Οι Sunn o))) (εφεξής Sunn για λόγους συντομίας και προφοράς) δεν αποτελούν εύκολο άκουσμα. Πολλοί τους απορρίπτουν ως «μη-μουσική», άλλοι τους θεωρούν ως αντικείμενο λατρείας της χιπστερικής μεριάς του διαδικτύου. Οι υπόλοιποι τους θεωρούν απλά ένα meme χλεύης προς οτιδήποτε πρεσβεύουν με τους ήχους τους.
Άρα σε όσους επιμένουν να τους εκτιμούν τίθεται το αυτονόητο ερώτημα με βάση τα παραπάνω: τι τους κάνει σημαντικούς; Τι είναι αυτό που ξεπερνά τα όρια του αστείου και του θορύβου για να τους προκαλεί δέος; Είναι η ψευτοκουλτουριάρικη προσποίηση της κατανόησης κάτι δύσπεπτου; Είναι μια ελιτίστικη προσποίηση κατανόησης ενός ασύνδετου θορύβου; Ή εν τέλει είναι κάτι άλλο;
Αρχικά οφείλω να θέσω πως δεν ήμουν πάντα θερμός προς τις δημιουργίες τους. Τις θεωρούσα κωμικά κουραστικές και ενίοτε βασάνιζα τους φίλους μου με αυτές υποτιμώντας τες παράλληλα. Αν χρειάστηκε να ρίξω ένα φράγμα που με κρατούσε μακριά από την απόλαυσή τους (όποια κι αν είναι αυτή) είχε να κάνει με τις δικές μου απαιτήσεις και το πως κατανοούσα τον ατμοσφαιρικό ήχο.
Γιατί οι Sunn δεν ξεκίνησαν την πορεία τους θέλοντας να παράξουν μουσική με τη συμβατική έννοια του όρου. Αντιθέτως θέλησαν να πειραματιστούν με τα όρια του minimal ήχου, της ηλεκτρικής παραμόρφωσης και της ατμόσφαιρας που μπορεί να γεννηθεί με βάση το συνδυασμό των δύο. Δε θα πρωτοτυπούσαν στη μελέτη του ηλεκτρικού βόμβου. Οι Earth έχουν υπάρξει πρότεροι μελετητές αυτών των τερτιπιών. Απλώς οι Sunn θα είχαν μια δική τους, σκοτεινότερη και πιο μονολιθική, ακόμα και «μεταλλική» εκδοχή του drone ήχου.

Με αυτήν την υπόθεση και όρεξη για περιπλανήσεις, οι Stephen O’ Malley και Greg Anderson στα τέλη της προηγούμενης χιλιετίας συνέρχονται σε σώμα. Με εμφανή την επίδραση των Earth πάνω τους αποφασίζουν να ηχογραφήσουν ένα demo τριών κομματιών και διάρκειας 56 λεπτών το οποίο θα αποτελείται αποκλειστικά από «απλωμένα» riffs που θα κάνουν τα πάντα να τρίζουν από τους βόμβους. Ταυτόχρονα όμως δε θα είναι απλά μια avant-garde άσκηση αλλά και ένα χαλί για όποιον θέλει έναν ήχο που θα ντύνει τους πνιγηρούς του εφιάλτες.
Το The Grimmrobe Demos που κυκλοφορεί στην αυγή της νέας χιλιετίας έχει όλες τις βάσεις που αποζητά κανείς από το drone. Αποτελεί ένα αρχετυπικό blueprint των όσων θα ακολουθήσουν οι Sunn στην καριέρα τους που με βάση τα μετέπειτα δεδομένα τους, ακούγεται σχεδόν στερεοτυπικό. Μόνο όμως σε σύγκριση με την υπόλοιπη δισκογραφία τους. Αργά riffs με απουσία κρουστών και φωνητικών, σαν ένα μαστουρωμένο jam ανθρώπων που τώρα ξεκινούν να παίζουν μουσική. Όποια γοητεία έχει, προέρχεται από τον πρωτογονισμό της οπτικής τους.
Τον Ιούνη του 2000 μετά από αυτόν τον πειραματισμό, γίνεεται η μεγάλη κίνηση και οι Sunn κυκλοφορούν το ντεμπούτο τους, ØØ Void. Αυτό που στο demo ακουγόταν ως μια άσκηση εδάφους εδώ βγαίνει κανονικά στο πεδίο της μάχης. Με σαφώς πιο πολυδιάστατη παραγωγή προκειμένου να αφήνει όλες τις συχνότητες να αναπνεύσουν. Με εμβόλιμες στρώσεις από samples κιθαρών για να υπάρχει μεγαλύτερη ανατριχίλα. Με υπόνοιες μουσικότητας που στόχο δεν έχει να εξομαλύνει την εμπειρία αλλά να εντείνει τα ηχοτοπία.
Με περιστασιακή χρήση συμπληρωματικών οργάνων όπως ένα οριακά αγνώριστο βιολί και σποραδικά παραμορφωμένα φωνητικά που σε καμία περίπτωση δε μοιάζουν να προέρχονται από άνθρωπο. Όλα στο όνομα της ατμόσφαιρας. Και στο πνεύμα της βλασφημίας πάνω σε οποιαδήποτε συμβατική σύνθεση, μια παραμόρφωση/κακοποίηση του Rabbit’s Revenge των Melvins.

Αυτό που αλλάζει προς το παρόν δηλαδή δεν είναι η διάθεση, αλλά η μέθοδος. Το απογυμνωμένο εμπλουτίζεται με κάποια επιπλέον στοιχεία, τα μέσα βελτιώνονται και πλέον είναι ξεκάθαρο το από πού ξεκινά ο εφιάλτης. Κι εφόσον γίνεται αποδεκτός σε κάποιους μικρούς κύκλους ως αξιοπρόσεκτο πείραμα, μένει να βρεθεί η επόμενη κατεύθυνση. Και ποιος πιο κατάλληλος να τους κάνει να σκεφτούν χωρίς καμία σύμβαση από τον Ιάπωνα noisemaster Merzbow;
Το Flight of The Behemoth του 2002 ξεκινά με όλα τα μέχρι τότε γνωστά συστατικά να μοιράζονται απλόχερα στον ακροατή. Μέχρι να έρθει το τρίτο και το τέταρτο κομμάτι του δίσκου όπου τα πάντα ξεφεύγουν. Ένα ξεκούρδιστο πιάνο να παίζει πάνω από τις παραμορφωμένες κιθάρες, στρώσεις θορύβου, οι βόμβοι πιο «τσιτωμένοι». Η εικόνα από το πάλλευκο κενό του πανικού του προηγούμενου δίσκου μετατρέπεται σε αγνό, αταξινόμητο εφιάλτη που προκαλεί νυχτερινή εφίδρωση.
Αν όμως κάτι φανερώνει τις καταβολές και διαθέσεις των Sunn ως σχήμα, αυτό είναι το FWTBT. Μια εξωφρενική μετερμηνεία του “For Whom The Bell Tolls” των Metallica σε ένα ακατανόητο δεκαπεντάλεπτο ήχων. Με το μπάσο μόνο να παραπέμπει στο πρωτότυπο κομμάτι. Γιατί αναφέρομαι σε αυτό συγκεκριμένα; Επειδή ο Cliff Burton είναι ένα από τα ινδάλματα των Sunn.
Πολλοί μπορεί να μην το ξέρουν. Όμως, κάτι που έγινε γνωστό στην αλλαγή της δεκαετίας με την τότε σεμνή αλλά υπάρχουσα πρόοδο της διαδικτυακής πληροφόρησης ήταν πως ο Cliff Burton έστω και προβοκατόρικα είχε βάλει ένα μικροσκοπικό λιθαράκι στον drone ήχο. Πέρα από το παίξιμό του στους Metallica το οποίο έκανε αρκετούς μπασίστες να αρχίσουν να βλέπουν εντελώς διαφορετικά την παικτική τους προσέγγιση, ο Burton στην εφηβεία του μαζί με τον Jim Martin των Faith No More έπαιζαν σε ένα βραχύβιο σχήμα.
Οι Agents of Misfortune φλέρταραν με την πειραματική πλευρά της παραμόρφωσης στην κιθάρα και το μπάσο και ανάμεσα στα όσα θέλησαν να εξερευνήσουν ήταν και το θέμα των βόμβων. Οι «μεταλλάδες» Sunn γνωρίζοντας την ενασχόλησή του με την αποδόμηση ενός παραδοσιακά ρυθμικού οργάνου, με αυτό το κομμάτι αποτίουν φόρο τιμής στις ρίζες του.
Μέχρι εδώ αποτυπώθηκε η τελειοποίηση της πρωταρχικής κατεύθυνσης των Sunn. Το τέντωμα του βόμβου και του εμπλουτισμού του με παραπάνω υλικά προκειμένου να υπάρξει μια κατάληξη σε ένα αμιγώς ambient ατμοσφαιρικό αποτέλεσμα. Μια μονότονη καλλιτεχνική έκφραση που καταλήγει ως μουσικό χαλί σε εφιαλτικές φαντασιώσεις. Είναι, όμως, αυτό το μόνο που έχει κανείς να περιμένει από τους Sunn; Αυτό είναι το drone metal τελικά και όλη η υπόλοιπη δισκογραφία τους στα ίδια βήματα κινείται;
Αυτό είναι θέμα του ακροατή. Θα επιλέξει να ασχοληθεί παραπάνω με τους προαναφερθέντες δίσκους; Ή απλά θα τους θεωρήσει το ίδιο πράγμα; Γιατί, παρότι στα επόμενα υπάρχουν ορατές διαφορές, δεν συμβαίνει κάτι που —αν δεν είχε ήδη εξάψει την περιέργεια του ακροατή να δει τη συνέχεια— θα τον έκανε να τα προσέξει ή να αλλάξει γνώμη.

Για τους υπόλοιπους τώρα, μετά από τους τρεις πρώτους δίσκους τους, οι Sunn αποφασίζουν πως αν συνεχίσουν στο ίδιο ακριβώς μοτίβο, δε θα υπάρξει καμία επέκταση. Γι’ αυτό και επιλέγουν να επενδύσουν σε μια ακόμα πιο αφηρημένη και πειραματική εκδοχή των όσων μέχρι στιγμής πρέσβευαν. Αν θέλουν να «ξεκλειδώσουν» θα πρέπει να κάνουν κι άλλες προσθαφαιρέσεις στο ηχητικό τους σύνολο. Και με αυτή τη σκέψη στο προσκήνιο κυκλοφορούν τα δύο White, το πρώτο το 2003 και το δεύτερο το 2004. Προερχόμενα από τα ίδια sessions ηχογράφησης, βρίσκουν τους Sunn να υποδέχονται αρκετό κόσμο στις ηχογραφήσεις και ο καθένας να προσθέτει κάτι παραπάνω.
Spoken word ποίηση πάνω από τη δίνη του “My Wall” δια στόματος Julian Cope. Νορβηγικό τραγούδι από την Runhild Gammelsæter (με την οποία ο O’ Malley είχε συνεργαστεί στους ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟΥΣ Thorr’s Hammer) στο “Gates of Ballard“. Το στοιχειό που μουρμουράει πάνω από τα σκόρπια αρπίσματα στο πηγάδι του “A Shaving of The Horn That Speared You“. Το κλασικό drone παρόν στο “Hell-O)))-ween“. Και φυσικά την περιπλάνηση στις ομίχλες μιας άλλης διάστασης με τα φωνητικά του Attila Csihar στο “Decay“- το οποίο και κηρύσσει την έναρξη στη μακρόχρονη live συνεργασία τους. Δύο ώρες που κανένα κομμάτι δε μοιάζει με το προηγούμενο και που ουσιαστικά παγιώνει την εικόνα των πειραματιστών έναντι αυτή των θορυβοποιών.
Σε αυτό το σημείο, όμως, πρέπει να γίνει αντιληπτό πως οι Sunn εκτός από μουσικοί είναι και λάτρεις του ακραίου σκοτεινού ήχου. Ναι μεν εξερεύνησαν τα όρια του abstract πειραματισμού και τις ατμόσφαιρες που αυτός εμπεριέχει εντός των πλαισίων ενός ευρύτερου κοινού, αλλά το metal και το black metal δεν μπορείς να το βγάλεις από τις φλέβες τους. Τι θα γίνει λοιπόν αν παίρνοντας ως έναυσμα τη συνεργασία με τον Csihar και με την ατμόσφαιρα της μουσικής που τον καθιέρωσε ηχογραφηθεί ένας δίσκος ο οποίος θα απευθύνεται σε όσους έχουν προηγουμένως ασχοληθεί με το black metal και κατανοήσει μπάντες όπως τους Xasthur και τους Leviathan. Ονόματα καθόλου τυχαία καθώς τόσο ο Malefic όσο και ο Wrest συνεισφέρουν με τα φωνητικά τους στο “Black One“.
Με μια «σατανική» αύρα να διαπερνά το σύνολο του δίσκου, το Black One στέκει ως ένας φόρος τιμής στο ιδίωμα μέσα από το πρίσμα μιας drone μπάντας. Με μια διασκευή στο “Cursed Realms (Of the Winterdemons)” των Immortal στα μέτρα τους να υπογραμμίζει την αισθητική συγγένεια, όλος ο δίσκος επανεξετάζει μια ολόκληρη σκηνή στα όριά της με την κλειστοφοβία να είναι το επιθυμητό συναίσθημα. Ναι μεν συμμετέχουν και μορφές του πειραματικού ήχου και του noise όπως ο John Wiese και ο Oren Ambarchi αλλά η συνεισφορά τους πρέπει να αντανακλά την πιο άμεση ως τότε ατμόσφαιρα που έχουν αποτυπώσει.
Ως εκ τούτου, ο δίσκος ναι μεν έχει drone στοιχεία αλλά καταλήγει ως μια dark ambient μαυρίλα που μπορεί να ντύσει πολύ άσχημα βράδια. Ίσως αυτός να είναι ο πιο “κατανοητός” δίσκος τους· τα νοήματά του είναι εμφανή και, παρά τον avant-garde χαρακτήρα του, μπορεί να αφομοιωθεί ευκολότερα, ενώ μεγάλο μέρος της αισθητικής του έχει περάσει και στις live εμφανίσεις τους.
Τελευταίος δίσκος για τον οποίο θα γίνει λόγος στο συγκεκριμένο άρθρο είναι το Monoliths And Dimensions του 2009. Αφενός επειδή από εκεί και πέρα (εξαιρουμένων των συνεργασιών τους με ονόματα όπως του Scott Walker και των Nurse With Wound) οι υπόλοιποι full length δίσκοι του είναι αναμενόμενοι στα πλαίσια του τι να περιμένει κανείς. Αφετέρου επειδή αν σε περίπου 1600 λέξεις μέχρι στιγμής δεν μπόρεσε κάποιος να επανεστιάσει στο τι ακριβώς συμβαίνει στους δίσκους τους, τίποτα δεν πρόκειται να συμβάλλει σε κάποια αλλαγή γνώμης. Ας είμαστε και ρεαλιστές αν μη τι άλλο.
Το Monoliths And Dimensions επανέφερε μεν ονόματα όπως τον Oren Ambarchi και τον Attila Csihar. Πρόσθεσε, ωστόσο κάτι το οποίο μέχρι τότε απουσίαζε: τα ορχηστρικά στοιχεία. Αξιοποιώντας από έγχορδα και πνευστά μέχρι χορωδίες, οι Sunn κατάφεραν να κάνουν ένα δίσκο ο οποίος να θεωρείται σχεδόν προσβάσιμος, να μπορεί να λατρευτεί από τον εναλλακτικό μουσικό τύπο της εποχής αλλά ταυτόχρονα να μετατρέπει και άλλες πηγές ήχου σε μέρη της συνταγής τους. Συνεπώς είναι η εποχή που γιγαντώνονται, που το όνομά τους ξεπερνά τα στενά metal/noise όρια και που γίνονται ένα όνομα το οποίο μετατρέπεται σε brand και meme.
Αν κάποιος επιθυμεί κάπως να πιαστεί από κάπου για να ξεκινήσει την πορεία του στη μουσική του σχήματος και η κλειστοφοβία του Black One τον αποτρέπει, ίσως εδώ βρει μια καλή αρχή.
Όπως και να έχει, ακόμα και αν δεν καίγεται κανείς για τις στουντιακές τους δουλειές, τα live του σχήματος είναι από μόνα τους μια ξεχωριστή εμπειρία. Τα venues γεμίζουν ομίχλη ξηρού πάγου, τα decibel ανεβαίνουν στα 120 και η ατμόσφαιρα παραπέμπει σε κάποια κινηματογραφική τελετή. Το δέος είναι δεδομένο, η αντοχή σε αυτό ή η εκτίμησή του σαφώς και όχι. Αν όμως κάποιος αφήσει τις μουσικές του προσδοκίες στην άκρη και αφοσιωθεί για λίγο στην εμπειρία καθεαυτή, μόνο αποζημιωμένος μπορεί να βγει. Άλλωστε 21 χρόνια πήρε να ξανάρθουν.