Η αλήθεια είναι πως περίμενα το White Noise του Netflix, πως και πως. Είμαι μεγάλος φαν του Noah Baumbach και μάλιστα για πιο παραγνωρισμένες ταινίες του. Αυτές είναι το While We’re Young, το Greenberg και το The Meyerowitz Stories (New and Selected).
Ομολογώ πως το Frances Ha που είχε κάνει ένα φεστιβαλικό μπραφ και τον έκανε όνομα με είχε αφήσει παγερά αδιάφορο. Επιπλέον, δεν εκτίμησα τόσο το Marriage Story όσο η υπόλοιπη παγκόσμια κριτική που θα έχει κι ως αποτέλεσμα αυτή να είναι η ταινία για την οποία θα τον θυμούνται.
Το White Noise όμως, αμέσως μετά από αυτή την καλλιτεχνική κορυφή του, είχε από το πρώτο τρέιλερ κάτι διαφορετικό. Δράση, χάος, πανικός, έντονα συναισθήματα, ένας κόσμο που μοιάζει με τον δικό μας αλλά είναι ξεκάθαρα μια υπερτονισμένη μορφή του. Οποιοσδήποτε έχει δει μερικές ταινίες του Baumbach μπορεί να καταλάβει αμέσως ότι πάει να κάνει κάτι διαφορετικό.
Είναι μόλις η τρίτη φορά που βασίζεται σε ένα βιβλίο για το σενάριο, στο ομώνυμο του Don DeLillo και η πρώτη για ταινία του σε τέτοια κλίμακα. Ομολογώ πως δεν έχω διαβάσει κανένα βιβλίο του. Η μόνη επαφή μου με το έργο του είναι η μεταφορά του Cosmopolis στον κινηματογράφο από τον David Cronenberg.
Σκεπτόμενος την ταινία του Cronenberg όσο έβλεπα το White Noise δεν μπορούσα παρά να βρω ομοιότητες. Μικρές λεπτομέρειες, χρήση δευτερευόντων αλλά κομβικών χαρακτήρων. Η λεπτομερειακή και επεξηγηματικά στυλιζαρισμένη πρόζα, το σύνολο κατασκευής αυτών των κόσμων που μοιάζουν τόσο με τον δικό μας αλλά σίγουρα δεν είναι.
Με κάνει να σκεφτώ πως και τα δύο είναι πιστές μεταφορές, βρήκα και ομοιότητες στις προσεγγίσεις των δύο δημιουργών. Ήταν ένα στοιχείο που θα εκτιμούσα πάντα, ακόμα κι αν με απογοήτευε η ταινία. Η πρώτη εντύπωση μου αυτή ήταν μάλιστα όταν βγήκα από την αίθουσα.
White Noise: Οι ομοιότητες με το Cosmopolis του Cronenberg βρίσκονται στις λεπτομέρειες
Όπως πέρναγαν οι ώρες και μέχρι σήμερα που γράφω γινόταν πιο ξεκάθαρο το τοπίο. Ο Noah Baumbach ξεπέρασε τον εαυτό του και έφτιαξε κάτι σπουδαίο. Θα προσπαθήσω να κάνω όσο πιο ξεκάθαρους τους λόγους που το θεωρώ αυτό μέσα στο παράλογο τουρλουμπούκι καθημερινής παράνοιας που παρουσιάζεται στο έργο.
Πρωταγωνιστές μας είναι ο Jack (Adam Driver) και η Babette (Greta Gerwig). Εκείνος είναι ο μεγαλύτερος, παγκοσμίου φήμης, αναλυτής και πανεπιστημιακός πάνω στον Hitler. Εκείνη είναι γυμνάστρια για μεσήλικες. Μαζί προσπαθούν να μεγαλώσουν τα παιδιά από τους τρεις πρώτους γάμους τους και το μωρό από τον δικό τους.
Έχουν μια νευρωτική καθημερινότητα που χαρακτηρίζεται από ένταση, ρουτίνες και πολύ αγάπη. Όμως, η καινούργια συνήθεια της Babette έχει αρχίσει να ανησυχεί τον Jack και την κόρη της. Παίρνει ένα πειραματικό χάπι, δίχως να γνωρίζουμε για ποιο λόγο, που την κάνει να ξεχνάει.
Καθώς τρέχουν οι μέρες της φρενήρης καθημερινότητας τους, ένα τραίνο με χημικά θα ανατιναχτεί λίγο έξω από την πόλη τους. Τα τοξικά αέρια που θα απελευθερωθούν στον αέρα, θα ταράξουν τη ζωή τους και ολόκληρης της πόλης που τρέχει για εκκένωση. Θα τους φέρουν αντιμέτωπους με τις επιλογές τους, τον ίδιο τον θάνατο και ίσως και μ’ ένα υποβόσκον νόημα μπροστά σ’ όλο τον παραλογισμό που είναι η σύγχρονη ζωή αλλά ίσως και όχι.
White Noise: Τολμηρό σενάριο που δίνει σημασία παντού
Αυτός πιστεύω ότι είναι κι ο λόγος που η ταινία καταβαραθρώθηκε από αρκετούς κριτικούς. Είναι ένα τολμηρό σενάριο που εικάζω πως λειτουργεί καλύτερα σε μορφή βιβλίου. Είναι τόσο διαλεκτικό, με τόσες λεπτομέρειες για ασήμαντα και τα πιο σημαντικά θέματα που θα μπορούσαν να το απασχολήσουν.
Μια ρευστή σούπα από πύρινους θεατρικούς μονολόγους, από άβολα ειπωμένο και αχρείαστα στυλιζαρισμένο διάλογο για τα πιο βασικά πράγματα. Περαστικά σχόλια που δεν βγάζουν πουθενά, συγκέντρωση σε στιγμές κομπάρσων που απλά προσθέτουν στο μωσαϊκό της τρέλας.
Όπως λέει και το tagline του White Noise όμως: «Δεν μπορείς να το ακούσεις αν είναι παντού». Εξίσου σημαντικά είναι τα Pringles που τρώνε τα παιδιά, εξίσου σημαντική είναι η ανάλυση του πλήθους του Hitler που παθιαζόταν με τον θάνατο. Εξίσου σημαντικός είναι ο κίνδυνος θανάτου για μια ολόκληρη πόλη, εξίσου σημαντικό το γεγονός ότι η Babette χαπακώνεται ασύστολα. Σημαντικό και το γεγονός ότι το αγαπημένο φαγητό του άντρα της είναι το τηγανητό κοτόπουλο με τσίλι.
Αν αποδομήσουμε την καθημερινότητα, εκεί φτάνουμε. Σε εκατομμύρια μικρές αποφάσεις, φαινομενικά ασύνδετες αλλά που τελικά κάθε μία είναι μέρος του πλέγματος. Της πορείας που λέμε ζωή και που πάντα, με βεβαιότητα, οδηγεί στον θάνατο.
White Noise: Όπως και στον κόσμο μας, ο θάνατος είναι παντού
Γιατί στο White Noise, όπως και στον κόσμο που ζούμε, ο θάνατος είναι παντού. Είναι στον τοξικό αέρα, είναι στα όνειρα και το πανεπιστημιακό έργο του πρωταγωνιστή μας. Στη λήθη που έρχεται στο μυαλό της γυναίκας του κάθε φορά που ξεχνάει μια σημαντική λεπτομέρεια. Είναι στην καθημερινή μικρή και μεγάλη βία που καθορίζει την ανθρωπότητα από την αρχή της μέχρι και σήμερα.
Όλα τα άλλα είναι περισπάσεις και λογικοί ζογκλερισμοί για να ξεχνάμε το τέλος μας. Όπως η ανάλυση του συναδέλφου του Jack, Murray (Don Cheadle), πάνω στις εκρήξεις αυτοκινήτων σε ταινίες με την οποία ανοίγει το White Noise. Δεν φεύγουμε από τις ταινίες δράσης με υπαρξιακό τρόμο, φεύγουμε με έναν παιδιάστικο ενθουσιασμό που έδωσε το κουλ του ήρωα στο πεδίο της κατασκευασμένης αδρεναλίνης.
Εμπιστευόμαστε τη διαδικασία χωρίς να σκεφτόμαστε πάρα πολύ τις συνέπειες. Μια διαδικασία είναι και κάθε ταινία, μια διαδικασία είναι και η ζωή η ίδια, για άλλους πιο σύντομη, για άλλους πιο περίπλοκη. Πάντα όμως μία και αδιαίρετη για όποιον την ζει και πάντα καλύτερη αν αναγνωρίσεις και αποδεχθείς τον παραλογισμό και το χάος της.
White Noise: Η διατήρηση της ανθρωπιάς μπροστά στο χάος
“Ordo Ad Chao”. Από το χάος έρχεται τάξη. Τόσες άκυρες στιγμές, τόσος φόβος και φλερτ με τον θάνατο, τόση τραγωδία και χιουμοριστική ειρωνεία για τους ήρωες αλλά τα μοιραία γεγονότα δεν θα μπορούσαν να είναι άλλα. Τελικά, απλούστατα, πρέπει να έχουμε πίστη. Αυτό, όπως και άλλα μεγάλα νοήματα της ταινίας λέγονται ευθέως στη μούρη μας, αποκύημα της προαναφερθείσας άβολης, σε στιγμές, διαλεκτικότητας.
Δεν μου έμειναν πολλά από αυτά όμως. Μου έμεινε, όντως, ότι το αγαπημένο φαγητό του Jack ήταν το τηγανητό κοτόπουλο με τσίλι. Ότι έτρεξε μέσα στο πανικόβλητο πλήθος για να σώσει το λούτρινο της κόρης του ενώ όλοι έτρεχαν για τη ζωή τους.
Μου έμειναν οι φαινομενικά αχρείαστες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις του γιού που είχαν να κάνουν με την κοινή βιολογική καταστροφή. Το πώς αγόρευε στους φοβισμένους συμπολίτες του θυμίζοντας τον πατέρα του. Η προσπάθεια αγκίστρωσης της μάνας σε μια δυαδική κανονικότητα που η μία και η άλλη επιλογή πάντα απειλούν να την σκοτώσουν.
Η ομορφιά κι η ανθρωπιά της προσπάθειας, η διατήρηση των στοιχείων που μας κάνουν ανθρώπους, η αγάπη που έχει ο Baumbach σε κάθε του ταινία για τους ήρωες του που βασανίζονται με τα πιο καθημερινά πράγματα. Τέλος, το γεγονός ότι στο White Noise δεν αλλάζει αλλά δίνεται όσο πιο επικά θα μπορούσε ποτέ αυτός ο δημιουργός των μικρών προσωπικών ιστοριών.
White Noise: Ο Noah Baumbach τα παίζει όλα για όλα
Η ουσία μπορεί να παραμένει η ίδια όπως στις περισσότερες ταινίες του Baumbach αλλά η εικονογραφία και μόνο καλεί για ενός άλλου είδους σκηνοθεσία. Η τεράστια έκρηξη του τραίνου, το τοξικό νέφος μέσα στα μαύρα σύννεφα καταιγίδας με μωβ αστραπές. Τα χρώματα, τα κοστούμια και η σκηνογραφία μιας περασμένης δεκαετίας. Συμπληρωματικά, όλο το εύρος των ακραίων συναισθημάτων και γεγονότων.
Στην τρίτη πράξη μάλιστα πλησιάζουμε τα όρια του σασπένς και της εικονογραφίας ενός DePalma (για τον οποίον έχει κάνει ντοκιμαντέρ ο Baumbach). Κι ενώ, ας πούμε ότι, στο συγκεκριμένο σημείο η χρήση της κάμερας και του ήχου δεν φτάνουν τα επίπεδα στυλ του ινδάλματος του, δεν σημαίνει πως οι επιλογές του εκεί και στην υπόλοιπη ταινία δεν είναι εξίσου αποτελεσματικές για το συγκεκριμένο κείμενο.
White Noise: Ακραίες εναλλαγές τόνου και ρυθμού
Κουνάει την κάμερα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως, χρησιμοποιεί το χρώμα ελεύθερα και οργανικά. Έχει ακραίες εναλλαγές τόνου και ρυθμού ακόμα και μέσα στις ίδιες σκηνές. Τσιτώνει με το sound design και τη μουσική του. Ουσιαστικά έχει μια σκηνοθετική προσέγγιση που μπορώ να χαρακτηρίσω μόνο ως τιθασευμένη αναρχία που ταιριάζει γάντι.
Ακόμα και η μη φυσικότητα σε σημεία των ερμηνειών μου ταίριαξε και μου θύμισε τις αντίστοιχες του Cosmopolis του Cronenberg. Διαφέρουν στη λογική τους από εκείνες όμως κι έτσι δεν μπορώ να μιλήσω για αντιγραφή, παρά μόνο για από κοινού πιάσιμο του πνεύματος του DeLillo και για τον Baumbach που τα παίζει όλα για όλα μ’ αυτήν την ταινία που ήδη έχει διχάσει.
White Noise: Αναμενόμενες οι ακραίες αντιδράσεις μετά τη θέαση
Μπορώ να καταλάβω όσους μισήσουν την ταινία γιατί κι εγώ είχα την πιο απότομη μεταστροφή τις ώρες αφού βγήκα από την αίθουσα. Σε μια επιφανειακή ανάγνωση μπορεί να φανεί όλη σαν μπουρδολογία. Υπογραμμίζει αιχμηρά όμως πανανθρώπινες εμμονικές τάσεις. Εν τέλει, μιλάει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο για τους καιρούς που ζούμε.
Όπως και το Don’t Look Up πέρσι, πάλι μία εξέλιξη μεγάλου σκηνοθέτη στο Netflix. πάλι μια ακραία ταινία με φαντασία, χιούμορ και παράνοια στα όρια της παρωδίας που δίχασε το κοινό. Το White Noise είναι μια ταινία που χρειαζόμασταν τώρα. Καμιά ταινία δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιήσει τους πάντες.
Όσο πιο τολμηρή είναι, τόσο μειώνονται οι πιθανότητες επιτυχίας της. Για την καριέρα του Noah Baumbach δεν υπήρχε πιο τολμηρή κίνηση. Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι αυτό που έκαναν και οι ήρωες. Αφεθείτε στον παραλογισμό και απολαύστε.