Ένα καλοκαιρινό απόγευμα του 1995 στην Washington D.C., δύο φίλοι με πάθος για την jazz και τη dance μουσική των clubs της εποχής απολαμβάνουν τα ποτάκια τους. Εκεί αποφασίζουν να δημιουργήσουν ένα είδος που θα παντρεύει όλα τα είδη που τους αρέσει να ακούν. Μιλάμε για τη στιγμή δημιουργίας των Thievery Corporation. Ενός σχήματος που θα έφερνε έναν χρόνο μετά τη δημιουργία του τα πάνω-κάτω στον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος θα άκουγε ξανά τη lounge μουσική.
Από τις πρώτες κιόλας κυκλοφορίες, το δίδυμο απέσπασε την προσοχή του κόσμου και δημιούργησε πολύ θετικές εντυπώσεις. Στην εποχή που βασίλευαν στην Αμερική grunge & punk στα charts, οι Rob Garza και Eric Hilton κατάφεραν να σπάσουν τα δεσμά. Πέτυχαν να κάνουν mainstream ένα νέο στιλ το οποίο είχε πολύ ιδιαίτερη και elegant αισθητική.
Πέρα από τη μουσική καινοτομία τους, όμως, απέδειξαν την ποιότητά τους ως μουσικοί αλλά και ως παραγωγοί. Αρκεί να δει κανείς τι κάνουν μόνοι τους. Επιλογή samples. Ηχογράφηση οργάνων. Παραγωγή και μίξη. Καταλαβαίνουμε εύκολα ότι δεν είναι τυχαίοι.
Το αξιοθαύμαστο για μένα είναι ο τρόπος που επιλέγουν να δουλεύουν τα κομμάτια τους. Σεβόμενοι και τιμώντας το παρελθόν, προσπαθούν να δημιουργήσουν κάτι πρωτοπόρο και μοναδικό. Επίσης, έχουν πάντα κατά νου ένα σημαντικό πράγμα. Να μπορεί να εισχωρήσει στο αυτί του ακροατή η γκρούβα και να τον κάνει να βαϊμπάρει με τον ρυθμό.
Κάθε δίσκος των Thievery Corporation κρύβει και μία νέα μουσική έκπληξη
Σε αυτό το σημείο να τονίσω ότι η μουσική των Thievery Corporation μπορεί σε πολλούς να ακούγεται “βαρετή”. Ακόμα και generic στα αυτιά του μέσου ακροατή. Ειδικά του μέσου Έλληνα ακροατή, που δεν είναι τόσο εξοικειωμένος με τον συγκεκριμένο ήχο. Πολλοί θα τη χαρακτήριζαν μουσική beach bar ή μουσική εκλεπτυσμένου μαγαζιού με cocktails. Ακόμα και elevator music. Αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα.
Για ένα πιο “εκπαιδευμένο” αυτί, που δεν αποκλείει την έκθεση σε νέα μουσική και σε ποικιλία ειδών, κάθε δίσκος αποτελεί και μια έκπληξη. Όπως έχει αναφέρει και παλιότερα η δυάδα, “Καταλαβαίνουμε την ασφάλεια του να ακούει κάποιος ένα είδος μουσικής, αλλά με τόση καλή μουσική εκεί έξω, πώς γίνεται να περιορίζεται μόνο σε αυτό;”. Μία φράση που δε θα μπορούσε να με βρίσκει περισσότερο σύμφωνο.
Έτσι, λοιπόν, στη δισκογραφία τους ο ακροατής μπορεί να διακρίνει στοιχεία από είδη όλου του κόσμου. Ωστόσο δεν θα βρει πρόχειρα διασκορπισμένα αλλά αφομοιωμένα στον χαρακτηριστικό ήχο των Thievery Corporation. Παράλληλα δεν έχει την ικανότητα να καταλάβει τη χρονολογία που κυκλοφόρησε το κάθε κομμάτι ή δίσκος (εκτός αν είναι super fan). Αυτό συμβαίνει διότι το δίδυμο από την αρχή δημιούργησε κάτι πολύ ιδιαίτερο.
Η αρχή γίνεται το 1996 με το “Sounds from the Thievery Hi-Fi”. Πρόκειται για μια συλλογή κομματιών που έχει hip-hop χροιά με έντονα στοιχεία από ψυχεδελική dub και ατμοσφαιρική lounge. Μουσική ικανή να σε μεταφέρει σε μπαρ κρουαζιερόπλοιου στις θάλασσες της Καραϊβικής με το αγαπημένο σου cocktail στο χέρι.
Ο Rob και ο Eric δείχνουν πως ωριμάζουν και παρουσιάζουν μια πολύ εκλεπτυσμένη οπτική τους για την ethnic jazz
Τέσσερα χρόνια αργότερα το “Mirror Conspiracy” παρουσιάζει ίσως την πιο εμπνευσμένη, ποικιλόμορφη και φιλόδοξη δουλειά του ντουέτου. Παρόμοια αισθητική με τον προηγούμενο δίσκο τους αλλά με μια πιο κινηματογραφική οπτική. Τα κομμάτια δημιουργούν την αίσθηση ότι είναι soundtracks για κάποια ταινία που έχει σκηνές σε όλες τις γωνιές του κόσμου. Και αυτό γιατί εκεί μέσα βρίσκεις ένα κράμα από funk, reggae, bossa nova αλλά και ανατολίτικη folk.
Επόμενος σταθμός το “Richest Man In Babylon”. Ένας πιο ξεκάθαρος και απλός δίσκος σε σχέση με τους προηγούμενους. Ίσως και η πιο διάσημη δουλειά των Thievery Corporation μέχρι σήμερα. Εδώ εντονότερες είναι επιρροές από είδη όπως latin και modern Americana αλλά ταυτόχρονα και με μικρές πινελιές από Τζαμάικα και Άπω Ανατολή. Ο συνδυασμός των παραπάνω σου δημιουργούν την πεποίθηση ότι είσαι χαρακτήρας σε κάποιο διαφημιστικό ακριβού ποτού. Από αυτά που λαμβάνουν χώρα σε ένα rooftop με θέα την ακτογραμμή της Νέας Υόρκης ένα καλοκαιρινό δειλινό.
Και απ’ ό,τι φαίνεται η νέα αυτή προσέγγιση περνάει και στον δίσκο τους “The Cosmic Game”. Και πάλι όμως, οι Thievery Corporation καινοτομούν. Ο Rob και ο Eric δείχνουν πως ωριμάζουν και παρουσιάζουν μια πολύ εκλεπτυσμένη οπτική τους για την ethnic jazz που την παντρεύουν με reggae και dub στοιχεία. Πετυχαίνουν να σημιουργήσουν ένα σύνολο με έντονο ρομαντισμό, άφθονη ψυχεδέλεια αλλά και καλοκαιρινή φρεσκάδα.
Για ακόμα φορά, ο Βlaze Bayley έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή
Οι επόμενοι δύο δίσκοι “Radio Retaliation” και “Culture of Fear” αποτελούν μια ορθή επανάληψη της προηγούμενης δισκογραφίας. Το δίδυμο ανακυκλώνει ιδέες ιδέες από την προηγούμενη δουλειά του, απλά με ένα πιο groovy και upbeat περίβλημα. Αν και δεν τραβούν το ενδιαφέρον από άποψη πρωτοτυπίας, σίγουρα κρατούν ενεργό το αυτί του ακροατή. Πολλά από αυτά τα κομμάτια τους τα ακούμε σε καλοκαιρινά πάρτι κι ας μην τα καταλαβαίνουμε απευθείας.
Στροφή 180 μοιρών το 2014 με τον επόμενο δίσκο “Saudade”. Οι Thievery Corporation αυτήν τη φορά μας ταξιδεύουν στην Ευρώπη με έμφαση στην ισπανική bossa nova αλλά και την γαλλική lounge pop. Αρκετά ονειρεμένο σύνολο τραγουδιών που σε μεταφέρει είτε σε ερημικές παραλίες είτε σε κάποιο κάμπο κατάμεστο με πολύχρωμα λουλούδια να απολαμβάνεις το κρασάκι σου με εκλεκτή παρέα.
Επόμενος σταθμός 2017. Επαναπροσδιορισμός των θεμελίων της μπάντας με το “Temple of I & I”. Πιο πειραματική και progressive παρουσίαση του hip-hop στιλ με επιρροές από dub και reggae που παρουσίασαν στα ξεκινήματα της μουσικής τους καριέρας. Επιστροφή στα clubs της Washington D.C. και στο πιο street ύφος με μια πιο φρέσκια ματιά.
Ώριμος μουσικά και προσωπικά, επιλέγει μικρότερες σκηνές, ξεκινά παγκόσμιες περιοδείες και συνοδεύεται από την μπάντα, που τον βοηθά να κάνει όσα ήθελε πραγματικότητα
Το “Treasures From The Temple” γεννιέται ένα χρόνο μετά και δείχνει την πλέον μεγάλη εμπειρία της μπάντας που δεν επιλέγει να περιοριστεί σε μερικά είδη όπως πριν. Είναι ένας δίσκος που έχει λίγο απ’ όλα από την προηγούμενη δουλειά και για εμένα είναι μια πολύ καλή αρχή για όσους θέλουν να ακούσουν πρώτη φορά τους Thievery Corporation και να καταλάβουν το πλήρες μουσικό εύρος που καλύπτουν.
Και έτσι φτάνουμε στο πιο πρόσφατο “Symphonik” (2020), το οποίο είναι ένα άλμπουμ με τα best-of του σχήματος αλλά σε μια πολύ έντονη soundtrack αισθητική. Προσθήκες εγχόρδων αλλάζουν το ύφος των κομματιών χωρίς να επισκιάζουν τον χαρακτήρα της μπάντας και δημιουργούν την αίσθηση ότι βλέπεις κάποια noir/ κατασκοπική ταινία.
Έχοντας πει όλα αυτά, το μόνο που έχω να προσθέσω είναι ότι στις 9 Ιουλίου αναμένεται να ακούσουμε μουσικάρες για άλλη μια φορά στην Πλατεία Νερού.