάδες από τη Δυτική Φιλαδέλφεια που στα μέσα της δεκαετίας του ’70 δημιούργησαν ένα από τα πρώτα σχήματα της punk σκηνής και έγραψαν ιστορία ως η πρώτη έγχρωμη punk μπάντα στον κόσμο.
Η ιστορία ξεκινά το 1974, όταν ο τραγουδιστής Kenny “Stinker” Gordon, ο μπασίστας Lenny “Steel” Boles, ο κιθαρίστας Preston “Chip Wreck” Morris και ο ντράμερ Michael “Spider” Sanders αποφάσισαν να ακολουθήσουν τα βήματα των μουσικών τους ηρώων. Οι ήχοι των Iggy Pop, David Bowie, Alice Cooper και Jimi Hendrix τούς ώθησαν να δημιουργήσουν κάτι πιο δυνατό και προκλητικό. Όπως θα θυμόταν αργότερα ο Boles, «θέλαμε να παίξουμε τη μουσική που ακούγαμε μέσα στο κεφάλι μας, κάτι που κανείς άλλος δεν έκανε τότε».
Η Φιλαδέλφεια, παρότι μόλις 155 χιλιόμετρα από τη Νέα Υόρκη, είχε ήδη τη δική της μουσική κουλτούρα. Ο Gordon θυμόταν τα εφηβικά του χρόνια βλέποντας τις ταινίες του John Waters όπως “Pink Flamingos” και “Polyester”, αλλά και τις πρώτες συναντήσεις με τη Nancy Spungen, που αργότερα θα γινόταν θρύλος της σκηνής μέσω του Sid Vicious. Οι Pure Hell ξεκίνησαν να παίζουν σε μικρά μαγαζιά της πόλης και σύντομα απέκτησαν φήμη ως “οι πιο τρελοί τύποι της West Philly”. Ντύνονταν με drag ρούχα, φορούσαν περούκες και κυκλοφορούσαν στους δρόμους προκαλώντας τους πάντες.
Το 1975, αποφάσισαν να μετακομίσουν στη Νέα Υόρκη. Εκεί όπου γεννιόταν κάτι νέο, κάτι που αργότερα θα ονομαζόταν punk. Είχαν διαβάσει για το CBGB, για το Max’s Kansas City και για τη σκηνή που δημιουργούσαν η Patti Smith και οι New York Dolls. Το πρώτο τους βήμα ήταν να μείνουν στο Chelsea Hotel, το ιστορικό καταφύγιο καλλιτεχνών όπως οι Bob Dylan, Jim Morrison και , Leonard Cohen. Η πρώτη τους συναυλία έγινε σε ένα κατάστημα ρούχων στη St. Marks Place. Κατά τη διάρκεια του set, ο Morris έβαλε κατά λάθος φωτιά στον ενισχυτή από τον θόρυβο και τις χαλασμένες καλωδιώσεις. Από εκείνη τη στιγμή, οι Pure Hell έγιναν αντικείμενο συζήτησης. Ο ντράμερ τους γνώριζε ήδη τον Neon Leon, ο οποίος τους σύστησε στους New York Dolls. Οι Dolls, τότε μέντορες για καλλιτέχνες όπως η Debbie Harry και ο Richard Hell, προσκάλεσαν τους Pure Hell να παίξουν στο loft τους.

«Ήμασταν τρομοκρατημένοι όταν μπήκαμε στο χώρο», είπε ο Boles. «Ήταν όλοι ντυμένοι, καπνίζανε joints και έβλεπαν το “The Untouchables” στην τηλεόραση. Όταν όμως αρχίσαμε να παίζουμε, τους συνεπήραμε». Ο Gordon θυμόταν πως κάτω από τα φανταχτερά ρούχα τους, οι Dolls ήταν «απλοί τύποι από το Queens». «Εκείνοι ήταν λευκοί που έπαιζαν σαν μαύροι, κι εμείς το αντίθετο. Μιλούσαμε την ίδια γλώσσα». Σύντομα όμως ήρθαν αντιμέτωποι με την ωμή πραγματικότητα της Νέας Υόρκης. Τους έδιωξαν από το Chelsea Hotel επειδή δεν πλήρωναν ενοίκιο και κατέληξαν να μένουν στο loft των Dolls. Είχαν κακή φήμη, κυρίως επειδή πολλοί θεωρούσαν ότι συνδέονταν με συμμορίες ή ότι ήταν σατανιστές. «Με ένα όνομα σαν το Pure Hell, ο κόσμος νόμιζε ότι ήμασταν κάτι σκοτεινό», είπε ο Boles.
Παρά τα εμπόδια, οι Pure Hell βρήκαν συμμάχους. Ο Johnny Thunders τούς βοήθησε να παίξουν σε μαγαζιά όπως το Max’s Kansas City, το στέκι του Andy Warhol, και στο Mother’s, ένα gay bar στο Chelsea που μετατράπηκε σε punk κλαμπ όπου εμφανίστηκαν και οι Blondie. Οι εμφανίσεις τους τράβηξαν την προσοχή του περιοδικού “Interview” του Warhol, δίνοντάς τους την πρώτη σοβαρή κάλυψη στον Τύπο. Το συγκρότημα όμως δεν είχε μάνατζερ. Ο Boles, αφού διάβασε μια βιογραφία του Jimi Hendrix γραμμένη από τον Curtis Knight, βρήκε τη διεύθυνσή του και πήγε να τον συναντήσει. Ο Knight εντυπωσιάστηκε από το θάρρος και το ταλέντο τους και αποφάσισε να τους αναλάβει. Μαζί με τη σύντροφό του Kathy Knight, επένδυσε δικά του χρήματα για να τους κλείσει στούντιο, θυσιάζοντας ακόμη και το ενοίκιό του για τρεις μήνες.
Ο Knight διοργάνωσε και την πρώτη ευρωπαϊκή περιοδεία των Pure Hell το 1978. Το single τους “These Boots Are Made for Walking” έφτασε στο Νο. 4 των βρετανικών εναλλακτικών charts, ενώ άνοιξαν τις συναυλίες του Sid Vicious στο Max’s Kansas City, τις τελευταίες του πριν τον θάνατό του. Οι Pure Hell βρέθηκαν στη δίνη της δημοσιότητας μετά τη δολοφονία της Nancy Spungen, με το όνομά τους να φιγουράρει στα πρωτοσέλιδα των “NME”, “Sounds” και “Melody Maker”. Στην Ευρώπη, ο Knight προώθησε τη μπάντα με το σλόγκαν: «From the United States of America, the world’s only black punk band», συνοδευόμενο από φωτογραφία τους μπροστά από το Buckingham Palace. Ο Boles όμως ενοχλήθηκε, «του είπα “γιατί πρέπει να μας αποκαλείς μαύρη μπάντα;” Το ξέραμε ποιοι είμαστε, αλλά δεν θέλαμε να είμαστε διαφημιστικό τέχνασμα». Παρόλα αυτά, η καμπάνια πέτυχε και το κοινό στην Ευρώπη τούς υποδέχτηκε με ενθουσιασμό.
Το Λονδίνο τους φάνηκε πιο ανοιχτόμυαλο. «Οι punks εκεί άκουγαν reggae, ενδιαφέρονταν για κάθε μορφή επαναστατικής μουσικής», θυμόταν ο Boles. Ο Gordon πρόσθεσε ότι «ο κόσμος βλέπει την punk σαν κάτι λευκό και αντρικό, όμως η μαύρη κουλτούρα είναι η ρίζα της. Πολλοί απλώς δεν θέλουν να το αναγνωρίσουν». Πίσω στην Αμερική, όμως, η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Οι Pure Hell ένιωθαν αποκλεισμένοι από μια βιομηχανία που συνέχιζε να χωρίζει τα είδη ανάλογα με τη φυλή. «Ζούσαμε ρατσισμό χωρίς να το καταλαβαίνουμε», είπε ο Boles. «Βλέπαμε μπάντες με λιγότερο ταλέντο να υπογράφουν συμβόλαια. Εμείς όχι». Οι δισκογραφικές τούς ζητούσαν να κάνουν τη μουσική τους πιο “funky”, να τη φέρουν κοντά στη Motown και οι Pure Hell αρνήθηκαν. «Ό,τι αγαπούσαμε δεν είχε σχέση με χορευτική μουσική. Προτιμήσαμε να μη μας υπογράψουν παρά να αλλάξουμε».

Η επιλογή αυτή τους στοίχισε ακριβά. Μετά από μια δεύτερη ευρωπαϊκή περιοδεία το 1979, ήρθαν σε ρήξη με τον Knight. Εκείνος έφυγε στις ΗΠΑ παίρνοντας μαζί του τα master tapes τους. Η Kathy Knight κατάφερε αργότερα να τα σώσει, αλλά οι Pure Hell έμειναν αποκλεισμένοι στην Ευρώπη χωρίς εισόδημα. Όταν τελικά επέστρεψαν στην Αμερική, εγκαταστάθηκαν στο Λος Άντζελες και έπαιξαν στο Masque, το αντίστοιχο του CBGB στη Δυτική Ακτή, πλάι σε συγκροτήματα όπως οι Germs, οι Cramps και οι Dead Boys. Όμως η φλόγα είχε αρχίσει να σβήνει. «Ήταν όλα τελειωμένα το 1980», είπε ο Gordon. «Η δολοφονία της Nancy σήμανε το τέλος μιας εποχής. Όλοι καίγονταν από μέσα τους». Με την εμφάνιση των Bad Brains στις αρχές των ’80s, οι Pure Hell ένιωσαν ότι τους αφαιρέθηκε ακόμη και ο τίτλος της πρώτης μαύρης punk μπάντας. «Εμείς πήραμε το πλήγμα, κι αυτοί πήραν τη δόξα», είπε πικρά ο Boles.
Η ιστορία θα τους ξαναθυμόταν δεκαετίες αργότερα. Στις αρχές των ‘00s, η Kathy Knight αποφάσισε να πουλήσει τα master tapes στο eBay. Ο Mike Schneider της Welfare Records τα αγόρασε και κυκλοφόρησε το άλμπουμ “Noise Addiction” το 2006. Ο Henry Rollins των Black Flag, που είχε μάθει για τη μπάντα ήδη από το 1979, βοήθησε στην επανέκδοση των κομματιών μέσω της δικής του εταιρείας 2.13.61, σε συνεργασία με τη In the Red Records. «Άκουσα το υλικό και έμεινα άφωνος», είπε. «Αν αυτό το άλμπουμ είχε κυκλοφορήσει τότε, θα είχε αλλάξει τα πάντα».
Η Gina Parker-Lawton, που γνώρισε τον ντράμερ Michael Sanders στο Λος Άντζελες τη δεκαετία του ’80, έγινε αργότερα η εκπρόσωπός τους. Μετά τον θάνατό του το 2003, αποφάσισε να επαναφέρει το όνομα των Pure Hell στη θέση που τους αξίζει. Χάρη στις προσπάθειές της, το συγκρότημα εντάχθηκε πρόσφατα στη συλλογή του Smithsonian African American Museum of History and Culture, με τη δερμάτινη ζακέτα του Sanders να εκτίθεται πλέον ως μέρος της ιστορίας του αμερικανικού πολιτισμού.
Η διαδρομή των Pure Hell αποκαλύπτει ένα βαθύτερο ζήτημα: ποιοι γράφουν την ιστορία και ποιοι μένουν εκτός της. Όπως είπε η Parker-Lawton, «όταν κάποιος είναι τόσο αληθινός στην τέχνη του και τόσο γενναίος, πρέπει να αναγνωρίζεται». Οι Pure Hell δεν έγιναν πλούσιοι ούτε διάσημοι, αλλά έμειναν πιστοί στην ουσία τους. Ο Boles το συνοψίζει καλύτερα απ’ όλους: «Δεν με νοιάζει που δεν βγάλαμε λεφτά. Ζήσαμε αυτό που θέλαμε και το κάναμε όπως το θέλαμε. Αυτό έχει αξία».