Κάποιες ταινίες μένουν για πάντα χαραγμένες στη συνείδηση του κοινού ως «ενοχλητικές». Άλλες επειδή στάθηκαν κόντρα στα κοινά ήθη της ευρέπειας, όπως «Ο Χρυσούς Αιών» του Bunuel. Άλλες επειδή είχαν ως στόχο να δοκιμάσουν τις αντοχές των θεατών, όπως το «Nekromantik» του Jorg Buttgereit. Κάποιες ταινίες, όμως, στέκονται στο ενδιάμεσο. Τα θέματα που πραγματεύονται είναι αυτά που τραυματίζουν το θεατή περισσότερο από κάθε άλλη ταινία. Σε αυτήν ακριβώς την κατηγορία εμπίπτει και το Happiness όπως και το ευρύτερο κινηματογραφικό σύμπαν του Todd Solondz.
Ο Todd Solondz έχει πει ότι το Happiness είναι η φωνή αυτών που θέλουν να ακουστούν μα κανείς δεν τους ακούει
Σε μια συνέντευξή του ο Solondz έχει τονίσει δύο συνισταμένες για τις ταινίες του, ως κοινό παρονομαστή τους. Η πρώτη είναι πως «δεν είναι για όλους». Η δεύτερη, πως σκοπεύει μέσω αυτών να δώσει φωνή σε αυτούς που θέλουν να ακουστούν αλλά κανείς δε θέλει να τους ακούσει. Και με τη δήλωση αυτή δεν εννοεί μόνο τους απανταχού καταπιεσμένους, αλλά και τις απεχθείς φιγούρες που η δημόσια σφαίρα (δικαίως) λοιδορεί. Και ήδη από τη δεύτερη ταινία του, το Welcome To The Dollhouse φαίνεται πως σε καμία περίπτωση δε θέλει το κοινό του να περάσει καλά. Μια λογική την οποία ακολουθεί και στην τρίτη του ταινία, για πολλούς το Magnum Opus του, με τον σαρδόνιο τίτλο Happiness.
Συνεκτικός αρμός της ταινίας, τρεις αδερφές οι οποίες καταλήγουν σε διαφορετικά σταυροδρόμια της ζωής. Αυτές «ανοίγουν» τις συνδέσεις με άλλους χαρακτήρες της καθημερινότητάς τους, άμεσους και έμμεσους. Χαρακτήρες οι οποίοι παρουσιάζουν βαριά συμπεριφορικά στοιχεία και καταλήγουν να συνδέονται μεταξύ τους με ανορθόδοξο τρόπο. Και όσο προχωρά η πλοκή, τόσο τα πράγματα δείχνουν να πηγαίνουν χειρότερα. Υπάρχει η Ευτυχία; Μπορούν να συνδεθούν οι άνθρωποι μεταξύ τους; Κι αυτά είναι τα βασικά που πρέπει να ξέρει κανείς για την ταινία.
Κι αυτό επειδή η οποιαδήποτε αναφορά στην πλοκή είναι κι ένα μικρό spoiler. Και spoiler το οποίο θα αποθαρρύνει κάποιον από το να εισχωρήσει στον κόσμο του Happiness. Γεγονότα βδελυρά, που άπαξ και τα δει κανείς, τον στοιχειώνουν ανεπανόρθωτα. Που δοκιμάζουν όντως τα όρια και των πιο σκληροτράχηλων θεατών. Και που εν τέλει φανερώνουν τη φθορά μιας κοινωνίας και τη σταδιακή δημιουργία παθογενειών. Όλα αυτά πίσω από τη φαινομενικά ειδυλλιακή μεσαία τάξη και τη χαριτωμένη, καθαρή από λεκέδες εικόνα της.
Το Happiness παρουσιάζει γεγονότα βδελυρά που στοιχειώνουν ανεπανόρθωτα τον θεατή
Γιατί ο Solondz απεικονίζει τη μεσαία τάξη ως μια τουαλέτα. Αρχικά τη δείχνει καθαρή, εμπορεύσιμη. Ως την εικόνα της αποστειρωμένης, βολικής λειτουργικότητας. Αλλά στη συνέχεια τη δείχνει να χρησιμοποιείται. Να βρωμίζει. Πλέον ο θεατής ξέρει τι γίνεται όταν οι πόρτες κλείνουν σε αυτή τη «φιλήσυχη» κοινωνία με τα καθαρά σαλόνια και τις γραβάτες, με τα οικογενειακά δείπνα και το καθαρό γρασίδι. Ο κίνδυνος και η μιζέρια.
Πλην αυτών, όμως, βουτάει και στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, οι οποίες με τη σειρά τους υποφέρουν. Και ο μόνος τρόπος να ακουστούν στον έξω κόσμο είναι να διαπράξουν κάτι το ειδεχθές. Γιατί και τα μέλη τους θα καταπνίξουν τη φωνή τους και θα αναθρέψουν ένα τέρας που θα μεταλλάξει τις επιθυμίες τους σε κάτι το φρικιαστικό. Αλλά, όπως και οι κοινωνικά ανώτεροί τους, δε θα μπορέσουν ούτε να συνδεθούν με κάποιον ούτε να επικοινωνήσουν. Όλοι θα παραμείνουν κατακερματισμένοι σε έναν κόσμο τρομακτικό.
Η ιεροσυλία του Solondz, ωστόσο, δεν έγκειται στην απεικόνιση ποινικά κολάσιμων πράξεων που θα επισύρουν τη μήνι του κόσμου. Βρίσκεται στον τρόπο που θα προσεγγίσει τους χαρακτήρες αυτούς. Θα τους παρουσιάσει με συμπονετικό ύφος γιατί μοιάζει να τους κατανοεί. Να τους αγαπά και να θέλει να τους δώσει την αγκαλιά την οποία στερήθηκαν. Ο Solondz «μισεί» το κοινό του για όσα τους προκάλεσε και για το ίδιο το γεγονός ότι κάπου μέσα του πιστεύει πως εκείνοι φταίνε για όσα συμβαίνουν. Αντί, όμως, να κουνήσει επιδεικτικά το δάχτυλό του προς το θεατή, τον διαλύει σε άλλο επίπεδο. Δεν τον νοιάζουν οι τύψεις του κοινού. Αυτός θα ήταν συναισθηματικός εκβιασμός και δεν είναι στους στόχους του. Αντιθέτως, για μια φορά, τον νοιάζει να γίνει ξεκάθαρο πως, είτε μας αρέσει, είτε όχι, υπάρχει κι αυτή η όψη της κοινωνίας.
Η “ιεροσυλία” του Solondz στο Happiness έγκειται στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τους χαρακτήρες
Μιας κοινωνίας η οποία προσπαθεί να αυτοπαρουσιαστεί ως πρότυπη, αλλά τελικά φορά ένα χρυσοποίκιλτο κουκούλι. Μια φενάκη η οποία κρύβει επιμελώς το καμένο κρανίο της. Και όταν τελικά ένα αεράκι παρασύρει αυτήν την περούκα και οι ουλές φανούν, όλοι θα νιώσουν απέχθεια και δε θα την ξαναδούν με τον ίδιο τρόπο. Πρέπει όμως να ξέρουν.
Με σκηνοθεσία που ουσιαστικά εκμαυλίζει το αμερικανικό τηλεοπτικό οικογενειακό σίριαλ (αντίστοιχα με το πώς ο Almodovar αξιοποιεί τη φόρμα της telenovela για να πει διαφορετικά από τη φόρμα της πράγματα), η σπονδυλωτή αφήγηση για δύο ώρες μαστιγώνει το θεατή αλλά τον κρατάει στον κόσμο της. Επιτρέπει τη διείσδυση σε βινιέτες που γράφουν τη δική τους ιστορία στον κόσμο του ακραία ενοχλητικού σινεμά. Δημιουργεί με αυτόν τον τρόπο ένα αριστούργημα το οποίο δεν μπορεί να ειδωθεί με ευκολία. Και παρουσιάζει στο κοινό την εικόνα του Phillip Seymour Hoffman που πολλοί θα θυμούνται και θα ανατριχιάζουν. Και όχι για τους προφανείς λόγους.
Το Happiness με έχει οδηγήσει σε κρίση πανικού. Έχει τραυματίσει τους περισσότερους από όσους ξέρω που έχουν δει το φιλμ. Ξεγελάστηκαν βλέπετε από την αφίσα και τον χαρακτηρισμό της ταινίας ως «μαύρη κωμωδία». Αλλά εξακολουθεί να μένει μαζί μας. Ακόμα κι αν δεν ξέρετε τι θα δείτε, οφείλετε αυτό το «τραύμα» στον εαυτό σας. Μα με δική σας ευθύνη. Έχετε τα κότσια να διαβείτε το κατώφλι της Ριβιέρας την Παρασκευή 16/6 και να αντικρύσετε τα περιεχόμενα του υπονόμου;